Η Παναγία «Άξιον εστί», που είναι τοποθετημένη στο Ιερό Βήμα του Πρωτάτου, πίσω από την Αγία Τράπεζα, σε υπερυψωμένο χτιστό περβάζι με σκαλοπάτι, αυτή τη φορά έλειπε. Αντίγραφό της υπήρχε στα αριστερά του κυρίως ναού. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε επαναληφθεί η σκηνή της προσκύνησης και της θερμής παράκλησης αλλά καμιά στο ξέσπασμα ενός ανθρωποκτόνου πολέμου, που όμοιό του δεν έχει καταγράψει η ανθρώπινη ιστορία ως τώρα. Ζητήσαμε λαδάκι από την καντήλα της, αφήσαμε ονόματα υπέρ υγείας και αναπαύσεως, ασπάστηκα κι άλλες εικόνες και βγήκα έξω. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν δέκα παρά τέταρτο.
Στο Γραφείο Προσκυνητών τα χαράματα υπήρχε λίγος κόσμος. Είχαμε επιβιβαστεί λίγο μετά τις έξι στο ferry boat, την «παντόφλα», όπως το ονομάζουν από το σχήμα του, για ένα προσκύνημα βαδίζοντας επί «ξυρού ακμής», ανάμεσα στην απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος και τη δημιουργία του παγκόσμιου ψηφιακού στρατοπέδου συγκέντρωσης κι όλα αυτά στο χορό των ρίχτερ του Αγιώνυμου. Πάντα υπό την σκέπη της.
Φτάνοντας στη Δάφνη μου δόθηκε ένα δώρο. Στα δύο – τρία πρώτα μου βήματα άφησα εντελώς τον κοσμική πραγματικότητα πίσω μου και ό,τι κι αν έκανα μετά σε σχέση με τον έξω κόσμο, δεν άφησε κανένα αποτύπωμα μέσα μου. Η πρώτη περιπέτεια του προσκυνήματος ήρθε με το «καλημέρα». Στην εμμονή μου να επισκεφτούμε τη Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου, ενώ ήταν αδύνατο να βρεθεί οδηγός να ικανοποιήσει την επιθυμία, συναντήσαμε ένα γνωστό από παλιά, που προθυμοποιήθηκε να κάνει την παράκαμψη και τη στάση για μας. Το αυτοκίνητο όμως έστριψε σε λάθος δρόμο και βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδο. Καλώδια μέσα σε σκάμμα, που θα τροφοδοτούσαν από φωτοβολταϊκά πάνελ με ρεύμα τη Μονή, έφραζαν το δρόμο. Το όχημα δεν είχε δυνατότητα αναστροφής. Αναγκάστηκε να κινηθεί με όπισθεν στην ανηφόρα. Παρά τη συμβουλή του συνοδοιπόρου μου, ο οδηγός δεν μας άφησε να κατέβουμε για να ελαφρύνει το αμάξι. Ο δίσκος κόλλησε, μυρωδιά καμένου γέμισε τον τόπο και ο λεβιές ταχυτήτων δεν λειτουργούσε. Κάπως έτσι βρεθήκαμε να βαδίζουμε σε μονοπάτι φορτωμένοι με τους σάκους, αφήνοντας τον οδηγό απελπισμένο να περιμένει τρακτέρ να τον ρυμουλκήσει ή να περιμένει να κρυώσει ο δίσκος για να φύγει από μόνος του. Είναι κανόνας πως εδώ το πρόγραμμα το κάνει η Παναγία, ωστόσο κάθε φορά κάποιος θα αποδώσει το αναπάντεχο σε καλή ή κακή τύχη, όταν τα αδύνατα γίνονται δυνατά ή αντίστροφα.
Το μπάνιο και ο ύπνος μας αναζωογόνησαν για τον εσπερινό, την τράπεζα, την προσκύνηση των λειψάνων και την ξενάγηση, που ακολούθησε. Αυτή τη φορά στο Βατοπαίδι ανέλπιστα προσκυνήσαμε όχι μόνο τη θαυματουργή εικόνα της Παντάνασσας, της Εσφαγμένης, της Αντιφωνήτριας και της Παραμυθίας και είδαμε σε απόσταση την Πυροβοληθείσα και τη Βηματάρισσα, που είναι η Εφέστια εικόνα της Μονής, αλλά προσκυνήσαμε και την Ελαιοβρύτισσα, στις δεξαμενές αποθήκευσης ελαίων, ακούγοντας την ιστορία της καθεμιάς. Δύο από την ομάδα επισκεφτήκαμε την καινούργια βιβλιοθήκη της Μονής.
Η Βατοπαιδινή χορωδία είχε δυνατό χορό ψαλτών στο δεξί και στο αριστερό Ψαλτήρι. Μπαίνοντας στο καθολικό για τον εσπερινό πήγαμε δεξιά στον εσωνάρθηκα. Η ταφική λάρνακα του Ιωσήφ του Βατοπαιδινού βρίσκεται εκεί, ενώ στο προαύλιο έχει μείνει το κενοτάφιο. Κάπου εκεί, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του `80, ο Κύπριος γέροντας της σχολής των αλιέων, με το καλογερικό όνομα του γέροντά του, Ιωσήφ του Ησυχαστή, σύμφωνα με την αγιορείτικη παράδοση, έλεγε ένα δελτίο ειδήσεων, που κανένας παρουσιαστής σε κανένα κανάλι δεν θα εκφωνήσει: «Εντός ολίγου θα ξεκινήσει παγκοσμίως αυτό και σαν είδος κατακλυσμού από τη δικαιοσύνη του Θεού θα επιβληθεί παγκοσμίως να ξεριζώσει όλους τους αιτίους της παγκοσμίας διαστροφής. Θα γίνει τώρα αυτό. Θα το ψηλαφήσουμε με τα χέρια μας. Θα μείνουν μόνον όσοι έχουν σχέση πραγματική με το Θεό. Όσοι δεν έχουν σχέση πραγματική με το Θεό και άρα δεν τους ανήκει η αιωνιότης, η αιώνια ζωή, κατ` ανάγκη θα σαρωθούν. Και τώρα ο Θεός θα δημιουργήσει νέα γενιά, οπότε δεν θα υπάρχει προζύμι διαστροφής και γι` αυτό τώρα θα δείτε αυτήν την παγκόσμια σύρραξη, που θα γίνει εντός ολίγου και να μην τρομάξετε. Να είστε έτοιμοι».
Ποιος όμως στ` αλήθεια έχει πραγματική σχέση με το Θεό; Ο λογισμός που μας στέλνει ο πονηρός, πως είμαστε όλοι αμαρτωλοί και κανείς δεν θα γλυτώσει, είναι σχέδιο μελετημένο. Πρώτα μας πείθει πως δικαιούμαστε τα πάντα. Μετά, σαν δοκιμάσουμε και εκπέσουμε από τη χάρη, μας απελπίζει πως δεν έχουμε πια μερτικό με το Θεό. Έτσι αποθαρρυνόμαστε για τη ζωή της μετανοίας, που οδηγεί στη σωτηρία. Κι όταν νεκρωθεί η συνείδηση, αδυνατούμε ν` αναγνωρίσουμε την αμαρτία. Είναι όμως κανείς σ` αυτή τη ζωή αναμάρτητος; Ακόμη κι` ο άγιος έχει κλάψει για τις αμαρτίες του. Έχει μετανοήσει στο πετραχήλι κι` έμπρακτα, έχει δεχτεί Πνεύμα μετανοίας για να παλέψει με τα πάθη του, ώστε να αποκτήσει Πνεύμα αληθείας. Ο διαρκής αγώνας τον οδηγεί να κάνει δικό του το θέλημα του Θεού. Κι όταν τον επισκιάσει η χάρη, ζει ο Θεός μέσα του.
Μετά τη θεία λειτουργία στο παρεκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα, το σαρκίον μας προσγείωσε στη γήινα. Στην τράπεζα το Βατοπαίδι θυμίζει έναν πλούσιο οικοδεσπότη, που μοιράζεται γενναιόδωρα με τους φιλοξενούμενούς του τα αγαθά του. Οι γαρίδες, τα μικρά αγγουράκια, ο χυμός, η μαρμελάδα από μύρτιλα, οι χουρμάδες και φυσικά το απαραίτητο χαρουπόμελο για ένα μοναστήρι, που κυριαρχούν Κύπριοι μοναχοί και προσκυνητές. Είναι δύσκολο να πεις πού σταματά η γενναιοδωρία και πού αρχίζει η υπερβολή.
Φτάσαμε στις Καρυές με μικρό περιθώριο χρόνου για τους στόχους μας. Μετά από σύντομο προσκύνημα στο Κουτλουμούσι έμεινα ακίνητος κι εγώ κι εκείνος να κοιταζόμαστε εμβρόντητοι. Αγαπημένος μου μαθητής, που είχα μαθητές όλα τα αδέλφια του, βρισκόταν εκεί για προσκύνημα με τον πατέρα του. Στη συνέχεια αφήσαμε το γέροντα Γαβριήλ και την Παναγούδα, γιατί υπήρχε κόσμος. Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στο κελί του Ιωάννη του Θεολόγου, αφήσαμε και την επίσκεψη στην Κουτλουμουσιανή Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονα για να φτάσουμε εγκαίρως στην Ιβήρων. Ούτε την Πορταΐτισσα δεν προσκυνήσαμε, γιατί ο π. Ιλαρίων δεν είναι από αυτούς, που σε περιμένουν.
Σε λίγη ώρα είμασταν στην Καρακάλλου. Η πρώτη εντύπωση στο αρχονταρίκι ήταν θετική. Στον εσπερινό ζήσαμε την πνευματικότητα της Μονής, που είχα διαπιστώσει και παλιότερα. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και τα δωμάτια, που ήταν εκτός του κάστρου, έβλεπαν δυτικά. Υποφέραμε τόσο στο καθολικό, όσο και στον ύπνο, σε αντίθεση με το Βατοπαίδι, όπου η διπλή τοιχοποιία με κενό ενδιάμεσα, η τοποθέτηση του ιχθυοτροφείου στο σωστό μέρος, όλα δημιουργούσαν φυσικό κλιματισμό, σε συνδυασμό με τον βορειοανατολικό προσανατολισμό της Μονής. Στην τράπεζα τα φασολάκια ήταν καλομαγειρεμένα. Μετά θαυμάσαμε το συμμαζεμένο κάστρο. Άλλοι ψώνισαν από την Έκθεση, άλλοι εξομολογήθηκαν. Η θέα από τη Μονή στο βουνό και τη θάλασσα ταυτόχρονα της δίνει προνομιακή θέση. Μια ώρα με τα πόδια από τη Φιλοθέου, τέθηκε από τον μετέπειτα Απόστολο της Αμερικής Εφραίμ, υπό την πνευματική του καθοδήγηση.
Το φως της αυγής έμπαινε στο Ιερό του παρεκκλησίου του κοιμητηρίου και έβαφε πύρινο τα βαθύ κόκκινο φελόνιο του λειτουργού και έντονα χρυσές τις απολήξεις του. Αχτίδες τρυπούσαν τα κενά στα ξύλα, που γέμιζαν το κάτω μέρος του τέμπλου, ζωγραφισμένο με νατουραλιστικά σχέδια. Η φωνή του ιερομόναχου σε καθήλωνε. Κοινωνήσαμε.
Τριανταπέντε περίπου λεπτά χρειαστήκαμε από τη διασταύρωση για τη Σταυρονικήτα, κατεβαίνοντας από το δωδεκαθέσιο λεωφορείο του π. Ιλαρίωνα. Μόνον ο εσπερινός καταγράφηκε στη μνήμη μας στο μοναστήρι, γιατί το πρωί φύγαμε με το πρώτο φως. Κατεβήκαμε στον αρσανά και προβληματισμένοι σπαταλήσαμε φαινομενικά το δειλινό στο σχεδιασμό της επόμενης μέρας, που μας έβαλε σε πολλαπλά διλήμματα. Στην πραγματικότητα ξεπεράσαμε φόβο, ενδοιασμούς και δείξαμε όλες τις αρετές μιας συγκροτημένης ομάδας, που σεβάστηκε τις ατομικές επιλογές αλλά ξεπέρασε τα άτομα. Η σύναξη της πενταμελούς ομάδας εξέτασε όλες τις επιλογές και άφησε στην Παναγία την πραγματοποίηση της καλύτερης. Ο «Ιταλός», όπως βαπτίσαμε τον Πελοποννήσιο οδηγό, αποδείχτηκε «λίρα εκατό».
Χάραζε και οι ηλιαχτίδες περνούσαν τις καμάρες των ανακουφιστικών τόξων του κάστρου και φώτιζαν τα νούφαρα στο νερό. Τα βατράχια, που όλο το βράδυ κόαζαν, κοιμούνταν στη δροσιά του πρωινού μετά από μια αποπνιχτικά ζεστή βραδιά. Ο οδηγός έδεσε τους σάκους στην καρότσα και τους σκέπασε. Καβαλήσαμε την κορυφογραμμή. Δάσος πυκνό, ασύλληπτη ομορφιά ώσπου να συναντήσουμε το βαρύ όγκο του Άθω. Από κάτω απλωνόταν η κοιλάδα με τη Σκήτη του Λάκκου, τη Λακκοσκήτη. Οι Ρουμάνοι και οι Μολδαβοί εκτόπισαν τους λίγους Σέρβους μοναχούς και εγκαταστάθηκαν εδώ από το 1830 και μετά. Πάνω από είκοσι κελιά, σε μια κοιλάδα με ιδανικό μικροκλίμα, ανάμεσα στη θάλασσα και το βουνό, αποτελούν τον πιο ελκυστικό προορισμό στο Αγιώνυμο σήμερα. Όπως ένα ορεινό χωριό με ζεστή φιλοξενία, οργάνωση, καθαριότητα και κατανυκτικές ακολουθίες, οι Ρουμάνοι, εργατικά μυρμήγκια, έφτασαν ως και την παραγωγή εκκλησιαστικών αμφίων ώστε να τροφοδοτούν όλα τα Βαλκάνια, χρησιμοποιώντας ρομπότ κεντήματος.
Οι τράπεζές τους, τρεις τη μέρα, ήταν κέντρα πάχυνσης. Υπερμεγέθεις μερίδες, ποικιλία και νόστιμα φαγητά. Στην υποδοχή μας στα κελιά, στα κεράσματα, σε κάθε μορφή επικοινωνίας, τα πρόσωπά τους πλημμύριζαν πηγαία χαρά. Το τοπίο ήταν επίγειος παράδεισος. Στις ακολουθίες, που είχαν τη βυζαντινή ψαλτική, οι ίδιοι ήταν υπόδειγμα ευλάβειας. Το Κυριακό της Σκήτης είναι αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο. Το μοναδικό αλλά μεγάλο πρόβλημα της μετάβασης στην Αγίου Παύλου, όπου ανήκει η Σκήτη, το έλυσε η Παναγία με τον από μηχανής … οδηγό, τον Αλέξανδρο.
Πεντέμιση το πρωί ανεβαίναμε στον αυχένα. Καθώς κοιτάζαμε, μήπως δούμε την κορυφή του σκεπασμένου με ομίχλη Άθω, ένας λαγός διέσχισε το δρόμο. Φτάσαμε σε υψόμετρο πάνω από 1100 μ. από τα 300 περίπου, που ξεκινήσαμε και κατεβήκαμε στα 250. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη. Δυστυχώς η αγρυπνία στην Αγίου Παύλου μετέθεσε τη θεία λειτουργία στις 8 κι έτσι χάσαμε και την Κυριακάτικη λειτουργία και τα πελαγίσια λαβράκια της τράπεζας.
Επιστρέφοντας έπεσα σαν αλεξιπτωτιστής στον πεζό υλικό κόσμο της καθημερινότητας. Η μακαριότητα που σε συνοδεύει μέρες μετά το προσκύνημα είναι χάρη. Όση αντέχει το μικρό δοχείο μου. Ξεχείλισε αυτή τη φορά.