ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



ΜIA ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

"Όψεις του βασιλικού θεσμού στον βιβλικό Ισραήλ"



Όψεις του βασιλικού θεσμού στον βιβλικὸ Ισραὴλ
                            
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΝΤ. ΠΑΥΛΟΥ*

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΘΕΟΛΟΓΙΑ" (82/1 2011, σσ 181-201)

Εισαγωγικὲς παρατηρήσεις

Ο θεσμὸς της βασιλείας στον βιβλικὸ Ισραήλ, όπως παρουσιάζεται στις σχετικὲς αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης, αρχίζει  με την ανάρρηση του Σαοὺλ στο θρόνο, το έτος 1020 π.Χ. περίπου[1] και τελειώνει το έτος 587 π.Χ., όταν ο Ναβουχοδονόσωρ καταλαμβάνει, μετὰ απὸ πολιορκία την Ιερουσαλήμ, και καθαιρεί το βασιλιὰ του Ιούδα Σεδεκία, αφοῦ προηγουμένως τον τυφλώνει.
Οι βασιλείς επομένως παρουσιάζονται να κυβερνάνε γιὰ ένα διάστημα πεντακοσίων περίπου ετών. Είναι μία ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἰσραὴλ γνωρίζει ἡμέρες δόξας, τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων ἡγετῶν Δαβὶδ καὶ Σολομώντα, ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Κύριο, ὅπως συμβαίνει τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀχαὰβ (871-852), ἐξευτελισμῶν καὶ ταπείνωσης, ἀπὸ τὶς μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς, ὅπως καταγράφεται για τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιὰ τοῦ Ἰούδα Ἄχαζ (741-725). Παράλληλα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας, βρίσκεται στὴ μεγαλύτερη ἀκμὴ του τὸ προφητικὸ κίνημα, ποὺ προσπαθεῖ νὰ κρατήσει ὄρθια τὴ θρησκεία τοῦ Κυρίου, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἔχουν ἀπειλητικὴ ἐπιρροὴ στὸ λαὸ οἱ χαναανιτικὲς λατρεῖες.
Ἡ ἰσραηλιτικὴ βασιλεία πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ στὸ εὐρύτερο πλαίσιο θεσμῶν ἐξουσίας, ὅπως αὐτοὶ παρουσιάζονται στὴ Μέση Ἀνατολὴ κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σιδήρου. Ὅπως εἶναι γνωστό, συνδέονταν ἄμεσα μὲ τὴ θεϊκὴ δύναμη. Εἰδικὰ ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἂν ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸ Θεό, θεωροῦνταν ὅτι εἶχε χάσει τὴν ἄνωθεν θεϊκὴ ἐντολὴ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ θρόνο, γιὰ νὰ μὴν κινδυνεύσει ὁ Ἰσραήλ[2].

***

Ὁ ἐρευνητὴς θὰ πρέπει νὰ λάβει ὑπόψη τοῦ ὅτι οἱ  ἐξωβιλικὲς πηγὲς εἶναι πενιχρὲς καὶ δὲ φωτίζουν ἐπαρκῶς τὸν θεσμὸ[3]. Κύρια πηγὴ λοιπὸν εἶναι τὰ παλαιοδιαθηκικὰ κείμενα, ἰδίως τὰ βιβλία Α΄, Β΄ Σαμουὴλ ( Α΄, Β΄ Βασιλειῶν στὴ μετάφραση τῶν Ο΄) καὶ Α΄, Β΄ Βασιλέων (Ο΄ Γ΄, Δ΄ Βασιλειῶν)[4] καθὼς καὶ τὰ παράλληλα χωρία τῶν Χρονικῶν (Ὁ΄ Παραλειπομένων).
