Νικόλαος Παύλου
Δρ Θεολογίας-Ιστορικός ΜΑ
Το έργο του είναι στην πραγματικότητα ένας διάλογος με τους συγχρόνους του. Αγωνιά να διαφωτίσει, να αντικρούσει απόψεις που τις θεωρεί λαθεμένες και να αναδείξει, με επιχειρήματα, τις θέσεις του. Σε αυτή την προσπάθειά του εντάσσεται και ο τρόπος που χρησιμοποιεί την Αγία Γραφή: ενδιαφέρεται να κάνει γνωστή την ορθή ερμηνεία της. Όταν, κατά τη γνώμη του, αυτό δε γίνεται, χωρίς δισταγμό χρησιμοποιεί τον κάλαμό του για να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του και να ελέγξει.
Ένα έργο του, που έχει βιβλικό χαρακτήρα, είναι το «Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου»[2]. Στόχος του εδώ είναι να ερμηνεύσει τον Μτ. 23,35 (και τον παράλληλό του Λκ. 11,51) στον οποίο αναφέρονται τα εξής: «ὅπως ἔλθῃ ἐφ' ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυν-
νόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἅβελ τοῦ δικαίου
ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε
μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου.»[3].
Ο Φαρμακίδης εξηγεί και τους λόγους που προβαίνει σε αυτή την ερμηνευτική προσπάθεια. Όπως τονίζει, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος έγραψε υπομνηματική επιστολή προς κάποιον «Γερμανόν τον πανοσιώτατον ιεροκήρυκα»[4] την 18η Νοεμβρίου 1837. Σε αυτή προσπαθεί να αποδείξει πως ο Ζαχαρίας, γιος Βαραχία που αναφέρεται στο παραπάνω καινοδιαθηκικό χωρίο ήταν ο πατέρας του Ιωάννη του Βαπτιστή[5].
Ο Φαρμακίδης πιστεύει πως δεν πρέπει να αδιαφορήσει γι’ αυτό την πρόταση αλλά «την γνώμην ταύτην του αιδεσιμωτάτου Οικονόμου θέλομεν υποβάλει εις βάσανον, και εις το τέλος θέλομεν εκθέσει και ημείς την ταπεινήν μας γνώμην…»[6]. Αυτό μάλιστα, όπως τονίζει στη συνέχεια το κάνει όχι γιατί ενδιαφέρονται πολλοί για το θέμα, αφού «η σπουδαιότης αυτού αποβλέπει εις ολίγους, εις εκείνους δηλαδή, όσοι καταγίνονται κυρίως εις τα εκκλησιαστικά»[7], αλλά επειδή «Αν άλλος ήτον ο συγγραφεύς της περί ης ο λόγος υπομνηματικής επιστολής, όχι δηλαδή τόσον γνώριμος, όσον ο αιδεσιμώτατος Οικονόμος, ομολογούμεν ότι ηθέλομεν αδιαφορήσει εις ό,τι και αν ήθελε γράφει∙ αλλ’ ο συγγραφεύς θεωρείται κοινώς ως των πρώτων πεπαιδευμένων Ελλήνων∙ και τοιούτος άνθρωπος γράφων πιστεύεται ευκόλως ό,τι και αν λέγη…»[8].
Από τα παραπάνω, νομίζω πως γίνεται φανερό ότι το ενδιαφέρον του Φαρμακίδη δεν είναι στενά ερευνητικό, αλλά ασχολείται με την προσωπικότητα του Ζαχαρία, γιου Βαραχία επειδή το θεώρησε ως ευκαιρία να αναδείξει αυτές που θεωρεί ελλείψεις του Οικονόμου. Χρησιμοποιώντας στο λόγο του μία χαρακτηριστική «φαρμακίδεια» ειρωνεία, έρχεται σε αντιπαράθεση μαζί του για ένα θέμα, που με μία πρώτη ματιά παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο για πολύ λίγους ειδικούς, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μέσον επίθεσης εναντίον αντιλήψεων τις οποίες αντιμάχονταν.
