ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

"Η πατρίδα του Ιησού"


Ένας χάρτης εννοιών, χρήσιμος για την πρώτη ενότητα του μαθήματος των θρησκευτικών, της Β΄ Γυμνασίου



Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Οι νέο-χεττιτικές επιγραφές του Γιαρίρις και του δούλου τού Τουβάτις

Με αφορμή τη  γιορτή του Προφήτη Ηλία, παρατίθεται στη συνέχεια ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο "Οι Χετταίοι στην Παλαιά Διαθήκη" (σσ 114-115. Η φωτό προέρχεται από το εξαίρετο blog του φίλου και συμπατριώτη Βασίλη Αξελή /pelasgia.blogspot.gr/, και δείχνει στιγμιότυπο από τη λειτουργία στο ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, τη σημερινή ημέρα, στο χωριό μας)/  


Οι νέο-χεττιτικές επιγραφές του Γιαρίρις και του δούλου τού Τουβάτις 

Μετά την αρπαγή του αμπελιού του Ναβουθαί και τον άδικο λιθοβολισμό του από το βασιλιά του Βορείου Ισραηλιτικού βασιλείου Αχαάβ (871-852 π.Χ.) και τη σύζυγό του Ιεζάβελ[1], ο προφήτης Ηλίας, με εντολή του Γιαχβέ παρουσιάζεται εμπρός τους και προαναγγέλλει την τιμωρία τους[2]. Μιλώντας για την Ιεζάβελ υπογραμμίζει πως τα σκυλιά θα την φάνε στην περιοχή της Ιεζραέλ. Το ίδιο θα συνέβαινε και σε οποιονδήποτε από τον οίκο του Αχαάβ πεθάνει στην πόλη[3]. Πράγματι έτσι γίνεται. Όπως αναφέρεται[4], μετά τη θανάτωση της Ιεζάβελ από τον Ιού, οι υπηρέτες που πήγαν να τη θάψουν, βρήκαν μόνο το κρανίο της, τα πόδια της και τις παλάμες των χεριών της. Τα υπόλοιπα τα είχαν φάει οι σκύλοι, όπως ακριβώς είχε προφητεύσει ο προφήτης Ηλίας.
Η ίδια ακριβώς κατάρα εκτοξεύονταν και στα Νέο-Χεττιτικά βασίλεια, όπως συνάγεται από την επιγραφή του Γιαρίρις και από την επιγραφή του δούλου τού Τουβάτις, βασιλιά της Ταμπάλ[5]. Η πρώτη έχει το εξής περιεχόμενο:

«Μπορεί(:Μακάρι) τα σκυλιά του Νικαράβας (Nikarawas) να φάνε το κεφάλι του, μακριά (από εδώ) ».

Στην επιγραφή του δούλου τού Τουβάτις αναφέρονται τα εξής:

«Μπορεί (:Μακάρι) το σκυλί της Χασάμι (Hasami) της θεάς της Κουμπάμπα, να πηγαίνει μετά από αυτόν, και να φάει τους συγγενείς του…και το ίδιο το πρόσωπό του».

Ο Γιαρίρις ήταν βασιλιάς του κρατιδίου  Κάρκεμις, περίπου το 810, ενώ ο Τουβάτις βασίλευε στην Ταμπάλ περίπου το 760 π.Χ. Δεν προσδιορίζεται ποιος ήταν ο Νικαράβας, που παρουσιάζεται ως ο κάτοχος των σκυλιών στην επιγραφή του Γιαρίρις. Ίσως να ήταν θεότητα που θεωρούνταν κύριός τους. Και στα δύο κείμενα πάντως ο συντάκτης τους εκφράζει την ευχή τα σκυλιά να κατασπαράξουν κάποιον αντίπαλό τους. Μάλιστα εκφράζεται ο πόθος να φάνε το κεφάλι του, ώστε να μη μπορεί κανένας να το αναγνωρίσει. Φαίνεται ότι η μανία και το  μίσος εναντίον των εχθρών τους ήταν τόσο μεγάλο, που ζητάνε ένα πολύ οδυνηρό τέλος γι’ αυτούς.
Όπως φαίνεται και από το παλαιοδιαθηκικό κείμενο η ίδια κατάρα εξαπολύονταν εναντίον των πλέον μισητών εχθρών, και στον Ισραήλ. Στην προκειμένη περίπτωση που αναφέρθηκε, η Ιεζάβελ παρουσιάζεται στο δευτερονομιστικό κείμενο να είναι η βασικότερη αντίπαλος της Γιαχβικής θρησκείας. Όπως τονίζεται ήταν η αιτία για να κτιστεί ναός του Βάαλ  στη Σαμάρεια και ξύλινη στήλη, προκαλώντας έτσι τη ζηλοτυπία του Κυρίου[6].
Οι δύο Νέο-Χεττιτικές επιγραφές βοηθούν λοιπόν να γίνει περισσότερο κατανοητή η τιμωρία που περίμενε τους αντίπαλους της Γιαχβικής θρησκείας. Αφού είχαν παραβεί τις αρχές της, και είχαν ακολουθήσει τη Βααλική λατρεία η ποινή τους θα ήταν πολύ σκληρή. Την ίδια ακριβώς επιθυμούσαν για τους εχθρούς τους και οι βόρειοι γείτονες του Ισραήλ. Επομένως στον πολιτιστικό περίγυρο της Παλαιάς Διαθήκης, στον οποίο περιλαμβάνονταν και τα Νεο-Χεττιτικά βασίλεια, το φρικτό τέλος από έναν άγριο σκύλο[7] ήταν ο κολασμός που αναμένονταν για τα μισητά πρόσωπα.




