Μοιάζαμε με σιτεμένα λυκόπουλα σε πενθήμερη εκδρομή της έκτης Γυμνασίου αρρένων, όταν αποβιβαστήκαμε στη Δάφνη. Είμασταν οκτώ (!) και θα ακολουθούσαμε μια πορεία, άλλοτε κοινή κι άλλοτε παράλληλη σε δύο μικρότερες ομάδες. Καθώς περιμέναμε το μικρό λεωφορείο για τις Καρυές, οι πολυάριθμες γάτες εκλιπαρούσαν για τη νηστήσιμη κολοκυθόπιτα, αφού κρέας δεν θα είχαν δοκιμάσει παρά μόνον ψάρια. Ο γρουσούζης της γατοπαρέας με βλέμμα κακορίζικο, ήταν ενοχλητικός στους προσκυνητές, τραβούσε τα μπατζάκια τους απαιτητικά και τρομοκρατούσε τις άλλες γάτες για να μην φάνε, προκαλώντας τα σχόλιά μας. Στο τρίτο πέρασμά μας από το λιμάνι, δύο μέρες μετά, βρήκε το μάστορή του σε έναν άγριο καυγά με ένα άλλο αρσενικό.
Φτάσαμε στις Καρυές. Ξεκινήσαμε από το Πρωτάτο για να δώσουμε τα διαπιστευτήριά μας στην Παναγία «Άξιον εστί», που δεν ήταν στο Ιερό Βήμα, ως συνήθως, αλλά στον κυρίως ναό. Μετά, οι μισοί κατηφορίσαμε προς την Παναγούδα, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν στις Καρυές. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ο γέροντας Γαβριήλ δεν είχε κόσμο και πήραμε την ευλογία του. Πέρα από το ζηλωτισμό του, νομίζω πως καταφέρνει να κρυφτεί από τους μη υποψιασμένους σαν ένα καλοκάγαθο γεροντάκι, που είναι λίγο γραφικό. Κι όμως διάβασε μια κρυφή σκέψη μου και απάντησε με κάποια ατάκα χωρίς να καταλάβει κανείς άλλος. Οι δύο της παρέας πρόλαβαν και προσκύνησαν στην Παναγούδα, αφού οι υπόλοιποι δύο καθυστερήσαμε στο κελί του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Ανεβαίνοντας στον καυτό μεσημεριανό ήλιο, ξεπέρασα τις αντοχές μου φτάνοντας λαχανιασμένος και κάθιδρος αλλά ανάλαφρος ψυχικά.
Ξεδιψάσαμε όλοι κάτω από την κληματαριά στη Σκήτη του Προφήτη Ηλία πίνοντας το δροσερό νερό και ακούγοντας τον χαρισματικό στην επικοινωνία γέροντα Φιλήμονα, το δικαίο της Σκήτης. Κατόπιν οι τέσσερις κατηφόρισαν για τη Μονή Παντοκράτορος και τους ξανασυναντήσαμε την άλλη μέρα. Στον εσπερινό και την πρωινή ακολουθία μοιάζαμε σαν μια οικογένεια στο παρεκκλήσι, αφού το τεραστίων διαστάσεων καθολικό είναι πολύ μεγαλύτερο κι απ` τον Άγιο Αχίλλειο στη Λάρισα. Ο ρωσικός διάκοσμος, ως πρώην ρωσική Σκήτη, δίνει μια ψυχρή ατμόσφαιρα, που αντισταθμίζεται από τη ζεστή παρουσία των μοναχών. Πήρα τη θέση του αναγνώστη στο «Πιστεύω» και στο «Πάτερ ημών». Μετά τη λειτουργία βαδίσαμε τον αμαξιτό χωματόδρομο, όπου μας περιμάζεψε όλους το λεωφορείο, τους τρεις από μας για λίγα μόνο μέτρα μέχρι την Καψάλα.
Ο γέροντας Ευθύμιος είχε ήδη βγει. Αντίκρυσα το βλέμμα του μόλις ένα μήνα μετά την πρώτη συνάντηση. Πήραμε την ευχή του και του μίλησα για λίγο. Η επίδρασή του πάνω μου ήταν καταλυτική και πάλι. Έφερνα στο νου μου τη σκηνή της συνάντησης ανεβαίνοντας το μονοπάτι προς τις Καρυές. Φτάσαμε σε είκοσι λεπτά, χαιρετίσαμε όσους θα έφευγαν για τη Δάφνη και τη Σιμωνόπετρα και ανηφορίσαμε για τη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα. Καταλήξαμε στη Μονή Κουτλουμουσίου και τακτοποιηθήκαμε.
Στο Κουτλουμούσι υπήρχαν αρκετοί υπερήλικες γέροντες, που, αν δεν είχες την ευκαιρία να μιλήσεις μαζί τους, φαίνονταν απόμακροι. Η μόνη γνωριμία ήταν με αγιοταφίτη μοναχό, που, πριν φύγουμε την επομένη, μας κέρασε καφέ και μας μίλησε για τις εμπειρίες του στους Αγίους Τόπους. Μας προέτρεψε να τους επισκεφτούμε με προσκυνηματική εκδρομή καθώς οργάνωνε κι ο ίδιος. Το δειλινό μας βρήκε στις Καρυές με βάδισμα, συζήτηση, φωτογράφηση, με διάλειμμα από τους γρήγορους ρυθμούς.
Η Σιμωνόπετρα είναι όνειρο πολλών για διαφορετικούς λόγους και η Παναγία μαζί με τους κτήτορες του μοναστηριού μας ικανοποίησε όλους. Ο πλέον βιβλιόφιλος της παρέας ξεναγήθηκε στη βιβλιοθήκη της Μονής μαζί με τους άλλους δύο φιλαναγνώστες φιλολόγους, ο ψάλτης βρήκε το αντικείμενό του, όσο για μένα, το λάτρη της μουσικής, μου χάρισε ένα πρωινό με τη χορωδία πλήρη. Ήμουν στις τέσσερις και είκοσι στο καθολικό και στις επτά και μισή είχε τελειώσει η λειτουργία. Το κελάϊδισμα των πουλιών έξω από το ναό γινόταν ένα με τα αηδόνια στο ψαλτήρι, το φως της αυγής ένα με το φωτισμό των καντηλιών. Μαζί με το θυμίαμα ανέβαιναν ψηλά, μαζί και οι ψαλμωδίες όλων των αγιορειτών του Όρους έφταναν στον ουρανό. Ο νεότερος της παρέας δήλωσε: «Πρώτη φορά στην εκκλησία σκέφτηκα πως δεν θέλω να τελειώσει». Οι τρεις ώρες έμοιαζαν με ένα λεπτό. Τόσο λίγο. Το λείψανο της ισαποστόλου έκαψε το στόμα μου, όπως είχε συμβεί παλιότερα. Στο πιο εντυπωσιακό κτήριο που ορθώνεται στο Άγιον Όρος και τα μπαλκόνια του κρέμονται σαν αετοφωλιά φοβίζοντας τον κόσμο, η κορυφή του βράχου, που πάνω του κάθεται το μοναστήρι, φτάνει ως το άστρο της Βηθλεέμ, στο δάπεδο του κυρίως ναού, στην ταράτσα του έβδομου ορόφου. Αρχιτεκτονικό θαύμα!
Στο Δοχειάριο η ζέστη, οι κοιτώνες που θύμιζαν στρατιωτικό θάλαμο και η έλλειψη ντουζιέρας θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν τη γκρίνια. Η υπόλοιπη ομάδα είχε επισκεφθεί τη Μονή Ξηροποτάμου και την Ξενοφώντος με πολύ καλύτερες συνθήκες διαμονής, όμως η Παναγία φρόντισε και για μας.
Ο ήλιος είχε πέσει και η πομπή των μοναχών και των λαϊκών μαζί με τα λείψανα των νεομαρτύρων που θησαυρίζονται στη Μονή, προχωρούσε κατά μήκος της παραλίας ψάλλοντας. Το εκκλησάκι απείχε ενάμισι χιλιόμετρο και η ατμόσφαιρα ήταν κατανυκτική. Εκτιμώντας τις δυνάμεις μας και τον ελαφρύ ρουχισμό γυρίσαμε πίσω για ύπνο ως τις τρεις. Βαδίζοντας σε βαθύ σκοτάδι γυρίσαμε πίσω από τις τρεισήμισι ως τις έξι. Αρτοκλασία, κόλλυβα, γλυκό, λικέρ. Δε μπορεί να μεταδώσει κάποιος σε όσους δεν έχουν επισκεφθεί το Άγιον Όρος την εικόνα αυτή. Ακουγόταν η σελίδα στο αναλόγιο να γυρίζει από την ησυχία, υπήρχε μόνο φυσικό φως, οι ψάλτες δεν συναγωνίζονταν στα ξεφωνητά, όλοι σχεδόν κοινώνησαν. Ο εκκλησιασμός στην πόλη μοιάζει με τροφή ταχυφαγείου συγκρινόμενη με βιολογικά τρόφιμα μαγειρεμένα από μεγάλους μάγειρες.
«… καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα,ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Προς Ρωμαίους 5, 3 - 5).
Ήταν λίγο πριν τις έξι και είχε ξημερώσει. Η θαλασσινή αύρα με δρόσιζε και οι πευκοβελόνες μου χάιδευαν το πρόσωπο. Η αγρυπνία είχε φτάσει στη θεία λειτουργία, στον Απόστολο, οι πατέρες κι εμείς είμασταν καθισμένοι στα πεζούλια του περίβολου από το εκκλησάκι και το θέμα της περικοπής ήταν παραπλήσιο με το ανάγνωσμα στην απογευματινή τράπεζα της Μονής. Όταν η θλίψη βιώνεται ως προσωπική, ή ομαδική εμπειρία, τότε συχνά συντελείται μια ακραία ταπείνωση, που ελκύει τη θεία χάρη. Η συντριβή μπορεί να ανοίξει την πόρτα για τη Βασιλεία αντί για την απελπισία και τα αδιέξοδα της υλιστικής πραγματικότητας. Η ελπίδα φαίνεται σαν ένα άπιαστο όνειρο, είναι όμως δόσιμο αυτού του απόλυτου έρωτα με το Θεό, δώρο του Αγίου Πνεύματος. Τότε η πίστη γίνεται τα φτερά αυτού του έρωτα για να πετάξεις και δεν σε ντροπιάζει.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με μας; Τι ξέρουμε από έρωτα; Έγινε διεστραμμένη ερωτική ικανοποίηση. «Γιατί οι μοναχοί καταπιέζουν τις ορμές τους; Ελεύθερος έρωτας για όλους. Άγιο Πνεύμα; Με αέρα κοπανιστό θα ασχολούμαστε τώρα; Βασιλεία; Τι είναι αυτό; Δεν μας ενδιαφέρουν οι εστεμμένοι». Κι αν πεις πως «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», τότε θα σου πουν «μα δεν υπάρχει άλλος κόσμος. Όλα εδώ τελειώνουν. Παραμύθι είναι για να κοιμίζουν τον κόσμο και να μην επαναστατεί». Είμαστε σεχταριστές αλλά τα μόνα κοινόβια που γνωρίζουμε είναι οι κολεκτίβες. Ποιος ηγούμενος; Ποια υπακοή; Όλοι ίσοι είμαστε. Κι από την άλλη μεριά η υποκριτική τυπολατρία του πλούτου. Η απενεχοποίηση της προσκύνησης του Μαμωνά κατεβάζοντας το φερετζέ της πίστης. Στην πραγματικότητα δεν θέλουμε το Θεό, ούτε παιδιά θέλουμε, γιατί δε μπορούμε να θυσιαστούμε για να τα μεγαλώσουμε. Ίσως να αντέχουμε κανένα σκυλί να μας ακούει πιστά και να το δώσουμε μόλις το βαρεθούμε, μέχρι εκεί μπορούμε.
Η ανάβαση είναι νόμισμα με δύο όψεις. Το δαιμόνιο της υπερηφανείας προκαλεί βαρύγδουπη πτώση. Όταν όμως διεισδύει στον πνευματικό αγώνα, μπορεί να κάψει τα φτερά της ελπίδας, όπως του Ίκαρου, αν η οίηση προκληθεί από πρόσκαιρη πνευματική ικανοποίηση. Ο μοναχός αντιλαμβάνεται πως οι επιτυχίες του οφείλονται στο Θεό και όχι στον ίδιο και γι` αυτό ελεεινολογεί τον εαυτό του.
Αποχαιρετίσαμε τον Άθωνα με το ταχύπλοο να ξεμακραίνει, ημέρα βουλευτικών εκλογών, όπου οι μισοί θα επέλεγαν για όλους. Ο λαός και η ηγεσία που θα εξέλεγε, από τις πολλές άθεες επιλογές που είχε διαθέσιμες, ετοιμάζονται για την πτώση από τα μπαλκόνια της Σιμωνόπετρας, χωρίς όμως την προστασία του οσίου Σίμωνα. Ο πνευματικός νόμος που επιλέγουμε για να μας διαπαιδαγωγήσει ο Θεός, χρειάζεται και πνευματική όραση. «Ἡμάρτομεν γὰρ καὶ ἠνομήσαμεν, καὶ οὔκ ἐσμεν ἄξιοι ᾆραι τὰ ὄμματα ἡμῶν, διότι κατελίπομεν τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης σου, καὶ ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν» (Ευχή Μ. Βασιλείου, Θ΄ ώρα).