Οἱ ἀφηγήσεις, ποὺ περιέχονται στὰ παραπάνω κείμενα ἀνήκουν στὴ δευτερονομιστικὴ παράδοση[5]. Πιὸ συγκεκριμένα τὰ κέφ. Α΄ Σάμ. 8,1-15,35 περιέχουν τὶς ἀφηγήσεις γιὰ τὸ Σαούλ,  τὰ κέφ. Α΄ Σάμ. 16,1 – Α΄ Βάσ. 2,11 περιλαμβάνουν τὴ βασιλεία τοῦ Δαβὶδ καὶ τὰ κεφ. Α΄ Βάσ.2,12–Α΄ Βάσ. 11, 43 τὴ βασιλεία τοῦ Σολομώντα. Ἀκολουθεῖ ὁ χωρισμὸς τῶν δυὸ βασιλείων καὶ ἡ παρουσίαση τῶν βασιλέων τοῦ Βορείου καὶ τοῦ Νοτίου βασιλείου (Α΄ Βάσ. 12,1- Β΄ Βάσ. 25,30).
Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀφήγησης παρουσιάζει τὴ βασιλεία τοῦ Δαβίδ, ἐνῶ σὲ λιγότερα κεφάλαια γίνεται ἡ παρουσίαση τῶν πράξεων τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ Σολομώντα και των υπόλοιπων βασιλιάδων.
Γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ ἀφήγηση εἶναι διανθισμένη μὲ ἐπεισόδια ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν φολκλορικὰ ἢ ὅτι ἔχουν τὸ χαρακτήρα νουβέλας. Τέτοια είναι ἡ ἱστορία τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ Ἰωνάθαν[6] , ὁ γάμος τοῦ Δαβὶδ μὲ τὴν κόρη τοῦ Σαοὺλ[7], ἡ περιπέτεια τοῦ Δαβὶδ μὲ τὴν Ἀβιγαία[8], ἡ συνάντηση τοῦ Δαβὶδ μὲ τὸν Μεμφιβοσθὲ[9], ἡ συνάντηση τοῦ Δαβὶδ καὶ τῆς Βηρσαβεὲ[10] , καθὼς καὶ ἡ ἐπίσκεψη τῆς βασίλισσας τοῦ Σαβᾶ στὸ Σολομώντα[11]. Ταυτόχρονα στὶς ἴδιες ἱστορίες περιέχονται ἀρκετὰ τυποποιημένα μοτίβα, ὅπως ἡ ἕφοδος τοῦ Δαβὶδ τὴ νύχτα στὸ στρατόπεδο τοῦ Σαοὺλ[12] ποῦ θυμίζει τὸ ἀντίστοιχο ἐπεισόδιο τῆς ἐπίθεσης τοῦ Γεδεῶν[13] ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν.
Οἱ παραπάνω ἀφηγήσεις, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θεολογικὸ στόχο ποὺ ἐξυπηρετοῦν, ἔχουν καὶ τὸ ρόλο τῆς λεπτομέρειας,  ποὺ βοηθάει στὴν ἀνακατασκευὴ τῆς ἐποχῆς καὶ στὴν καλύτερη γνωριμία μὲ αὐτή. Εἶναι πιθανὸν ὁ πυρήνας τους νὰ προέρχεται ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες, ποὺ ἦταν χρονικογράφοι, καὶ ἐνδιαφέρονταν νὰ παρουσιάσουν, μὲ τὶς περιγραφές τους, ὅλες τὶς πτυχὲς τῶν πράξεων  τῶν βασιλιάδων τοῦ Ἰσραήλ.
Τελειώνοντας να τονιστεί πως οι καταγραφές ποὺ ἀφοροῦν τοὺς βασιλιάδες τοῦ Βορείου καὶ τοῦ Νοτίου βασιλείου[14], δὲν ἔχουν τὴ μεγαλοπρέπεια τῶν ἀφηγήσεων ποὺ ἀναφέρονται στὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σολομώντα. Ὁ στόχος τῶν συντακτῶν εἶναι νὰ παρουσιαστεῖ μία μοναρχία σὲ παρακμή, ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἐξαιτίας αὐτοῦ δὲν λείπουν καὶ χωρία ποὺ ἔχουν ἀντιμοναρχικὸ χαρακτήρα. Ἔτσι, στὴν ἐξιστόρηση γιὰ τὴν ἀνταρσία τῶν δέκα φυλῶν, οἱ Ἰσραηλίτες τοῦ Βορρᾶ φωνάζουν: «Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε καμιὰ σχέση μὲ τὸ Δαβίδ∙ τίποτα κοινὸ μὲ τὸ γιὸ τοῦ Ἰεσσαί. Στὰ σπίτια σας Ἰσραηλίτες! Φρόντισε τώρα γιὰ τοὺς ἀπογόνους σου Δαβίδ!»[15].



Σύντομη ἐπισκόπηση τοῦ βιβλικοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ

Ὅπως τονίστηκε ὁ βασιλικὸς θεσμὸς στὸν βιβλικὸ Ἰσραὴλ[16] ἀρχίζει μὲ τὴ βασιλεία τοῦ Σαοὺλ  (π. 1020-1004)[17]. Κύριο χαρακτηριστικό της εἶναι οἱ πόλεμοι ἐναντίον τῶν Φιλισταίων[18], ποῦ ἔχουν ἀμυντικὸ χαρακτήρα καὶ ἀποβλέπουν στὴ διασφάλιση τῆς ἰσραηλιτικῆς κυριαρχίας[19].
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν Φιλισταίων, ὁ Σαοὺλ ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν καὶ τοὺς κατασφάζει[20]. Εἶναι κυκλοθυμικὴ προσωπικότητα,  ποὺ ἦταν ἀρχικὰ ὁ ἐκλεκτός του Θεοῦ, καὶ ἀργότερα κατάντησε μία τραγικὴ καρικατούρα τοῦ ἐαυτοῦ του.
Μὲ αὐτὸν όμως ἀρχίζει ὁ θεσμὸς τῆς βασιλείας στὸν Ἰσραήλ. Στὴ συνέχεια ἡ ἐξουσία περνάει στὰ χέρια τοῦ Δαβὶδ (π.1004-965), ποὺ σκιαγραφείται ως ὁ ἐνδοξότερος βιβλικὸς ἡγεμόνας. Ἀρχικὰ εἶναι βασιλιὰς μόνον τοῦ Ἰούδα (π. 1004-998) καὶ κατόπιν ὅλου του Ἰσραὴλ (998-965), ποὺ τὸν ἑνώνει κάτω ἀπὸ τὸ σκῆπτρο του. Καταλαμβάνει τὴν Ἱερουσαλὴμ[21] καὶ μεταφέρει ἐδῶ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης[22]. Πολεμικὸς βασιλιάς, νικάει τοὺς Φιλισταίους, τοὺς Μωαβίτες, τοὺς Ἐδωμίτες, τοὺς Ἀμαληκίτες καὶ τοὺς Σύριους[23].
Ὁ γιὸς τοῦ Δαβίδ, Σολομώντας (π.965-926) οἰκοδομεῖ τὸ Ναὸ[24] καὶ χτίζει «πόλεις ἀποθηκῶν» καὶ «πόλεις ἁμαξῶν»[25]. Κάνει συμμαχία μὲ γειτονικοὺς ἡγεμόνες, καὶ οἱ περιγραφὲς τὸν παρουσιάζουν ὡς λαμπρὸ καὶ σοφὸ βασιλιά.
Στὴ συνέχεια, ἐπέρχεται ὁ χωρισμὸς τοῦ ἑνωμένου ἰσραηλιτικοῦ βασιλείου (π. 926). Δημιουργείται τὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα καὶ τὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Σιγά-σιγὰ ἀπομακρύνεται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ ἀκολουθεῖ διαφορετικὴ πολιτική.
 Στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα βασιλεύει ἀρχικὰ ὁ Ροβοὰμ (926-910). Τὴν ἐποχή του εἰσβάλλει στὴν Ἰουδαία ὁ φαραὼ Σισάκ, περίπου τὸ 922[26]. Στὴ συνέχεια βασιλεύει ὁ Ἀβιοὺ (910-908), ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Κυρίου[27], ὁ Ἀσὰ  (907-868) πού παίρνει μέτρα ἐναντίον τῶν χαναανιτικῶν λατρευτικῶν πρακτικῶν ποὺ εἶχαν διεισδύσει στὸ λαὸ[28] καὶ συνάπτει συνθήκη μὲ τὸ βασιλιὰ τῶν Σύριων Βέν-Ἀδὰδ[29], ὁ Ἰωσάφατ  (868-847) ο οποίος ἐξαφάνισε τοὺς χαναναίους ἱερόδουλους, ποὺ ἦταν ἀπομεινάρια τῶν χαναανιτικῶν λατρευτικῶν πρακτικῶν στὸ βασίλειό του[30].
Ὁ γιὸς τοῦ Ἰωσάφατ, Ἰωρὰμ (852-845) συμβασιλεύει ἀρχικὰ μὲ τὸν πατέρα του, καὶ ἀπὸ τὸ 847 γίνεται ὁ μοναδικὸς ἡγεμόνας τοῦ Ἰούδα. Ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ λατρεία τοῦ Κυρίου καὶ ἀκολουθεῖ τὶς χαναανιτικὲς λατρεῖες[31]. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ γιὸς τοῦ Ὀχοζίας (845-844), ποὺ θανατώνεται ἀπὸ τὸ βασιλιὰ τοῦ βορείου βασιλείου Ἰηοῦ, καὶ ἔτσι ἡ μητέρα τοῦ Γοθολία σφετερίζεται τὴν ἐξουσία (845-840) καὶ ἐξοντώνει τοὺς ἀπογόνους τοῦ Δαβὶδ[32]. Ἐκδηλώνεται ἐναντίον τῆς ἐπανάσταση καὶ βασιλιὰς γίνεται ὁ Ἰωᾶς (840-801) σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν[33]. Αὐτὸς φροντίζει νὰ ἐπισκευάσει τὸ ναό, καὶ γλυτώνει τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν πολιορκία τοῦ βασιλιὰ τῶν Συρίων Ἀζαὴλ[34]. Τὸν διαδέχεται ὁ γιὸς τοῦ Ἀμασίας (801-787), ποὺ ἦταν πιστὸς στὸν Κύριο[35]. Ἡττᾶται ἀπὸ τὸν Ἰωᾶς, βασιλιὰ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ αἰχμαλωτίζεται στὴ Βαίθ-Σεμὲς[36].
Ὁ Οὐζίας ἢ Ἀζαρίας (787-736) εἶναι ὁ ἑπόμενος βασιλιὰς τοῦ Ἰούδα. Στον καιρό του, ὅπως ρητὰ δηλώνεται, γίνεται ἡ κλήση τοῦ Ἠσαΐα στὸ προφητικὸ ἀξίωμα[37]. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἀνεβαίνει στὸ θρόνο ὁ Ἄχαζ (741-725) ποὺ προσπαθεῖ νὰ ζητήσει τὴν προστασία τῶν Ἀσσυρίων[38], ἐνῶ ὁ διάδοχός του Ἐζεκίας (725-697) πολιορκεῖται στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Σενναχηρὶμ[39], ποῦ ζητάει νὰ τοῦ παραδοθεῖ ἡ πόλη[40]. Κάνει λατρευτικὲς μεταρρυθμίσεις, ἀποκαθαίροντας τὰ ἀσσυριακὰ στοιχεῖα, καὶ συντρίβει τὸν χάλκινο ὄφι Νεχουστᾶν[41].
Στὴ συνέχεια, κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Μανασσῆ (696-642), ὁ Ἀσσαρχαδῶν ὑποτάσσει τὴν Φοινίκη, τὴ χώρα τῶν Φιλισταίων, τὴν Ἐδὼμ καὶ τὴν Ἰουδαία, ἐνῶ ὁ Ἰουδαῖος βασιλιὰς αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους[42]. Πάντως ἡ φιλοασσυριακὴ πολιτικὴ του ὁδηγεῖ τὸ λαὸ στὴν εἰδωλολατρεία[43]. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἀκολουθεῖ ὁ γιὸς τοῦ Ἀμῶν (641-640), ποὺ δολοφονεῖται ἀπὸ τοὺς αὐλικούς του, ἐξαιτίας των επιλογών του, ἐνῶ κατόπιν ἀνεβαίνει στὸ θρόνο ὁ Ἰωσίας (639-609)[44], ποῦ προβαίνει σὲ θρησκευτικὴ μεταρρύθμιση, ἔχοντας ὡς βάση τὸ βιβλίο τοῦ νόμου, ποὺ βρέθηκε στὸ ναὸ καὶ ταυτίστηκε μὲ τὸ Δευτερονόμιο. Σκοπὸς της ἦταν ἡ ἀποκλειστικὴ συγκέντρωση τῆς Γιαχβικῆς λατρείας στὸ ναὸ[45]. Τὴν ἴδια ἐποχὴ δροῦν οἱ προφῆτες Ναοὺμ καὶ Ἀββακούμ, ἐνῶ καταλύεται ἡ Νινευὴ ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους[46] .
Ἀκολουθεῖ ὁ Ἰωάχαζ (609) καὶ ὁ Ἰωακεὶμ (608-598), μεγαλύτερος γιὸς τοῦ Ἰωσία, ποὺ ἀνεβαίνει στὸ θρόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ φαραὼ Νεχῶ. Μετὰ τὴν μάχη στὴν Καρκεμὶς ἡ  Συρία καὶ ἡ Παλαιστίνη ὑποτάσσονται στοὺς Βαβυλωνίους[47]. Ὁ Ναβουχοδονόσορας πολιορκεῖ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ κάνει τὸν Ἰούδα ὑποτελῆ του.
Ὁ γιὸς τοῦ Ἰωακείμ, Ἰωαχὶν ἢ Ἰεχονίας (598/7) βασιλεύει τρεῖς μῆνες καὶ δέκα μέρες[48]. Ὁ Ναβουχοδονόσορας πολιορκεῖ καὶ πάλι τὴν Ἱερουσαλὴμ , ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τὴν καταλαμβάνει. Τέλος, κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Σεδεκία (597-587), ἡ πόλη καταστρέφεται[49] καὶ ὁ λαὸς ὁδηγεῖται στὴν αἰχμαλωσία.
Στὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ βασιλεύει ἀρχικὰ ὁ Ἱεροβοὰμ Α΄ (926-907) ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ λατρεία τοῦ Κυρίου, δημιουργώντας δυὸ καινούρια ἱερὰ στὴ Δάν καὶ τὴ Βαιθήλ. Τοποθέτησε σὲ αὐτὰ δυὸ χρυσὰ μοσχάρια, σύμβολα τῆς γονιμότητας[50]. Ἀκολουθεῖ ὁ Ναδὰβ ἢ Ναβὰτ (907-906). Συνωμότησε ἐναντίον του ὁ Βασὰ (905-884)[51]  καὶ κατέλαβε τὴν ἐξουσία, ἀκολουθώντας καὶ αὐτὸς χαναανιτικὲς θρησκευτικὲς πρακτικές. Τὸν διαδέχεται ὁ Ἠλά, ὁ γιὸς του (883-882), καὶ αὐτόν, μετὰ ἀπὸ συνομωσία, ὁ ἀξιωματοῦχος του Ζιμρὶ (882). Κατόπιν κυβερνάει ὁ Ὀμρὶ (882-871), ποὺ ἵδρυσε τὴ Σαμάρεια καὶ κατόπιν ἀνακηρύσσεται βασιλιὰς ὁ Ἀχαὰβ (871-852). Τὸ βιβλίο Α΄ Βασιλέων περιγράφει μὲ μελανὰ χρώματα τὴ διακυβέρνησή του. Παντρεύτηκε τὴν Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ βασιλιὰ τῶν Σιδωνίων, ἔχτισε θυσιαστήριο στὸν Βάαλ καὶ κατασκεύασε ξύλινη λατρευτικὴ στήλη, ἐξοργίζοντας ἔτσι τὸ Θεὸ[52].
Στὶς ἡμέρες τοῦ ἔδρασε ὁ προφήτης Ἠλίας[53]. Ἀνυποχώρητος, παρέμεινε πιστὸς στὸ Γιαχβισμό, ἀκόμη καὶ ὅταν ὅλα φαινόταν νὰ εἶχαν χαθεῖ. Παρουσιάζεται σὰν ὁ μεγαλύτερος ἀντίπαλός της θρησκευτικῆς πολιτικῆς τῶν βασιλιάδων, καὶ  δὲ δίστασε νὰ ἐξοντώσει τοὺς προφῆτες τοῦ Βάαλ[54].
Τὸν καιρὸ τοῦ Ἀχαὰβ τὸ βόρειο βασίλειο ἐμπλέκεται σὲ πόλεμο κατὰ τῆς Δαμασκοῦ[55]. Κατόπιν συμμαχεῖ μὲ τὸ βασιλιὰ Βὲν – Ἀδὰδ ἐναντίον τῆς Ἀσσυρίας.
Τὸν Ἀχαὰβ τὸν διαδέχεται ὁ Ἀχαζίας (852-851) καὶ αὐτὸν ὁ Ἰωρὰμ (851-845). Τὴν ἐποχὴ τοῦ δρᾶ ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος καὶ ἀποστατοῦν οἱ Μωαβίτες[56], ἐνῶ ὁ διάδοχός του Ἰηοὺ (845-818)[57] ἐξολοθρεύει τοὺς ἀπογόνους του Ἀχαὰβ[58], καταργεῖ τὴ λατρεία τοῦ Βάαλ[59] καὶ καταβάλλει φόρο ὑποτέλειας στὸ Σαλμανάσσαρ, βασιλιὰ τῶν Ἀσσυρίων.
Ἀκολουθεῖ ἡ βασιλεία τῶν Ἰωάχαζ (818-802), τοῦ Ἰωᾶς (802-787) καὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ Β΄ (787-747). Κατά τη βασιλεία του εμφανίζονται οἱ προφῆτες Ἀμῶς καὶ Ὠσηέ.
Στὴ συνέχεια ἀνεβαίνουν στὸ θρόνο ὁ Ζαχαρίας (747) ποὺ καταπολέμησε τὴ λατρεία τοῦ Κυρίου, ὁ Σαλλοὺμ (746), ὁ Μεναχὲμ (746-737), ὁ Πεκαχία (Ὁ΄Φακεσίας 737/6) καὶ ὁ Φεκὰχ (Ὁ΄ Φακεὲ 735-732). Ἀρχίζει ὁ συροεφραϊμιτικὸς πόλεμος. Ὁ Ἀσσύριος Τιγλὰθ-Πιλέσερ εἰσβάλλει στὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὸ ὑποτάσσει. Κατόπιν καταλαμβάνει τὴ Δαμασκό, τὴν Ὑπεριορδανία καὶ τὰ βόρεια τμήματα τοῦ Ἰσραήλ.  [60].
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Ὠσηὲ (731-723), ὁ Σαλμανάσσαρ Ἔ΄ τὸν ὑποτάσσει καὶ τὸν ἀναγκάζει νὰ πληρώνει φόρο ὑποτέλειας. Ἀνακαλύπτοντας ὅμως ὅτι ὁ Ὠσηὲ συνωμοτεῖ, τὸν συλλαμβάνει καὶ τὸν κλείνει στὴ φυλακὴ[61]. Τέλος τὸ 721 ἡ Σαμάρεια πέφτει στὰ χέρια τῶν Ἀσσυρίων, ποὺ καταλύουν ἔτσι τὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ[62].