[1] Α΄Βασ.21,1-16
[2] Α΄Βασ. 21,17-28
[3] Η τιμωρία του Αχαάβ ήταν να μη γεννήσει αρσενικό παιδί, ώστε να διαιωνίσει τον οίκο του.
[4] Β΄ Βασ. 9,36
[5] Το περιεχόμενο των δύο επιγραφών δημοσιεύεται στο Kitchen K.A. The Hieroglyphic Inscriptions of the Neo-Hittite States (c.1200-700 BC)…σ. 132
[6] Γ΄Βασ. 16,32-33
[7] Στην επιγραφή του Γιαρίρις παρουσιάζεται ένας απειλητικός σκύλος, που είναι έτοιμος να κάνει κομμάτια τον εχθρό του συντάκτη της.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

"Ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα"



Μία "κομιξοποιημένη" -αν επιτρέπεται ο καινοφανής όρος- παρουσίαση της σχετικής ενότητας της Γ΄ Γυμνασίου, που ελπίζω να βοηθήσει στη επικαιροποίηση της διδασκαλία της,. και να τραβήξει το ενδιαφέρον.



Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ


Νίκος Παύλου

ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ




«Πες μου λοιπόν μπαμπά, ποια είναι η χρησιμότητα της ιστορίας;». Με αυτή την ερώτηση, που έθεσε ένα νεαρό αγόρι στον ιστορικό πατέρα του αρχίζει ο Mark Bloch, ένα από τα πλέον σημαντικά θεωρητικά έργα για τις ιστορικές σπουδές το «Απολογία για την Ιστορία» (Ο υπότιτλος του οποίου είναι και η επικεφαλίδα αυτού του άρθρου).
Ο Mark Bloch, ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς του 20ου αι. κατέδειξε, και με το έργο του και με την πατριωτική του δράση (έλαβε μέρος στη γαλλική αντίσταση εναντίον των Ναζί, και τουφεκίστηκε μαζί με άλλους Γάλλους πατριώτες στις 16 Ιουνίου του 1944), πως καθήκον του ερευνητή δεν είναι να ζει ξεκομμένος από τα προβλήματα των συγχρόνων του, αλλά θα πρέπει να συμμερίζεται τις αγωνίες της εποχής του και να συμβάλλει στην επίλυσή τους.
Θέτοντας το ερώτημα για τη χρησιμότητα της ιστορίας ουσιαστικά βάζει και τον προβληματισμό για το πώς και το γιατί του ιστορικού επαγγέλματος. Τι είναι δηλαδή εκείνο που κάνει το επάγγελμα του ιστορικού άξιο λόγου.
Σε τελικά ανάλυση το ζήτημα είναι τι ακριβώς κάνει ένας ιστορικός. Ερμηνεύει κείμενα, όπως θα έκανε ένας φιλόλογος, ερμηνεύει ευρήματα, όπως ένας αρχαιολόγος ή καταγράφει γεγονότα του παρελθόντος, όπως ενδεχομένως πιστεύουν πολλοί ότι πρέπει να είναι το κύριο έργο του;
Σίγουρα η απάντηση δεν είναι εύκολη. Εντούτοις, μία ενδιαφέρουσα πρόταση κάνει ο Henri Gouhier που συγκρίνει τη δουλειά του ιστορικού με τη δουλειά που κάνει ο σκηνοθέτης, που δίνει ζωή στο σενάριο. Ο ιστορικός λοιπόν πρέπει να μεταδώσει τη φλόγα, «να ανασυστήσει την ίδια τη ζωή». Με αυτή την έννοια είναι δημιουργός και όχι ένας απλός καταγραφέας. Η συμβολή του δηλαδή είναι να πλάσει, να συμβάλλει στην κατανόηση του παρελθόντος και να το τοποθετήσει στη σωστή διάσταση, προσπαθώντας κυρίως να μην το ιδεολογικοποιήσει.
Το ζήτημα βέβαια αφορά τις δυσκολίες του επαγγέλματος. Με γλαφυρό τρόπο τις καταγράφει ο Mark Βloch στο έργο που αναφέρθηκε παραπάνω. Όπως παρατηρεί «εμείς οι φτωχοί μύστες των ανθρωπιστικών επιστημών γινόμαστε συχνά επίκεντρο σαρκαστικών παρατηρήσεων αλλά, μέσα από την αυστηρή υποταγή μας σε μιαν άτεγκτη μοίρα, δεν είμαστε σε πολύ χειρότερη κατάσταση από πολλούς από τους συναδέλφους μας των παλαιότερων και ασφαλέστερων επιστημών. Αυτή είναι η κοινή μοίρα κάθε μελέτης που επιζητεί την εξέταση παρελθόντων φαινομένων. Ο ιστορικός της προϊστορίας που στερείται γραπτών ντοκουμέντων δεν είναι λιγότερο ικανός να ανασυνθέσει τις τελετουργίες της Λίθινης Εποχής απ’ ότι είναι σε θέση –υποθέτω- ο παλαιοντολόγος να ανασυνθέσει τους ενδοκρινείς αδένες του πλησιόσαυρου από τον οποίο διασώζεται μόνο ο σκελετός» (σ. 84).
Εντούτοις το σίγουρο είναι πως η προσέγγιση του παρελθόντος, με τη ματιά του ιστορικού αποτελεί ιδιαιτερότητα που δε μπορεί να αντικατασταθεί από την ερμηνεία που θα δώσει σε αυτό ο φιλόλογος, ο παιδαγωγός, ο ψυχολόγος, ο θεολόγος κοκ. Πρέπει όμως να τονιστεί πως η ιστορία, ως ιδιαίτερα δημοφιλής επιστήμη που είναι, πολλές φορές αποτελεί αντικείμενο ενασχόλησης και από εκπροσώπους άλλων επιστημών-και όχι μόνο- που προσθέτουν την προσωπική τους πινελιά. Ταυτόχρονα, όπως είναι γνωστό, ιστορικό λόγο θέλουν –και κάποιες φορές απαιτούν- να έχουν ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, ιδεολογικές-πολιτικές ομάδες, φουνταμενταλιστικά κινήματα κοκ.
Σε αυτή την περίπτωση όμως ο ιστορικός λόγος αντικαθίσταται από τη δημόσια ιστορία. Οπότε την εικόνα για το παρελθόν δεν τη διαμορφώνουν οι ειδικοί, όπως θα έπρεπε. Αντίθετα η ιστορία γίνεται μέσον που εξυπηρετεί σκοπιμότητες και προσωπικές εκτιμήσεις, που σε καμία περίπτωση δε συμβάλλουν στην ορθή ερμηνεία της πραγματικότητας και των παραμέτρων της.
Κλείνω αυτό το σύντομο άρθρο παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ενός άλλου μεγάλου ιστορικού, του Ζωρζ Ντυμπύ (από το βιβλίο του «Η Ιστορία συνεχίζεται») στο οποίο μιλάει για τον συνθετικό τρόπο εργασίας του. Όπως γράφει «Αυτό που έψαχνα όταν γυρνούσα μέσα στους αγρούς και τα δάση ήταν μια καλή, μια συγκεκριμένη επαφή με τα πράγματα για να μπορέσω να αισθανθώ ασφαλής. Αυτό το μισολιωμένο πανί, γεμάτο τρύπες, που το μαντάριζα κλωστή -κλωστή μου ήταν απαραίτητο να το τοποθετήσω πάνω σε μια στέρεη βάση. Έπρεπε να το ακουμπήσω πάνω σε αυτό το άλλο τεκμήριο που είναι εξίσου πλούσιο- ενός άλλου πλούτου είναι η αλήθεια, αλλά χωρίς κενά, εκτεθειμένο στο φως και ζωντανό, όπως είναι το ιστορικό τοπίο».