Στη συνέχεια παραθέτει τις θέσεις του για να αντικρούσει την άποψη του Οικονόμου. Τονίζει λοιπόν πως «ο ιερός Λουκάς δεν προσθέτει ούτε τ΄όνομα του Ζαχαρίου (:του πατέρα του Ιωάννη), δια να τον χαρακτηρίσει δια τούτου καν περισσότερον∙ διότι δεν επιχείρησε να συντάξη ιστορίαν ούτε του Ζαχαρίου ούτε του Ιωάννου, αλλά του Ιησού Χριστού»[9] και «Αποδίδοντες δε οι μετέπειτα εις τον Ζαχαρίαν, πατέρα Βαραχίαν∙ διότι και ο αρχαίος προφήτης Ζαχαρίας Βαραχίαν είχε πατέρα, και ο παρά τω Ησαΐα Η΄ 2 ως μάρτυς προσκαλούμενος Ζαχαρίας Βαραχίαν είχε πατέρα, και ο μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου φονευθείς, υιός Βαραχίου ονομάζεται παρά τω Ματθαίω»[10]. Ενώ στη συνέχεια τονίζει πως «Αλλ’ αν ο μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου φονευθείς Ζαχαρίας ήτον ο πατήρ του Ιωάννου, ο ευαγγελιστής (:Λουκάς) ήθελε προσθέσει εις το κύριον αυτού όνομα, τουλάχιστον το του ιερέως, δια να δείξει ότι και ενταύθα Ζαχαρίας είναι ο γνωστός ιερεύς, ο εξ εφημερίας Αβιά, περί ου ωμίλησε προηγουμένως. Αναφέρων δε μόνον περί του παρά τω Ματθαίω υιού Ζαχαρίου, ότι απώλετο μεταξύ του θυσιαστηρίου και του οίκου, έδειξεν ότι και αυτή μόνη η περίστασις είναι ικανή να διδάξη τους ιουδαίους, περί τίνος Ζαχαρίου ο λόγος και ο Ζαχαρίας ούτος ήτον γνωστότερος παρά τον πατέρα του Ιωάννου, τον απλούν ιερέα»[11].
Ο Φαρμακίδης στη συνέχεια δημοσιεύει και δεύτερο βιβλίο για το θέμα. Είναι το «Ο Ψευδώνυμος Γερμανός» που το εκδίδει το 1838[12]. Σε αυτό πάλι με αφορμή τη διαλεύκανση της προσωπικότητας του Ζαχαρία, υιού Βαραχία, συνεχίζεται η διαμάχη του με τον Οικονόμο. Ο Φαρμακίδης εδώ, ελέγχει τον εκδότη της «Ευαγγελικής Σάλπιγγος» Γερμανό Ιεροκήρυκα, όπως τον ονομάζει[13], γιατί τον θεωρεί φερέφωνο του Οικονόμου.
Σε αυτό ο Φαρμακίδης, όπως άλλωστε και ο Οικονόμος, χρησιμοποιεί το έργο του Ευγένιου Βούλγαρη για να στηρίξει τις θέσεις του για το Ζαχαρία γιο Βαραχία. Ο Φαρμακίδης κατηγορεί τον Οικονόμο πως χρησιμοποιεί μία ανέκδοτη επιστολή του Βούλγαρη που την απευθύνει σε κάποιον ιεροδιάκονο και διδάσκαλο Ιωάσαφ για να αποδείξει την ταυτοποίηση του Ζαχαρία των ευαγγελικών στίχων με τον πατέρα του Ιωάννη του Βαπτιστή[14]. Ο Φαρμακίδης όμως αντιτάσσει την υπεράσπιση του Ιερώνυμου από το Βούλγαρη, που δημοσιεύτηκε στην Ιστορική Εκατονταετηρίδα το 1805. Εδώ γράφεται πως ο Ιησούς μιλούσε για τον Ζαχαρία το γιο του Ιωδαέ, θέση που υποστηρίζει και ο Φαρμακίδης[15].
Τελειώνοντας με το ζήτημα να τονιστεί πως μάλλον η θέση του Φαρμακίδη είναι η ορθή. Η αρχαιότερη λοιπόν αναφορά στον Ζαχαρία γιο Βαραχία βρίσκεται στο Ησ. 8,2. Σύμφωνα με τη μετάφραση τον Ο΄ στο κείμενο αναγράφεται « καὶ μάρτυράς μοι ποίησον πιστοὺς ἀνθρώπους, τὸν Ουριαν καὶ τὸν Ζαχαριαν υἱὸν Βαραχιου.».
Αυτή την πληροφορία ακολουθεί και ο στ. Ζαχ.1,1 ο οποίος υπογραμμίζει πως «Ἐν τῷ ὀγδόῳ μηνὶ ἔτους δευτέρου ἐπὶ Δαρείου ἐγένετο λόγος κυρίου πρὸς Ζαχαριαν τὸν τοῦ Βαραχιου υἱὸν Αδδω τὸν προφήτην λέγων ». Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με τους στ. Β΄ Χρον. 24,20-21 που καταγράφει το τέλος του Ζαχαρία (Ο΄Αζαρίας) στην αυλή του Ναού δημιουργούν μία παλαιοδιαθηκική παράδοση γύρω από το πρόσωπο «Ζαχαρίας» που φαίνεται πως ήταν γνωστή στο Ματθαίο, ενώ χρησιμοποιήθηκε και στο κείμενο του Λουκά[16].
***
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση του Θεόκλητου Φαρμακίδη, όπως καταγράφεται στον «Ψευδώνυμο Γερμανό», για το κύρος της Αγίας Γραφής. Όπως γράφει «Αλλ’ αν είναι τωόντι και θεολόγος (:ο Οικονόμος), έχομεν δικαίωμα να πιστεύωμεν, ότι γνωρίζει ότι, το οποίον οφείλεται εις τας ιεράς Γραφάς σέβας, δεν οφείλεται και εις τα συγγράμματα των Πατέρων της εκκλησίας, ουδ’ αυτοί οι άγιοι Πατέρες εθεώρησαν ποτέ τα εαυτών συγγράμματα ως ιεράς γραφάς. Σεβόμεθα λοιπόν, και σεβόμεθα παραπολύ τους θείους της εκκλησίας Πατέρας∙ τιμώμεν και τα συγγράμματα αυτών μεγάλως∙ αλλ’ ούτε τους Πατέρας της εκκλησίας δυνάμεθα να σεβώμεθα ως αυτόν τον Χριστόν, ούτε τα συγγράμματα αυτών να τιμώμεν ως τας θείας Γραφάς∙ διότι φρονούμεν και δοξάζωμεν, και αδιστάκτως πιστεύομεν, ότι μόναι αι ιεραί Γραφαί είναι λόγος Θεού, και προς τον λόγον του Θεού τίποτε δεν είναι ικανόν ν’ αντιπαραβάλλεται»[17], ενώ παρακάτω τονίζει: «Αι μαρτυρίαι των Πατέρων δεν δύνανται να έχωσιν ίσην των λόγων του Θεού ισχύν∙ αλλ’ απογεννώσι μόνον ανθρωπίνην πίστην∙ 1) επειδή μόνη η Γραφή είναι αρχή της Θεολογίας, και είναι ικανή και αναγκαία προς σωτηρίαν∙ 2) επειδή των Πατέρων τα συγγράμματα δεν είναι κανονικά βιβλία∙ 3) επειδή οι Πατέρες εις βεβαίωσιν των γνωμών αυτών προστρέχουσιν εις τας Γραφάς ∙ 4) επειδή τινές των Πατέρων έσφαλον…5) επειδή αυτοί οι ίδιοι Πατέρες μαρτυρούσιν ότι δύνανται να φρονώσιν άλλως ή ως απαιτεί η αλήθεια…6) επειδή πολλοί Πατέρες εν και το αυτό χωρίον της Γραφής διαφόρως ερμήνευσαν. Όθεν δεν εδυνήθησαν όλοι να επιτύχωσιν εντελώς του νοήματος της Γραφής.»[18].
Ο Φαρμακίδης δείχνει να επιχειρεί εδώ έναν διαχωρισμό ανάμεσα στη Βίβλο και στο έργο των Πατέρων. Το κύρος της Γραφής το προβάλλει ως αδιαμφισβήτητο που δε συγκρίνεται με τα έργα της πατερικής γραμματείας. Το βασικό του επιχείρημα γι’ αυτή τη θέση είναι πως η πρώτη αποτελεί τον λόγο του Θεό, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση σύγκρισής της με άλλα κείμενα, που μπορεί να περιέχουν σφάλματα και λάθη. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι δε σέβεται γενικά τους Πατέρες. Μάλιστα στα Προλεγόμενα στην έκδοση της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης σημειώνει: «Δια του στόματος του Ευθυμίου (Ζυγαβηνού) λαλούσιν, ως είπομεν και ανωτέρω, οι μεγάλοι των ιερών Γραφών ερμηνευταί, οι Αθανάσιοι, οι Βασίλειοι, οι Γρηγόριοι, οι Κύριλλοι, οι Χρυσόστομοι∙ και οι θείοι ούτοι της εκκλησίας πατέρες έγραψαν προς ηθικήν ωφέλειαν όχι μόνον των συγχρόνων αυτών, αλλά και ημών των νυν ζώντων. Καυχόμεθα τοιούτους έχοντες πατέρας. Αλλά δεν αρκεί μόνον η καύχησις∙ απαιτείται και συνεχής των αθανάτων αυτών συγγραμμάτων ανάγνωσις»[19]
Δε χωράει αμφιβολία πως οι παραπάνω τοποθετήσεις του Φαρμακίδη πρέπει να τοποθετηθούν μέσα στο πλαίσιο των πνευματικών ζυμώσεων του 19ου αι., στις οποίες άλλωστε συμμετείχε και ο ίδιος. Όπως φαίνεται λοιπόν και από τις υποσημειώσεις των έργων του, ήταν ενήμερος για τις θεολογικές τάσεις της εποχής του και τις αντιλήψεις κυρίως των Γερμανών θεολόγων που αποτελούσαν και την πρωτοπορία της ευρωπαϊκής βιβλικής σκέψης. Σε αυτό το πλαίσιο δε μπορούσε παρά να προβάλλει την αυθεντία της Βίβλου, που αποτελούσε άλλωστε και το επίκεντρο της έρευνας των μεγαλύτερων ευρωπαίων θεολόγων και ιστορικών του πρώιμου χριστιανισμού[20].
Τον Φαρμακίδη όμως απασχολεί και το ζήτημα της μετάφρασης της Αγίας Γραφής στη νεοελληνική. Βασική του θέση είναι πως πάντοτε οι μεταφράσεις επιτρέπονταν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, επομένως δεν υπάρχει λόγος να αποτρέπονται και να μην πραγματοποιούνται[21]. Πιο αναλυτικά, όπως γράφει στην «Απολογία»[22]: «Αν η μετάφρασις των ιερών Γραφών είναι καλόν ή κακόν, αν είναι συγχωρητόν ή ασυγχώρητον, άλλος ο λόγος τούτου∙ αλλα το να συμπεράνη τις εκ ταύτης νεόμορφον ή νεοελληνικήν εκκλησίαν, οποίαν διάθεσιν ψυχής αποδεικνύει τούτο; Οποίαν πονηρίαν και δολιότητα προδίδει; Οποίαν κακίαν και κακοήθειαν φανερόνει;»[23].
Αφού λοιπόν παραθέτει, στο ίδιο κείμενό του, τις θέσεις του Οικονόμου κατά των μεταφράσεων[24] στη συνέχεια, χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα Ρώσων θεολόγων και κυρίως του Προκοποβικίου, όπως τον ονομάζει, για να τεκμηριώσει την άποψή του, ενώ αναφέρει και τις μεταφράσεις των Πατριαρχών Κυρίλλου και Γρηγορίου[25]. Να τονιστεί εδώ πως ζητήθηκε από τον Φαρμακίδη να λάβει μέρος στην προσπάθεια για αναθεώρηση της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης που είχε γίνει από τον Βάμβα. Δεν έγινε όμως αυτό, γιατί, όπως πληροφορεί ο μισσιονάριος D. Leeves, επείγονταν να απαντήσει στα δημοσιεύματα του Οικονόμου[26].
***
Όμως στην κατανόηση της βιβλικής πτυχής του έργου του Θεόκλητου Φαρμακίδη βοηθάει και η ερμηνεία που κάνει στους στίχους από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο που αναφέρονται στον όρκο. Στο έργο του «Οικονόμος ο εξ Οικονόμων ή περί Όρκου»[27], στο οποίο υποστηρίζει, σε αντίθεση με τον Οικονόμο που δε θέλησε να ορκιστεί σε δίκη, πως ο όρκος πρέπει να δίνεται σε σπουδαίες περιπτώσεις, ιδίως όταν το απαιτεί η Πολιτεία, κάνει μία ιστορική αναφορά για την προέλευσή του. Σε αυτή[28] τονίζει πως ο όρκος χρησιμοποιούνταν από τους Ρωμαίους και τους Εβραίους. Οι επιορκίες ελέγχονταν από τους προφήτες, ενώ την εποχή του Χριστού γίνονταν κατάχρηση και βεβήλωσή του. Αιτία γι’ αυτό ήταν τα «διεστραμμένα αξιώματα της φαρισαϊκής ηθικής». Όμως, συνεχίζει, ο όρκος ήταν πάντα σε χρήση στα δικαστήρια και δεν απαγορεύονταν.
Στη συνέχεια ο Φαρμακίδης παραθέτει το λόγιο του Ιησού για τον όρκο[29], καθώς και σχετικό απόσπασμα από την επιστολή Ιακώβου[30] στα οποία ο όρκος αποδοκιμάζεται. Το συμπέρασμά του είναι πως σε αυτά δεν απαγορεύεται απόλυτα ο όρκος, αλλά η «περί αυτόν ασεβής κατάχρησις»[31]. Τα επιχειρήματά του για την άποψή του επικεντρώνονται στον έλεγχο του Ιησού για τα έργα και τις διδασκαλίες των φαρισαίων. Όπως γράφει «Διό και απεδοκίμαζε, και αυστηρότατα κατέκρινε τα προς εύκολον απάτην των απροσέκτων και απλών ανθρώπων επινοήματα ταύτα των Φαρισαίων, οιονεί λέγων∙ Κάλλιον είναι το να λέγη τις ειλικρινώς Ναι ή Ου χωρίς όρκου, ή να μεταχειρίζηται προς μόνον το θεαθήναι τοιούτους όρκους, οι οποίοι αν και εκ της φύσεως αυτών υπάρχωσιν αληθινοί όρκοι, νομίζοντες όμως παρά των ομνυόντων μηδέν κύρος έχοντες, μηδέ υποχρεούντες τον ομνύοντα εις την τήρησιν αυτών»[32].
***
Από τα πλέον σημαντικά έργα του Φαρμακίδη είναι η έκδοση της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης από τους Πατέρες.[33] Συγκεκριμένα χρησιμοποιεί την ερμηνεία του Ζυγαδηνού για τα ευαγγελικά κείμενα, του Οικουμένιου για τις Πράξεις των Αποστόλων, τις Επιστολές του Παύλου και τις Καθολικές Επιστολές, και του Αρέθα και του Ανδρέα Καισαρείας για την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για βιβλικό έργο, αφού στόχος του συγγραφέα είναι να παρουσιάσει συγκεκριμένες πατερικές ερμηνείες των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την ενότητα της χριστιανικής γραμματείας. Εντούτοις οι παρατηρήσεις του παρουσιάζουν ενδιαφέρον.
Έτσι, στα προλεγόμενα του πρώτου τόμου[34] αρχικά αναφέρει την ωφέλεια που δίνει στον άνθρωπο η μελέτη της Γραφής, και παραθέτει σχετικές απόψεις του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Στη συνέχεια όμως κάνει τη διαπίστωση πως τα τέκνα της «ορθοδόξου ημών ανατολικής εκκλησίας»[35] αμελούν να ασχοληθούν με αυτή. Οπότε, όπως υπογραμμίζει στη συνέχεια, για να μην υπάρχουν προφάσεις αποφάσισε αυτός να συνδράμει γι’ αυτό. Όπως γράφει «Από του έκτου αιώνος, αντί πρωτοτύπων ερμηνευτών και εξηγητών των ιερών Γραφών, ανεφάνησαν εις την εκκλησίαν, ως γνωστόν εις τους ειδήμονας της χριστιανικής φιλολογίας, συλλογείς ή ερανισταί των ερμηνειών και εξηγήσεων των προ αυτών ακμασάντων ενδόξων ερμηνευτών και εξηγητών∙»[36]. Σαν τέτοιους θεωρεί τον Οικουμένιο, τον Βουλγαρίας Θεοφύλακτο και τον Ευθύμιο Ζυγαδηνό, οι οποίοι αναφέρουν πως τα υπομνήματά τους είναι ερανισμένα από τα έργα προηγούμενων Πατέρων και κυρίως του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Οπότε είναι «χρησιμώτατα και ωφελιμώτατα» αλλά για την εποχή του Φαρμακίδη «τόσον σπάνια, ώστε καταντώσιν όλως άγνωστα και ανωφελή» οπότε είναι ανάγκη να εκδοθούν [37] .
Στη συνέχεια, αφού δίνει πληροφορίες για τους υπομνηματιστές , τονίζει πως το κείμενο των ευαγγελίων «εξεδόθη κατά το κείμενον του Ευθυμίου, κατά το παρά του αοιδίμου ιερομάρτυρος Κυρίλλου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εγκεκριμένον εν τη κατά την Μόσχαν εν έτει αωκα΄ γενομένη εκδόσει της καινής Διαθήκης, και κατά το παρά του εκδότου της εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείας του Ευθυμίου εν έτει αωγ΄ εν Ουιτεμβέργη εκδεδόμενον» ενώ παραθέτει και τη σχετική υποσημείωση με τον πρωτότυπο τίτλο της έκδοσης που χρησιμοποιεί[38].
Πάντως οι συνδρομητές του έργου δεν πρέπει να εκπλήρωναν στο ακέραιο τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Όπως λοιπόν αναφέρει ο Φαρμακίδης στην αρχή του δεύτερου τόμου «όσοι κατεγράφησαν συνδρομηταί, παρακαλούνται, λαμβάνοντες έκαστον τόμον, να καταβάλλωσιν αμέσως και την τιμήν αυτού, ήτοι δραχμάς έξ, προς απάντησιν της πολλής δαπάνης. Εξ οικείας, ως νομίζομεν, προαιρέσεως, δια την εκ του ιερού συγγράμματος ψυχοσωτήριον ωφέλειαν, κατεγράφησαν συνδρομηταί∙ εξ οικείας προαιρέσεως οφείλουσι να καταβάλλωσι και την τόσον μετρίαν τιμήν»[39].
***
Η Αγία Γραφή καταλαμβάνει ένα σημαντικό μέρος στο έργο του Φαρμακίδη. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως ήταν βιβλικός ερευνητής με τη στενή έννοια του όρου. Το ενδιαφέρον του, όπως έχει τονιστεί, συνδέονταν με τους γενικότερους προβληματισμούς του για την θρησκευτική και πνευματική κατάσταση της εποχής του. Μέσα λοιπόν στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των ιδεολογικών του αντιπάλων, αλλά και της προσπάθειάς του για διαφώτιση των συγχρόνων του, θεωρεί πως πρέπει να παλέψει για να γίνει η ορθή βιβλική κατανόηση.
Γι’ αυτή του την φροντίδα διαθέτει μία στέρεη επιστημονική βάση. Πέρα από το γεγονός ότι είναι ενημερωμένος για τη σχετική επιστημονική/θεολογική κίνηση της εποχής του, πράγμα που φαίνεται και στις αναφορές που κάνει, δε διστάζει να αναιρέσει θέσεις που, ενώ μοιάζουν να διαθέτουν κριτήρια αντικειμενικότητας, δε συμβαδίζουν με τα πορίσματα της ερευνητικής προσπάθειας . Αυτό όμως δεν το κάνει άκριτα αλλά ενεργεί σαν πραγματικός μελετητής και ερμηνευτής των κειμένων. Με σαφήνεια και συνεχή παράθεση επιχειρημάτων αναδεικνύει αυτό που θεωρεί ορθό και δεν υπολογίζει το κόστος.
Ο Φαρμακίδης είναι λοιπόν μία χαρακτηριστική περίπτωση διανοητή με κριτική σκέψη. Αποτελεί έτσι μέλος της ομάδας των ελλήνων διαφωτιστών που ήθελαν να οδηγήσουν τον τόπο στην πρόοδο και στην πνευματική ανάπτυξη.
Τελειώνοντας, θα παραθέσω τη γνώμη του καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Συμβολικής (1868-1913) Αναστάσιου Διομήδη-Κυριακού για τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Όπως γράφει « O Φαρμακίδης ως θεολόγος ήτο επιστήμων, άξιος ίνα χρησιμεύση ως πρότυπον θεολόγου εις τους νεωτέρους Έλληνας θεολόγους. Ήτο ιδίως κάτοχος ιστορικών γνώσεων. Ηγάπα δε ως εμπρέπει τω επιστήμονι την αλήθειαν, και ετίμα μεγάλως την ελευθέραν έρευναν…»[40].
[1] Μία λεπτομερή βιογραφία του Φαρμακίδη βλ. στο Γούδας Αναστάσιος, Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. Α΄Κλήρος, Εν Αθήναις 1869, σ. 207-246.
[2] Τα στοιχεία του βιβλίου είναι: Περί Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου. Ματθ. ΚΓ΄ , 35 και Λουκ. ΙΑ΄ 51. Υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Αθήναι, εκ της τυπογραφίας Α. Αγγελίδου. Κατά την οδόν Ερμού εις Καμουκαρέαν. 1838. Με τον όρο Καμουκαρέα προφανώς εννοείται η Καπνικαρέα, όπως άλλωστε φαίνεται και στο πρώτο εσώφυλλο του βιβλίου που αναγράφει και πάλι τα στοιχεία.
[3] Η μετάφραση του στ. έχει ως εξής (Μετ. ΕΒΕ 2003): «Έτσι θα πέσει πάνω σας η ευθύνη για όλο το δίκαιο αίμα που χύνεται στη γη, από το αίμα του δίκαιου Άβελ, ως το αίμα του Ζαχαρία, γιου του Βαραχία, που τον σκοτώσατε ανάμεσα στο ιερό και στο θυσιαστήριο».
[4] Περί Ζαχαρίου…σ. 4
[5] όπ. παρ. σ. 7
[6] όπ. παρ.
[7] όπ. παρ.
[8] όπ. παρ. σ. 8
[9] Όπ. παρ. σς. 10-11
[10] όπ. παρ. σ.11
[11] Όπ. παρ. σ. 13
[12] «Ο Ψευδώνυμος Γερμανός». Υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου. Αθήναι, εκ της τυπογραφίας Α. Αγγελίδου. Κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα. 1838
[13] Όπ. παρ. σ. 5
[14] Όπ. παρ. σ. 8-9
[15] Όπ. παρ. 12-13
[16] Βλ. για τα παραπάνω και Stuhlmueller Carroll, Rebuilding with hope: a commentary on the books of Haggai and Zechariah, Grand Rapids/Cambridge 1988, σ. 48. Πάντως η άποψη του Οικονόμου φαίνεται να ακολουθεί μία βυζαντινή παράδοση. Έτσι στο SYNAXARIUM ECCLESIAE CONSTANTINOPOLITANA (Bruxellis 1902) , έργο του 10ου αι., αναγράφονται για τον Ζαχαρία, τον πατέρα του Ιωάννη, τα εξής «1] [15] Μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου προφήτου [16] Ζαχαρίου, πατρὸς Ἰωάννου τοῦ προδρόμου καὶ [17] βαπτιστοῦ. Οὗτος ἦν ἐξ Ἱερουσαλήμ, ἔγγονος μὲν [18] Ἀβίαθαρ τοῦ ἐν [ἐν τοῖς Sa.] εὐαγγελίοις [f. 18.] ἀναγεγραμμένου [19] ἀρχιερέως, υἱὸς δὲ Ἰωδαὲ ἱερέως, ὃν καὶ ἐκάλουν [20] Βαραχίαν. Ὅντινα Βαραχίαν ἀπέκτεινεν Ἰωὰζ ὁ [21] βασιλεὺς Ἰούδα [ὁ βασιλεὺς Ἰωὰζ τῶν Ἰουδαίων τότε βασιλεύων Sa.] διὰ τὸ ἐλέγχειν [διὰ τὸ ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐλέγχεσθαι Sa.] αὐτόν τε καὶ [22] τοὺς Ἰουδαίους ἐχόμενα τοῦ θυσιαστηρίου. Ὁ δὲ [23] Ζαχαρίας καὶ αὐτὸς ἱερεὺς ἦν ἐν Ἱερουσαλήμ. [24] Εἰσελθὼν δέ ποτε ἐν τῷ ναῷ τοῦ θυμιᾶσαι, εἶδεν [25] ἄγγελον Θεοῦ ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου [26] τοῦ θυμιάματος καὶ μηνύοντα αὐτῷ [αὐτοῦ S.] τὴν ἐν γήρᾳ [27] σύλληψιν καὶ γέννησιν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰωάννου [28] τοῦ βαπτιστοῦ· ὃ δὴ καὶ γέγονεν. Ἐπεὶ δὲ [δὴ Sa.] μετ᾽ [29] ὀλίγον παρηκολούθηκεν [παρηκολούθησεν Sa.] ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ [30] καὶ τέτοκεν ἡ Θεοτόκος καὶ μεμένηκεν αὖθις παρθένος, [31] ἐκηρύττετο δὲ παρ᾽ αὐτοῦ παρρησίᾳ, ὅτι [32] πάλιν παρθένος ἐστὶν ἡ Μαριάμ, καὶ ταύτην ἐν τῇ [33] στάσει καὶ τῷ χορῷ τῶν παρθένων καθίστη, τοὺς [34] Ἰουδαίους [τοῖς Ἰουδαίοις Sa.] διήγειρεν εἰς τὸν κατ᾽ αὐτοῦ φθόνον. [35] Καὶ ἐκ τούτου τρόπον ἐμελέτων, δι᾽ οὗ αὐτὸν [15] θανατώσουσιν» (σ. 15-16).
[17] «Ο Ψευδώνυμος Γερμανός». …σ. 24
[18] Όπ. παρ. σ. 34
[19] «Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων εκδιδόμενη τπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου». Τόμος Πρώτος. Περιέχων το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον. Εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγγελίδου, κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα. 1842, σσ. ιη΄-ιθ΄
[20] Βλ. Schweitzer Albert, Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού, μετ. Π. Ανδριόπουλου, Ι. Γαλάνη, Στ. Παπαλεξανδρόπουλου, Β. Στογιάννου, Αθήνα 1982. Το έργο, εκτός των άλλων, με αφορμή την έρευνα για τον Ιστορικό Ιησού, αποτελεί μία ιστορία της εποποιίας του ευρωπαϊκού πνεύματος.
[21] Βλ. Διομήδης Κυριακός Αλέξανδρος, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος τρίτος, Εν Αθήναις 1898, σ. 192 όπου τονίζεται πως «Ο Φαρμακίδης εδυσφημείτο από πολλού υπό των άγαν ευσεβών ως ασεβής, διότι ήτο υπέρ των μεταφράσεων των Γραφών, διότι δεν ήθελε την καταδίωξιν των ιεραποστόλων και διότι εσπόύδασε να σώση τον Καΐρην από του διωγμού. Και ως προς μεν τα μεταφράσεις παρετήρησεν ότι ταύτας ησπάζετο πάντοτε η ανατολική εκκλησία…»
[22] «Απολογία Θ. Φαρμακίδου», Έκδοσις Δευτέρα Αμετάβλητος (sic), Εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου. Κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα. 1840
[23] Όπ. παρ. σ. 81. Διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
[24] Όπ. παρ. σ.87
[25] Όπ. παρ. σ. 89-105
[26] Βλ. Μεταλληνός π. Γεώργιος Δ., Το ζήτημα της μετάφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ΄ αι., Αθήναι 20042 , σ. 255.
[27] «Οικονόμος ο εξ Οικονόμων ή περί Όρκου», Εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Νικολάου Αγγελίδου, κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα, 1849
[28] Όπ. παρ. σ. 15 κ.ε.
[29] Μτθ. 5,33-37
[30] Ιακ. 5,12
[31] Περί όρκου… σ.17
[32] Όπ. παρ. σ. 18
[33] Ο πρώτος τόμος της σειράς έχει τον εξής τίτλο (ο οποίος ακολουθείται με τις ανάλογες αλλαγές): «Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων εκδιδόμενη του Θεοκλήτου Φαρμακίδου». Τόμος Πρώτος. Περιέχων το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον. Εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγγελίδου, κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα. 1842. Ο τελευταίος τόμος της σειράς (έβδομος) που είναι αφιερωμένος στην Αποκάλυψη του Ιωάννη εκδόθηκε το 1845.
[34] Όπ. παρ. σ. ζ΄- κ΄
[35] Όπ.παρ. σ. η΄
[36] Όπ. παρ. σ. ι΄
[37] Όπ. παρ. σ. ια΄
[38] Όπ. παρ. σ. ιθ΄
[39] «Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων εκδιδόμενη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου». Τόμος Δεύτερος. Περιέχων τα κατά Μάρκον, Λουκάν και Ιωάννην Ευαγγέλια. Εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα. 1842 (χωρίς αρίθμηση σελίδας).
[40] Διομήδης-Κυριακός Αναστάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία…σ. 194
Δημοσιελυτηκε στο "Θεσσαλικό Ημερολόγιο" 85/2024 228-234