ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Τα γεγονότα του Πάθους του Χριστού


Τα γεγονότα του Πάθους του Χριστού

Οι "Θεολόγοι του μαυροπίνακα" αρχίζουν από σήμερα μία σειρά δημοσιεύσεων για τα γεγονότα του Πάθους



Γράφει ο Νίκος Παύλου
Θεολόγος-Ιστορικός


Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο θεωρείται από τους ερευνητές ως το αρχαιότερο από τα 4 Ευαγγέλια που βρίσκονται μέσα στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Σαν πηγή του θεωρείται ο μαθητής του Ιησού Πέτρος, και μάλλον γράφτηκε στη Ρώμη, μετά το 70 μ.Χ. και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ.
Τα γεγονότα του Πάθους ακολουθούν αυστηρά χρονολογική σειρά. Από το κεφ. 14 αρχίζει να γίνεται λόγος για τη συνομωσία που κάνουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς που θέλουν να θανατώσουν τον Ιησού και για την απόφαση του Ιούδα του Ισκαριώτη να τον προδώσει.
Κατόπιν περιγράφονται τα γεγονότα του Μυστικού Δείπνου, η πρόρρηση της άρνησης του Πέτρου, η προσευχή του Ιησού στη Γεθσημανή και η σύλληψή του, η δίκη στο Μεγάλο Συνέδριο, η άρνηση του Πέτρου, η δίκη από τον Πιλάτο, οι εμπαιγμοί και τέλος η σταύρωση και η ταφή του Ιησού. Το κείμενο του Ευαγγελίου τελειώνει με την ανάσταση του Χριστού που πιστοποιείται από το νεαρό με τη λευκή στολή που βρίσκουν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου, μέσα στο κενό μνήμα και τις εμφανίσεις του στους μαθητές.
Το κλίμα που αποτυπώνει ο Μάρκος περιγράφει με πολύ παραστατικό χρώμα το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα του 1ου αι. μ.Χ. στην Παλαιστίνη. Είναι γνωστό ότι η περιοχή βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των Ρωμαίων, που μετά το θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου, την είχαν χωρίσει και την είχαν παραδώσει στους γιους του, που κυβερνούσαν βέβαια ως όργανα της αυτοκρατορίας. Οι ίδιοι είχαν υπό τον άμεσο έλεγχό τους τις περιοχές της Ιουδαίας και της Σαμάρειας που τις διοικούσε ο Ρωμαίος επίτροπος.
Την εποχή του Ιησού Ρωμαίος επίτροπος ήταν ο Πόντιος Πιλάτος (26-36 μ.Χ.). Μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα,  η οποία γνώρισε ακόμη και την αγιοποίηση από την Αιθιοπική εκκλησία. Πάντως οι πράξεις του στην Ιουδαία δε δικαιολογούν αυτή την ενέργεια. Αντίθετα οι πληροφορίες που περιέχονται γι αυτόν στα έργα του Ιώσηπου και του Φίλωνα δείχνουν έναν άνθρωπο που δε διστάζει να θυσιάσει ακόμη και ανθρώπινες ζωές προκειμένου να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, καθώς και αυτά της εξουσίας που ήταν άνθρωπός τη , ενώ αφήνουν και υπαινιγμούς για οικειοποίηση από μέρους του χρημάτων που δεν του ανήκαν.
Φαίνεται λοιπόν να είναι απόλυτα πιστός στην αρχή που τον έχει στείλει στην Ιουδαία χωρίς ,όμως να διευκρινίζεται αν η αφοσίωσή του είναι ειλικρινής ή προέρχεται από ιδιοτέλεια και φόβο. Μάλιστα , όπως είναι γνωστό, παρακάμπτονται οι αντιστάσεις του και οδηγεί τον Ιησού στο σταυρό μόνο όταν απειλείται ότι θα καταγγελθεί στη Ρώμη ότι ελευθερώνει κάποιον που ισχυρίζονταν , σύμφωνα με τις καταγγελίες των Ιουδαίων, πως ήταν βασιλιάς και συνεπώς υποκινούσε σε επανάσταση το λαό της Παλαιστίνης. Δηλαδή η συμπεριφορά του υπαγορεύεται από τις πιθανές ευθύνες που θα επέρριπτε ο αυτοκράτορας Τιβέριος σ’ αυτόν και από τις συνέπειες που θα δέχονταν για την απόφασή του.
Τα έργα του Πιλάτου στην Ιουδαία προκαλούσαν αρκετές φορές το θρησκευτικό αίσθημα του λαού. Προσπάθησε λοιπόν να κάνει αισθητή την παρουσία της ρωμαϊκής ισχύος και ανακατεύθηκε σε ιουδαϊκές θρησκευτικές υποθέσεις διαβλέποντας πως έκρυβαν σπέρματα εξέγερσης.
Η στάση του Πιλάτου όταν ο Ιησούς οδηγείται ενώπιον του είναι από αδιάφορη μέχρι και συγκαταβατική –φιλική θα έλεγε κανείς - για το πρόσωπο του Κυρίου. Αν και δείχνει να έχει πειστεί για την αθωότητα του Χριστού δεν είναι όμως διατεθειμένος να αναλάβει την ευθύνη της απελευθέρωσής Του γιατί δε φαίνεται να τον ενδιαφέρει η λάμψη της αλήθειας (πρβλ. το ερώτημά του “τι εστίν αλήθεια;” Ιωαν. 18, 38) αλλά η υποταγή της στο προσωπικό του συμφέρον, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε να κάνει με τη διάσωση της εξουσίας του η οποία κινδύνευε από τους Ιουδαίους που απειλούσαν πως θα τον κατήγγειλαν στη Ρώμη αν ελευθέρωνε κάποιον που διακήρυττε πως είναι βασιλιάς δηλαδή αντίπαλος του Καίσαρα και της αυτοκρατορίας.
Στο Ευαγγέλιο του Λουκά πρωταγωνιστεί στα γεγονότα του Πάθους και ο ηγεμόνας της Γαλιλαίας, της ιδιαίτερης πατρίδας του Ιησού, Ηρώδης Αντίπας (Λκ. 23, 6-12). Ο Πιλάτος στέλνει τον Ιησού στον Ηρώδη, ο οποίος μάλιστα του υποβάλλει πολλές ερωτήσεις.
Γνωστός είναι ακόμη ο χαρακτηρισμός του Κυρίου γι’ αυτόν (“αλώπηξ” Λκ. 13, 12: είπατε τη αλώπεκι ταύτη).Ο χαρακτηρισμός φανερώνει σύμφωνα με τον καθηγητή Σ. Αγουρίδη “το ταπεινό και χαμηλό επίπεδο του χαρακτήρα του, γιατί στην ιουδαϊκή γραμματεία το λιοντάρι είναι το αντίθετο της αλεπούς”.
Τον Ηρώδη Αντίπα η Ρώμη τον αναγορεύει τετράρχη ( ο τίτλος δίνονταν σε ηγεμονίσκους που κυβερνούσαν μικρές περιοχές υπό την κηδεμονία της αυτοκρατορίας), ο Μάρκος όμως του αποδίδει τον τίτλο του βασιλιά (6, 14). Αν και είχε καλές σχέσεις με τα όργανα της αυτοκρατορίας φρόντιζε ταυτόχρονα να μην ερεθίζει τα θρησκευτικά αισθήματα των υπηκόων του. Έτσι ποτέ δεν έκοψε νόμισμα με τα ρωμαϊκά εμβλήματα ενώ από το ευαγγέλιο του Ματθαίου (17, 24) είναι γνωστό πως εισπράκτορες του φόρου για το Ναό περιόδευαν τη Γαλιλαία για να τον εισπράξουν.
Τα παραπάνω λοιπόν συνθέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα τα γεγονότα του Πάθους του Χριστού. Είναι απαραίτητα στοιχεία που βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας που αποτέλεσε την βάση για τη λύτρωση και τη σωτηρία του ανθρώπου.


Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΤΟ Ε΄ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΑΚΑ

Νικόλαος Αντ. Παύλου


ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΥ ΙΙΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ «CASTRUM CARDICENSIS»

Οι επιστολές του Πάπα Ιννοκέντιου ΙΙΙ (1160-1216) αναδεικνύουν, εκτός των άλλων, το ενδιαφέρον  και τη γενικότερη εποπτεία του για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία[1]. Έτσι, σε επιστολή του έτους 1213[2]  που απευθύνεται στον Episcopo et Capitulo Cardicensibus, καταγράφονται με ακρίβεια ακόμη και ονόματα άσημων τοποθεσιών που ενδεχομένως να τα γνώριζαν μόνο ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής των Cardicensibus.