Οἱ λόγοι τῆς ἐμφάνισης τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ

Ἀποτελοῦν ζήτημα γιὰ συζήτηση οἱ λόγοι ποὺ ὁδήγησαν στὴ συγκρότηση τοῦ βιβλικοῦ Ἰσραὴλ σὲ ἐθνικὸ κράτος μὲ κοινὲς ἀρχὲς καὶ κοινοὺς στόχους[63]. Ἡ παράδοση, ποὺ τόνιζε ὅτι ὑπῆρχε ἕνας κοινὸς γενάρχης, ὁ Ἰακώβ, τοῦ ὁποίου οἱ δώδεκα γιοὶ ἀποτέλεσαν τοὺς προπάτορες τῶν φυλῶν ἔχει ἀμφισβητηθεῖ, καὶ ἀρκετοὶ ἦταν οἱ ἐρευνητὲς[64] που τὴ θεώρησαν ἕνα φιλολογικὸ κατασκεύασμα ἢ ἐπινόημα τῶν μεταγενέστερων χρόνων ποὺ ἀποσκοποῦσε νὰ ἀποδείξει τὴν ἑνότητα τῶν δώδεκα φυλῶν, τὸ ὁποῖο ἐρχόταν σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα
Ο Μ. Noth  προσπάθησε τὸ 1930[65] νὰ ἀποδείξει τὴν ὕπαρξη τῶν δώδεκα φυλῶν στὸ Ἰσραήλ, κάνοντας λόγο γιὰ ἀμφικτιονικὸ σύστημα διοίκησης τοῦ λαοῦ. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση, ποὺ εἶχε ὡς πρότυπο τὶς ἀνάλογες ἑλληνικὲς ἀμφικτιονίες, οἱ φυλὲς ἑνώνονταν γύρω ἀπὸ ἕνα ἱερό, λάτρευαν ἕναν κοινὸ Θεὸ καὶ ἔπρεπε νὰ ὑπερασπίζονται τὰ συμφέροντα τῆς λατρείας του[66]. Βεβαίως ἄλλοι ἐρευνητὲς (π.χ. G. Fohrer, C.H.J. de Geus, A.D.H. Mayes κ.ἅ)  ἀμφισβήτησαν τὰ πορίσματά του καὶ πρότειναν ἄλλες λύσεις.
Τὸ πρόβλημα ἀφορᾶ κυρίως τοὺς λόγους ποὺ ὁδήγησαν τὶς φυλὲς νὰ δεχτοῦν τὸν βασιλικὸ θεσμό. Ἂν δὲν ἀποτελοῦσαν κρατικὸ μόρφωμα, εἶναι δύσκολο νὰ γίνει δεκτὸ ὅτι ὅλες –ἔστω καὶ μὲ ἀντιρρήσεις-  δέχτηκαν τὸ βασιλικὸ θεσμὸ καὶ ὑπάκουαν στὶς ἀποφάσεις τοῦ μονάρχη. Πάντως εἶναι γεγονὸς ὅτι, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Κριτῶν, σύμφωνα μὲ τὶς βιβλικὲς ἀφηγήσεις, ὁ Ἰσραὴλ ἀντιμετώπιζε κοινοὺς ἐχθροὺς καὶ κινδύνους. Παράλληλα  ἡ λατρεία τοῦ Κυρίου φαίνονταν νὰ ἀποτελεῖ κοινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς.  Τὰ παραπάνω δημιουργοῦσαν ἐκ τῶν πραγμάτων ἕνα αἴσθημα συνοχῆς, ποὺ βοήθησε ἀργότερα νὰ γίνει συνείδηση πὼς χρειάζονταν ὁ βασιλικὸς θεσμός, ποὺ λειτουργοῦσε καὶ ὡς συνδετικὸς κρίκος.
Ἤδη, ὅπως τονίζεται στὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Γεδεών ἀρχίζουν νὰ ἐκδηλώνονται μοναρχικὲς τάσεις στὸν Ἰσραὴλ[67]. Ὁ λαὸς ζητάει ἀπὸ τὸν κριτὴ νὰ γίνει ὁ ἡγεμόνας του. Ἡ ἀφήγηση ἐπιτρέπει νὰ βγεῖ τὸ συμπέρασμα, ὅτι αὐτὸ ἦταν ἀπόρροια τῆς διείσδυσης χαναανιτικῶν συνηθειῶν, ποὺ φαίνεται νὰ εἶχε ἐνστερνιστεῖ ἀκόμη καὶ αὐτὸς[68].
Στὴ συνέχεια, ὁ γιὸς τοῦ Γεδεών προσπαθεῖ νὰ γίνει μονάρχης[69]. Ὁ ἀδελφός του τότε προσπαθεῖ νὰ ἀποτρέψει τὰ σχέδια του, διηγούμενος τὸ γνωστὸ αἴνιγμα γιὰ τὸ βασιλιὰ τῶν δένδρων[70].
Ἀπὸ τὶς ἀφηγήσεις φαίνεται ὅτι εἶχε ὡριμάσει στὸ λαὸ ἡ ἰδέα τῆς διακυβέρνησης ἀπὸ ἕναν μονάρχη, ποὺ θὰ ὑπεράσπιζε τὰ συμφέροντα τῶν φυλῶν καὶ θὰ ὁδηγοῦσε τὸ στρατὸ ἐναντίον τῶν ἀντιπάλων. Αὐτὸ παρουσιάζεται μὲ ἔντονο τρόπο στὸ βιβλίο Α΄ Σαμουήλ, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὶς συνθῆκες ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἵδρυση τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ.
Στὸ σχετικὸ κείμενο παρουσιάζονται οἱ πρεσβύτεροί του Ἰσραήλ, ὅταν γέρασε ὁ Σαμουὴλ καὶ ἔκανε κριτὲς τοὺς γιούς του, νὰ ζητᾶνε βασιλιά. Ὅπως τονίζουν οἱ διάδοχοί του δὲν κυβερνᾶνε καλὰ καὶ ὁ βασιλικὸς θεσμὸς εἶναι τὸ πολιτικὸ σύστημα ποὺ ἐπικρατεῖ καὶ στὰ ἄλλα ἔθνη[71].
Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ παραπάνω δυὸ ἐπιχειρήματα δείχνει νὰ εἶναι ἡ ἀφορμή, καὶ τὸ δεύτερο ἡ πραγματικὴ αἰτία: Ὁ Ἰσραὴλ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ φυλὲς καὶ λαοὺς ποὺ κυβερνιόνταν ἀπὸ βασιλιάδες. Εἶχε λοιπὸν γνώση τῶν θετικῶν καὶ τῶν ἀρνητικῶν του βασιλικοῦ θεσμοῦ. Ὁ Σαμουὴλ βέβαια ἀντιδράει. Στὸν ἀντιβασιλικὸ λόγο του, παραθέτει τὶς αἰτίες ποὺ ὁ βασιλικὸς θεσμὸς θεωρεῖται ἀκατάλληλος γιὰ τὸ λαό. Ὅπως τονίζει, ὁ βασιλιὰς θὰ χρησιμοποιεῖ τοὺς γιοὺς καὶ τὶς κόρες  τῶν Ἰσραηλιτῶν, σύμφωνα μὲ τὴ δική του θέληση, ἐνῶ αὐθαίρετα θὰ ἐπιβάλλει φόρους καὶ εἰσφορὲς[72]. Τὸ πλῆθος ὅμως ἐπιμένει καὶ ἐξειδικεύει τοὺς λόγους ποὺ ζητάει μονάρχη: Αὐτὸς θὰ κυβερνάει, θὰ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ θὰ διεξάγει πολέμους[73].
Τὸ τελευταῖο φαίνεται νὰ εἶναι καὶ ἡ αἰτία ποὺ προβάλλει ἡ παλαιοδιαθηκικὴ παράδοση, γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ. Εἰδικότερα ὁ φόβος τῶν Φιλισταϊκῶν ἐπιδρομῶν φαίνεται νὰ δικαιολογεῖ τὴν ἀνάγκη γιὰ ἕνωση τῶν φυλῶν, κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία ἐνὸς ἡγεμόνα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπιστοῦν αὐτές. Τὸ ἐρώτημα ὅμως ποὺ προβάλλει, σὰν συνέχεια, ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν πραγματικὴ δύναμη τῶν Φιλισταίων.

Οἱ Φιλισταῖοι θεωροῦνται λαὸς ποὺ εἶχε ἔρθει στὴν Παλαιστίνη ἀπὸ τὸ Αἰγαῖο[74]. Κατοικοῦσαν στὴν παραλιακὴ λωρίδα τῆς Παλαιστίνης ἔχοντας ὡς κέντρο τοὺς πέντε πόλεις.  Παρενοχλοῦσαν τὸν Ἰσραