ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Το νέο τεύχος του Δελτίου Βιβλικών Μελετών

Αντιγράφουμε από την ιστοσελίδα ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ του κ Μόσχου Γκουτζιούδη, Λέκτορα του ΑΠΘ τα περιεχόμενα του νέου τεύχους του ΔΒΜ 








Πολιτισμική ανθρωπολογία και Βίβλος Προλογικό σημείωμα (Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος)     7


ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΕΪΚΟΥ Πολιτισμός ή πολιτισμοί; Νέα προβλήματα σε παλιούς ορισμούς   11
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΡΑΒΒΑ Να μην ξεχάσω να θυμηθώ: Πολυπολιτισμικές πρακτικές που ξορκίζουν το κακό      21
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΣ Πολιτική, πολιτισμός και μειονοτικά δικαιώματα στα μετα-κομμουνιστικά Βαλκάνια. Μια ανθρωπολογική προσέγγιση     35
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΣ  Το κοινωνικό φαινόμενο της πατρωνίας ως υπόβαθρο κατανόησης του 2 Θεσ. 3,10: ει τις ου θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω    47
ΛΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΠΑΣΣΑΚΟΣ Η «σχετικοποίηση» του αρχέγονου χριστιανικού κηρύγματος από τον απόστολο Παύλο. Ακαδημαϊκές ιδεοληψίες και η μαρτυρία των πηγών   56
ΖΩΗ ΤΕΡΛΙΜΠΑΚΟΥ Κοινωνιολογική προσέγγιση των διηγήσεων του πολλαπλασιασμού των άρτων μέσω της τροφής     63
¤¤
ΕΛΕΝΗ ΣΟΥΜΑΝΗ Η Εξαήμερος κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας. Έλλογη αιτία και
φυσική τάξη        81
Βιβλιοκρισίες
Βασίλειος Α. Τσίγκος, Θεσμική και χαρισματική διάσταση της Εκκλησίας. Η ενότητα χριστολογίας και πνευματολογίας στην εκκλησιολογία Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010 (Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος)     95
Απόστολος Παύλος και Κόρινθος: 1950 χρόνια από τη συγγραφή των Επι­στολών προς Κορινθίονς. Ερμηνεία – Θεολογία – Ιστορία Ερμηνείας – Φι­λολογία – Φιλοσοφία – Εποχή, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (Κόρινθος, 23-25 Σεπτεμβρίου 2007), επιστημονική οργα­νωτική επιτροπή: επικεφαλής Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, εκδ. επιμ. Κωνσταντίνος I. Μπελέζος συνεργία Σωτηρίου Σ. Δεσπό­τη και Χρήστου Κ. Καρακόλη, Ψυχογιός, Αθήνα 2009, 2 τόμ. (π. Κωνσταντίνος Παπαθανασίου)    98
Jodi Magness, Stone and Dung, Oil and Spit. Jewish Daily Life in the Time of Jesus, Eerdmans, Γκραντ Ράπιντς 2011 (Μόσχος Γκουτζιούδης)     103
Βιβλικός στοχασμός
Ενδιαφέρουσα ερμηνεία του Δ’ Ευαγγελίου από Ινδό διανοούμενο με τη μέθοδο του «κάθετου συλλογισμού» (Ραβί Ραβίντρα)     108
Η Βίβλος στη σχολική αίθουσα
Η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με εφαρμογές των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας (Νικόλαος Παύλου)     117
Χρονικά
Διεθνής συνάντηση της Society of Biblical Literature, Λονδίνο, 3-7 Ιουλίου 2011 (Αικατερίνη Γ. Τσαλαμπούνη)    122
Συνάντηση της European Association for Biblical Studies, Θεσσαλονίκη, 8-11 Αυγούστου 2011 (Αικατερίνη Γ. Τσαλαμπούνη)    122
Διεθνές συνέδριο για την ερμηνευτική των βιβλικών κειμένων, Βηθλεέμ, Παλαιστίνη, 8-12 Αυγούστου 2011 (Ελένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη)     123
Ετήσιο συνέδριο της Society of Biblical Literature, Σαν Φρανσίσκο, 19-21 Νοεμβρίου 2011 (Χρήστος Καρακόλης)     124


Κυριακή 22 Απριλίου 2012

"Η Φραγκογιαννού και ο Ρασκόλνικοβ"

 Διαβάστε στη σημερινή Αυγή πατώντας εδώ.

Υ.Γ.  Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων (γιατί και οι πλέον καλές προθέσεις εύκολα παρεξηγούνται): δε σημαίνει πως συμφωνούμε  με ό,τι γράφεται. Τα θεωρούμε όμως πολύ ενδιαφέροντα, με την έννοια πως  μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για ένα πολύ γόνιμο προβληματισμό και διάλογο!

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Πασχαλιάτικο αφήγημα του Παπαδιαμάντη

Στο πνεύμα των ημερών το αφήγημα του Μεγάλου (με Μ κεφαλαίο) Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που ακολουθεί (αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ,-  πατήστε εδώ για να το δείτε στην εφημερίδα-, στην οποία υπάρχει ακόμη ένα υπέροχο άρθρο για τον κυρ- Αλέξανδρο).
Σημείωση "Θεολόγων του μαυροπίνακα": Αλήθεια, το ξέρετε πως έχει γραφεί διδακτορική διατριβή  που "διαβάζει" το έργο του Παπαδιαμάντη από μία διάσταση που αναδεικνύει την ανθρώπινη πλευρά του, μακριά από  ωραιοποιήσεις. Ψάξτε τη, έχει μεγάλο ενδιαφέρον!)


Πάσχα Ρωμέικο


Ημερομηνία δημοσίευσης στην ΑΥΓΗ: 15/04/2012
Του Αλέξανδρου ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

...Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Αθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά διά να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου, ή θα τα είχε κ' έκαμνεν οικονομίαν.
Αλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής, και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ’ έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν, ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.
Ήτο ο μπαρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις Πειραιά διά ν' ακούση το Χριστός ανέστη εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέικο κ' ευφρανθή η ψυχή του. Και όμως ήτο... δυτικός.
Ο μπαρμπα-Πύπης ήτο Ιταλοκερκυραίος απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α', “είχε μεταλάβει ρωμέικα”, όταν εκινδύνευσε ν' αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς του έλεγέ τις: “Διατί δεν βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πύπη”, η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη, και ότι ευρέθη εκεί.
Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εμβάδα του ποντίφηκος, τα λοιπά είναι αδιάφορα.
Ο μπαρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον άγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθόδοξω ναώ (Il santo Spiridion ha fatto questo caso*) [ο άγιος Σπυρίδων προκάλεσε αυτό το θαύμα], ότε ο άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού κρατών δαυλόν αναμμένον έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε[ αγία τράπεζα των καθολικών]*. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπαρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσού φράγκους.

***

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, ότε κατέβαινεν εις Πειραιά, πεζός, κρατών εις την χείρα την λαμπάδα του, η έμελλε ν' ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ' εκεί εκάθισεν επί των χόρτων, αφού υπέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένον σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σπιρτοθήκην του, ήναψε σιγαρέτον κ' εκάπνιζεν ηδονικώς.
Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης, και πριν προφθάση και στραφή να ίδη ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε [του φάνηκε] ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.
Εκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδεν ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην, και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.
Ο μπαρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ' έκραξεν εναγωνίως:
- Φίλος! καλός! μη ρίχνης...
Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, αλλά δεν επανέφερε το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν, ουδέ κατεβίβασε την σκανδάλην.
- Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.
- Τι θέλω; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πύπης. Κάθουμε και φουμάρω το τσιγάρο μου.
- Και δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπον, ρε, για να φουμάρης το τσιγάρο σου!
- Και γιατί; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πύπης. Τι σας έβλαψα;
- Δεν ξέρω εγώ απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης∙ εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι άλλα πράματα μέσα. Μόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού, εγελάστηκες.
Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή, του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του.
Ο μπαρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.
- Συ εγελάστηκες, απήντησεν∙ εγώ κόττες δεν κλέφτω ούτε λωποδύτης είμαι∙ εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Ο χωρικός εκάγχασε.
- Στον Περαία! Στον Άι-Σπυρίδωνα; Κι από πού έρχεσαι;
- Αφ' την Αθήνα.
- Απ' την Αθήνα; Και δεν έχει εκεί εκκλησίες, ν' ακούσης Ανάσταση;
- Έχει εκκλησίες, μα εγώ το έχω τάξιμο, απήντησεν ο μπαρμπα-Σπύρος.
Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν. Είτα επανέλαβε:
- Να φχαριστάς, καημένε...
Και τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμόν του.
- Να φχαριστάς καημένε, την ημέραν που ξημερώνει αύριο, ειδεμή, δεν το 'χα για τίποτες να σ' εξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!
Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο ν' απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.
- Κάνεις άδικα και συχωρεμένος να 'σαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε με ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε... δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης κ' επήγαινα, σου λέω, στον Πειραιά.
- Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...
Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβόλου κ' έγινεν άφαντος.
Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.

* * *

Το συμβεβηκός τούτο δεν εμπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνη πεζός εις Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμνη Πάσχα ρωμέικο.
Εφέτος το μεσοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα, να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το άγιον Πάσχα.

1891

Άπαντα, τ. Β', εκδόσεις Δόμος

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Σάββατο 14 Απριλίου 2012


"ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ"
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΝΑ

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

Ιωνάς 1,1-4,11

1,1καὶ ἐγένετο λόγος κυρίου πρὸς Ιωναν τὸν τοῦ Αμαθι λέγων
 2  ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευη τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ ὅτι ἀνέβη κραυγὴ τῆς κακίας αὐτῆς πρός με
 3  καὶ ἀνέστη Ιωνας τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσις ἐκ προσώπου κυρίου καὶ κατέβη εἰς Ιοππην καὶ εὗρεν πλοῖον βαδίζον εἰς Θαρσις καὶ ἔδωκεν τὸ ναῦλον αὐτοῦ καὶ ἐνέβη εἰς αὐτὸ τοῦ πλεῦσαι μετ᾽ αὐτῶν εἰς Θαρσις ἐκ προσώπου κυρίου
 4  καὶ κύριος ἐξήγειρεν πνεῦμα εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐγένετο κλύδων μέγας ἐν τῇ θαλάσσῃ καὶ τὸ πλοῖον ἐκινδύνευεν συντριβῆναι
 5  καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ναυτικοὶ καὶ ἀνεβόων ἕκαστος πρὸς τὸν θεὸν αὐτῶν καὶ ἐκβολὴν ἐποιήσαντο τῶν σκευῶν τῶν ἐν τῷ πλοίῳ εἰς τὴν θάλασσαν τοῦ κουφισθῆναι ἀπ᾽ αὐτῶν Ιωνας δὲ κατέβη εἰς τὴν κοίλην τοῦ πλοίου καὶ ἐκάθευδεν καὶ ἔρρεγχεν
 6  καὶ προσῆλθεν πρὸς αὐτὸν πρωρεὺς καὶ εἶπεν αὐτῷ τί σὺ ῥέγχεις ἀνάστα καὶ ἐπικαλοῦ τὸν θεόν σου ὅπως διασώσῃ θεὸς ἡμᾶς καὶ μὴ ἀπολώμεθα
 7  καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ δεῦτε βάλωμεν κλήρους καὶ ἐπιγνῶμεν τίνος ἕνεκεν κακία αὕτη ἐστὶν ἐν ἡμῖν καὶ ἔβαλον κλήρους καὶ ἔπεσεν κλῆρος ἐπὶ Ιωναν
 8  καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν ἀπάγγειλον ἡμῖν τίνος ἕνεκεν κακία αὕτη ἐστὶν ἐν ἡμῖν τίς σου ἐργασία ἐστίν καὶ πόθεν ἔρχῃ καὶ ἐκ ποίας χώρας καὶ ἐκ ποίου λαοῦ εἶ σύ
 9  καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς δοῦλος κυρίου ἐγώ εἰμι καὶ τὸν κύριον θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐγὼ σέβομαι ὃς ἐποίησεν τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν
 10  καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἄνδρες φόβον μέγαν καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν τί τοῦτο ἐποίησας διότι ἔγνωσαν οἱ ἄνδρες ὅτι ἐκ προσώπου κυρίου ἦν φεύγων ὅτι ἀπήγγειλεν αὐτοῖς
 11  καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν τί σοι ποιήσωμεν καὶ κοπάσει θάλασσα ἀφ᾽ ἡμῶν ὅτι θάλασσα ἐπορεύετο καὶ ἐξήγειρεν μᾶλλον κλύδωνα
 12  καὶ εἶπεν Ιωνας πρὸς αὐτούς ἄρατέ με καὶ ἐμβάλετέ με εἰς τὴν θάλασσαν καὶ κοπάσει θάλασσα ἀφ᾽ ὑμῶν διότι ἔγνωκα ἐγὼ ὅτι δι᾽ ἐμὲ κλύδων μέγας οὗτος ἐφ᾽ ὑμᾶς ἐστιν
 13  καὶ παρεβιάζοντο οἱ ἄνδρες τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς τὴν γῆν καὶ οὐκ ἠδύναντο ὅτι θάλασσα ἐπορεύετο καὶ ἐξηγείρετο μᾶλλον ἐπ᾽ αὐτούς
 14  καὶ ἀνεβόησαν πρὸς κύριον καὶ εἶπαν μηδαμῶς κύριε μὴ ἀπολώμεθα ἕνεκεν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τούτου καὶ μὴ δῷς ἐφ᾽ ἡμᾶς αἷμα δίκαιον ὅτι σύ κύριε ὃν τρόπον ἐβούλου πεποίηκας
 15  καὶ ἔλαβον τὸν Ιωναν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἔστη θάλασσα ἐκ τοῦ σάλου αὐτῆς
 16  καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἄνδρες φόβῳ μεγάλῳ τὸν κύριον καὶ ἔθυσαν θυσίαν τῷ κυρίῳ καὶ εὔξαντο εὐχάς

2:1 καὶ προσέταξεν κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τὸν Ιωναν καὶ ἦν Ιωνας ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας
 2  καὶ προσηύξατο Ιωνας πρὸς κύριον τὸν θεὸν αὐτοῦ ἐκ τῆς κοιλίας τοῦ κήτους
 3  καὶ εἶπεν ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς κύριον τὸν θεόν μου καὶ εἰσήκουσέν μου ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἤκουσας φωνῆς μου
 4  ἀπέρριψάς με εἰς βάθη καρδίας θαλάσσης καὶ ποταμοί με ἐκύκλωσαν πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾽ ἐμὲ διῆλθον
 5  καὶ ἐγὼ εἶπα ἀπῶσμαι ἐξ ὀφθαλμῶν σου ἆρα προσθήσω τοῦ ἐπιβλέψαι πρὸς τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου
 6  περιεχύθη ὕδωρ μοι ἕως ψυχῆς ἄβυσσος ἐκύκλωσέν με ἐσχάτη ἔδυ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων
 7  κατέβην εἰς γῆν ἧς οἱ μοχλοὶ αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι καὶ ἀναβήτω φθορὰ ζωῆς μου κύριε θεός μου
 8  ἐν τῷ ἐκλείπειν ἀπ᾽ ἐμοῦ τὴν ψυχήν μου τοῦ κυρίου ἐμνήσθην καὶ ἔλθοι πρὸς σὲ προσευχή μου εἰς ναὸν ἅγιόν σου
 9  φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεος αὐτῶν ἐγκατέλιπον
 10  ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοι ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοι σωτηρίου τῷ κυρίῳ
 11  καὶ προσετάγη τῷ κήτει καὶ ἐξέβαλεν τὸν Ιωναν ἐπὶ τὴν ξηράν

3:1 καὶ ἐγένετο λόγος κυρίου πρὸς Ιωναν ἐκ δευτέρου λέγων
 2  ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευη τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ κατὰ τὸ κήρυγμα τὸ ἔμπροσθεν ἐγὼ ἐλάλησα πρὸς σέ
 3  καὶ ἀνέστη Ιωνας καὶ ἐπορεύθη εἰς Νινευη καθὼς ἐλάλησεν κύριος δὲ Νινευη ἦν πόλις μεγάλη τῷ θεῷ ὡσεὶ πορείας ὁδοῦ ἡμερῶν τριῶν
 4  καὶ ἤρξατο Ιωνας τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν ὡσεὶ πορείαν ἡμέρας μιᾶς καὶ ἐκήρυξεν καὶ εἶπεν ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευη καταστραφήσεται
 5  καὶ ἐνεπίστευσαν οἱ ἄνδρες Νινευη τῷ θεῷ καὶ ἐκήρυξαν νηστείαν καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν
 6  καὶ ἤγγισεν λόγος πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Νινευη καὶ ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ περιείλατο τὴν στολὴν αὐτοῦ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ σποδοῦ
 7  καὶ ἐκηρύχθη καὶ ἐρρέθη ἐν τῇ Νινευη παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ παρὰ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ λέγων οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη καὶ οἱ βόες καὶ τὰ πρόβατα μὴ γευσάσθωσαν μηδὲν μηδὲ νεμέσθωσαν μηδὲ ὕδωρ πιέτωσαν
 8  καὶ περιεβάλοντο σάκκους οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη καὶ ἀνεβόησαν πρὸς τὸν θεὸν ἐκτενῶς καὶ ἀπέστρεψαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς ἀδικίας τῆς ἐν χερσὶν αὐτῶν λέγοντες
 9  τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα
 10  καὶ εἶδεν θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν καὶ μετενόησεν θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ ἐλάλησεν τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐποίησεν

4:1 καὶ ἐλυπήθη Ιωνας λύπην μεγάλην καὶ συνεχύθη
 2  καὶ προσεύξατο πρὸς κύριον καὶ εἶπεν κύριε οὐχ οὗτοι οἱ λόγοι μου ἔτι ὄντος μου ἐν τῇ γῇ μου διὰ τοῦτο προέφθασα τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσις διότι ἔγνων ὅτι σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις
 3  καὶ νῦν δέσποτα κύριε λαβὲ τὴν ψυχήν μου ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι καλὸν τὸ ἀποθανεῖν με ζῆν με
 4  καὶ εἶπεν κύριος πρὸς Ιωναν εἰ σφόδρα λελύπησαι σύ
 5  καὶ ἐξῆλθεν Ιωνας ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι τῆς πόλεως καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ἐκεῖ σκηνὴν καὶ ἐκάθητο ὑποκάτω αὐτῆς ἐν σκιᾷ ἕως οὗ ἀπίδῃ τί ἔσται τῇ πόλει
 6  καὶ προσέταξεν κύριος θεὸς κολοκύνθῃ καὶ ἀνέβη ὑπὲρ κεφαλῆς τοῦ Ιωνα τοῦ εἶναι σκιὰν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σκιάζειν αὐτῷ ἀπὸ τῶν κακῶν αὐτοῦ καὶ ἐχάρη Ιωνας ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ χαρὰν μεγάλην
 7  καὶ προσέταξεν θεὸς σκώληκι ἑωθινῇ τῇ ἐπαύριον καὶ ἐπάταξεν τὴν κολόκυνθαν καὶ ἀπεξηράνθη
 8  καὶ ἐγένετο ἅμα τῷ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον καὶ προσέταξεν θεὸς πνεύματι καύσωνος συγκαίοντι καὶ ἐπάταξεν ἥλιος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Ιωνα καὶ ὠλιγοψύχησεν καὶ ἀπελέγετο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ εἶπεν καλόν μοι ἀποθανεῖν με ζῆν
 9  καὶ εἶπεν θεὸς πρὸς Ιωναν εἰ σφόδρα λελύπησαι σὺ ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ καὶ εἶπεν σφόδρα λελύπημαι ἐγὼ ἕως θανάτου
 10  καὶ εἶπεν κύριος σὺ ἐφείσω ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης ὑπὲρ ἧς οὐκ ἐκακοπάθησας ἐπ᾽ αὐτὴν καὶ οὐκ ἐξέθρεψας αὐτήν ἐγενήθη ὑπὸ νύκτα καὶ ὑπὸ νύκτα ἀπώλετο
 11  ἐγὼ δὲ οὐ φείσομαι ὑπὲρ Νινευη τῆς πόλεως τῆς μεγάλης ἐν κατοικοῦσιν πλείους δώδεκα μυριάδες ἀνθρώπων οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν δεξιὰν αὐτῶν ἀριστερὰν αὐτῶν καὶ κτήνη πολλά

ΚΑΙ  ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ ΚΑΙ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ: ΕΝΑ ΩΡΑΙΟ ΚΟΥΙΖ, ΙΔΑΝΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, ΟΤΑΝ ΔΙΔΑΣΚΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΩΝΑ