ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

N. T. Wright, Απόστολος Παύλος: Η Ζωή και το Έργο του, (μτφρ. Σ. Δεσπότης-Ι. Γρηγοράκη), εκδόσεις Ουρανός, Αθήνα 2019



"Σε αυτή την ολοκληρωμένη βιογραφία του απόστολου Παύλου, ο μελετητής της Αγίας Γραφής και ευπώλητος συγγραφέας Ν. Τ. Ράιτ προβάλλει τον ανθρωπισμό και τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα του διανοούμενου αυτού που εφηύρε τη χριστιανική θεολογία – μεταμορφώνοντας μια πίστη και αλλάζοντας τον κόσμο.
Επί αιώνες ο Παύλος, ο απόστολος που «είδε το φως στον Δρόμο για τη Δαμασκό», και μετατράπηκε από φανατισμένο Φαρισαίο διώκτη σε αφοσιωμένο ακόλουθο του Χριστού, υπήρξε ένας από τους περισσότερο συχνά μνημονευόμενους αγίους της Εκκλησίας. Παρόλο που η επιρροή του στον χριστιανισμό είναι βαθιά, ο Ράιτ ισχυρίζεται ότι οι μελετητές της Αγίας Γραφής και οι πνευματικοί ποιμένες επικεντρώθηκαν κυρίως στις επιστολές και στη θεολογία του, παραβλέποντας έτσι την ουσία της ζωής του ανθρώπου και του απίθανου έργου του.
Για τον Ράιτ, «το πρόβλημα είναι ότι ο Παύλος έχει ρόλο-κλειδί στην κατανόηση του πρώιμου χριστιανισμού, παρόλο που ήταν Ιουδαίος. Για πολλές γενιές πολλοί χριστιανοί δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν μ’ αυτό». Η γνώση μας για τον Παύλο και η εκτίμηση της κληρονομιάς του δεν μπορούν να είναι πλήρεις χωρίς την κατανόηση της ιουδαϊκής καταγωγής του. Αναλύοντας όλο το δράμα της ανθρώπινης και πνευματικής διάστασης του Παύλου, ο Ράιτ εμβαθύνει στα γραπτά του απόστολου, στις σκέψεις και στις ιδέες του, και μας βοηθά να τις δούμε με έναν νέο, καινοτόμο τρόπο".


Διαβάστε εδώ απόσπασμα του βιβλίου, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα περιεχόμενα.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Το Πάθος και η Ανάσταση στα Απόκρυφα Ευαγγέλια Α΄ Μέρος




Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης ονομάζονται κείμενα που έχουν ίδια θεματολογία με τα βιβλία του δεύτερου μέρους της Βίβλου και έχουν γραφεί από το 2ο αι. μΧ και εξής. Οι συγγραφείς τους είναι άγνωστοι, υπογράφουν, όμως, κυρίως με ονόματα μαθητών του Ιησού για να δώσουν κύρος στα γραπτά τους. Περιέχουν αυτά που θεωρούν περιστατικά της ζωής του, διδασκαλίες του καθώς και καταγραφές από τη δράση των αποστόλων.
Τα Απόκρυφα δεν  περιλαμβάνονται  στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Μάλιστα ο Μέγας Αθανάσιος, στην 39η Εορταστική Επιστολή του παρουσιάζει τα βιβλία που αποτελούν την Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) γιατί, όπως τονίζει, πολλοί μπορεί να απατηθούν από την πονηριά μερικών ανθρώπων και αρχίσουν να διαβάζουν τα λεγόμενα απόκρυφα.
Ας μη θεωρηθεί όμως ότι οι συγγραφείς τους στόχευαν πάντα στη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Πολλά απόκρυφα κείμενα σε γενικές γραμμές δεν διέφεραν από τις καινοδιαθηκικές αφηγήσεις. Θεωρούνταν ότι συμπλήρωναν τα ευαγγελικά κείμενα και παρουσίαζαν πτυχές του βίου του Ιησού και  άλλων ιερών προσώπων, που δεν αναφέρονταν στη γραμματεία της Καινής Διαθήκης. Άλλωστε ένας μεγάλος αριθμός τους βρέθηκε στην Αίγυπτο,  σε τάφους μοναχών, αφού τα θεωρούσαν έργα πίστης, και είχαν την  επιθυμία να ταφούν με τα αγαπημένα τους βιβλία. Ενώ οι πληροφορίες που δίνονται σε αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως αφετηρία για τη θέσπιση γιορτών και στην εικονογραφία  ή για να αποσαφηνιστούν λεπτομέρειες που δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια και στα άλλα ιερά κείμενα, όπως για παράδειγμα τα ονόματα των τριών μάγων ή των δύο ληστών που σταυρώθηκαν μαζί με τον Κύριο, όπως θα τονιστεί στη συνέχεια.
***
To Πάθος και η Ανάσταση του Ιησού σίγουρα  θα τραβούσαν την προσοχή των συγγραφέων των Απόκρυφων κειμένων. Βέβαια οι καταγραφές τους γίνονταν ανάλογα με την οπτική γωνία που έβλεπαν τα γεγονότα και τις προφορικές ή γραπτές παραδόσεις που είχαν υπόψη τους. Το γενικό πλαίσιο δε διέφερε αισθητά από τα αντίστοιχα κείμενα των κανονικών Ευαγγελίων, οπότε η ειδοποιός διαφορά επικεντρώνεται σε λεπτομέρειες που περιέχουν και δίνουν το ιδεολογικό τους στίγμα, αλλά και στο κοινό στο οποίο απευθύνονταν.
Για να κατανοηθούν οι αφηγήσεις των Απόκρυφων Ευαγγελίων για το Πάθος και την Ανάσταση θα πρέπει αρχικά να παρουσιαστεί σε γενικές γραμμές ο σχετικός λόγος των Ευαγγελίων, ώστε να σχηματιστεί πλήρης εικόνα.
Στο αρχαιότερο Ευαγγέλιο, που είναι το κατά Μάρκον, τα γεγονότα του Πάθους και της Ανάστασης ακολουθούν αυστηρή χρονολογική σειρά. Από το κεφ. 14 αρχίζει να γίνεται λόγος για τη συνομωσία  που κάνουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, επειδή θέλουν να θανατώσουν τον Ιησού και για την απόφαση του Ιούδα του Ισκαριώτη να τον προδώσει.
Ακολουθεί ο Μυστικός Δείπνος, η πρόρρηση της άρνησης του Πέτρου, η προσευχή του Ιησού στη Γεθσημανή και η σύλληψή του, η δίκη στο Μεγάλο Συνέδριο, η άρνηση του Πέτρου, η δίκη από τον Πιλάτο, οι εμπαιγμοί και τέλος η σταύρωση και η ταφή του Ιησού. Αποκορύφωμα είναι η ανάσταση του, που πιστοποιείται από το νεαρό με τη λευκή στολή που βρίσκουν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου, μέσα στο κενό μνήμα και τις εμφανίσεις του στους μαθητές.
Οι ερευνητές έχουν κατατάξει τα Απόκρυφα Ευαγγέλια που αναφέρονται στο ίδιο θέμα σε μία ειδική κατηγορία, τα «Ευαγγέλια Πάθους, Καθόδου στον Άδη και Ανάστασης του Χριστού». Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το Ευαγγέλιο Πέτρου, Ευαγγέλιο Νικοδήμου, Πράξεις Πιλάτου, Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου, Αφήγημα Ιωσήφ από Αριμαθαίας και Επιστολή των Αποστόλων.
Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν ενδεικτικά το Ευαγγέλιο Πέτρου, το Αφήγημα Ιωσήφ από Αριμαθαίας και το Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου, που θα βοηθήσουν στην κατανόηση του σχετικού περιεχομένου των Απόκρυφων Ευαγγελίων.
Η εύρεση του απόκρυφου κειμένου που ονομάστηκε ευαγγέλιο του Πέτρου είναι πράγματι συναρπαστική. Βρέθηκε το χειμώνα του 1886 στην Akhmim της Αιγύπτου στον τάφο ενός μοναχού, μαζί με άλλα δύο κείμενα. Μεταξύ των ερευνητών υπήρξαν πολλές αντιτιθέμενες απόψεις γι’ αυτό, και έτσι οι σχετικές εργασίες που είδαν το φως της δημοσιότητας για την ερμηνεία του, είναι πολλές.
Είναι πιθανό να γράφτηκε  στο πρώτο μισό του δεύτερου αι. μ. Χ. στη Μικρά Ασία, ενώ ο συγγραφέας του φαίνεται να γνώριζε καλά τα κανονικά ευαγγέλια.
Στην αρχή της διήγησης παρουσιάζεται η διαπίστωση  ότι κανένας Ιουδαίος αξιωματούχος δεν ένιψε τα χέρια του, όπως ο Πιλάτος. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία καταλαβαίνει ότι πρόκειται να σταυρώσουν τον Κύριο, και ζητάει το σώμα του για να το ενταφιάσει. Στη συνέχεια περιγράφεται το Πάθος. Φορούν τον κόκκινο μανδύα στον Ιησού και τον βάζουν να καθίσει σε θρόνο, ενώ τον πειράζουν λέγοντάς του να κρίνει το λαό. Τον χτυπούν, τον φτύνουν,  τον μαστιγώνουν λέγοντας: « Ταύτη τη τιμη τιμήσωμεν τον υιόν του Θεού»
Σταυρώνουν μαζί του δύο κακούργους και πάνω στο σταυρό τοποθετούν την επιγραφή «ούτος έστιν ο βασιλεύς του Ισραήλ». Ο Ιησούς δεν αισθάνονταν κανένα πόνο. Το μεσημέρι της Σταύρωσης έπεσε σκοτάδι σε όλη την Ιουδαία. Αγωνιούσαν τότε οι παρευρισκόμενοι για να μη δύσει ο ήλιος. Δίνουν στο Ιησού να πιει χολή και ξύδι ενώ  αρκετοί άνθρωποι κυκλοφορούσαν με λυχνάρια σαν να ήταν νύχτα. Ο Κύριος τότε κραύγασε «Η δύναμίς μου, η δύναμις, κατέλειψάς με».
Αφαιρούν τότε τα καρφιά από τα χέρια του και τον βάζουν στη γη, που σείστηκε και όλοι φοβήθηκαν. Βγήκε κατόπιν ο ήλιος, οι Ιουδαίοι χάρηκαν, ενώ οι στρατιώτες έδωσαν το σώμα του Χριστού στον Ιωσήφ.
Ο λαός τότε αναλογίστηκε το κακό που έκανε και άρχισε να θρηνεί. Μόλις το είδαν αυτό τα μέλη του Συνεδρίου ζήτησαν από τον Πιλάτο στρατό για φρουρά του τάφου και τον σφραγίζουν με εφτά σφραγίσματα.
Πολλοί πήγαν να δουν τον τάφο. Καθώς ξημέρωνε η Κυριακή ακούστηκε δυνατή φωνή από τον ουρανό, που άνοιξε, και δύο άντρες κατέβηκαν και άνοιξαν το μνημείο. Βγήκαν από αυτό με το Χριστό, ενώ τους ακολουθούσε ένας σταυρός. Ακούγονταν φωνή από τον ουρανό που έλεγε «Κήρυξα στους νεκρούς».
Η Μαρία η Μαγδαληνή με άλλες γυναίκες ήρθαν στον τάφο. Τον είδαν ανοιχτό και ένας νέος  τους πληροφόρησε για την Ανάσταση.
Η διήγηση τελειώνει βρίσκοντας τους μαθητές στην Ιερουσαλήμ να κλαίνε και να είναι θλιμμένοι, ενώ ο Πέτρος γύρισε στη λίμνη της Γαλιλαίας μαζί με το Λευί του Αλφαίου.
Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης του απόκρυφου ευαγγελίου του Πέτρου, πρόκειται για κείμενο που δανείζεται πολλά στοιχεία από τα κανονικά ευαγγέλια και τα χρησιμοποιεί με τον τρόπο που θέλει ο συγγραφέας του, ο οποίος δείχνει να επανερμηνεύει τα γεγονότα του Πάθους. Χαρακτηριστικό του στοιχείο είναι τα πολλά λαϊκά στοιχεία που υπάρχουν στο κείμενο, γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση πως θα ήταν αρκετά δημοφιλές ανάγνωσμα και θα κυκλοφορούσε ευρέως.
Οι μαθητές δε φαίνεται να έχουν σημαντικό ρόλο. Κρύβονταν, γιατί καταζητούνταν από τις αρχές που πίστευαν ότι ήθελαν να βάλουν φωτιά στο Ναό. Στο τέλος ο συγγραφέας βάζει τον Πέτρο και τον αδελφό του Ανδρέα να πηγαίνουν να ρίξουν τα δίχτυα τους στη λίμνη μαζί με το Λευί, το γιο του Αλφαίου.
Η «Υφήγησις Ιωσήφ», το αφήγημα του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, επικεντρώνεται στην προδοσία του Ιούδα και στο ρόλο των δύο ληστών, που δίνονται και τα ονόματά τους Γέστας και Δημάς. Ο πρώτος ήταν μεγάλος κακούργος,  ενώ ο δεύτερος παρουσιάζεται να παίρνει χρήματα από τους πλούσιους και να τα δίνει στους φτωχούς. Έκλεβε τα βιβλία του νόμου και είχε γυμνώσει τη θυγατέρα του Καϊάφα που ήταν ιέρεια.
Ο Ιούδας κάνει μηχανορραφίες για να παραδώσει τον Ιησού. Του δίνουν τριάντα χρυσά (!) αργύρια και συμφωνούν να προδώσει τον Κύριο με φίλημα και να έχει μαζί του στρατιώτες με μαχαίρια και ξύλα. Έτσι γίνεται, και οδηγούν τον Ιησού στον Καϊάφα και τα άλλα μέλη του Συνεδρίου, από το οποίο απείχαν ο  Νικόδημος και ο Ιωσήφ. Ο Ρωμαίος επίτροπος Πιλάτος σταυρώνει τον Ιησού ανάμεσα στους δύο ληστές.
Πάνω στο σταυρό ο Δημάς, μετά την ειλικρινή μεταμέλειά του,  παίρνει την υπόσχεση ότι θα είναι με τον Ιησού  στον παράδεισο.
Ο Ιωσήφ από την Αριμαθέα κλείνεται στη φυλακή, γιατί ζητάει το σώμα του Ιησού για να το θάψει. Του παρουσιάζεται ο Ιησούς μαζί με το ληστή που μετανόησε, γκρεμίζεται η φυλακή, ελευθερώνεται και φεύγουν όλοι μαζί  για τη Γαλιλαία. Στο δρόμο έλαμψε μέγα φως και απλώθηκε ευωδία. Ο Ιησούς δεν ήταν όπως προηγουμένως, αλλά γεμάτος φως. Τέλος, παρουσιάζεται ο Ιωάννης και ο ληστής σαν βασιλιάς με μεγάλη δύναμη έχοντας το Σταυρό.


Συνεχίζεται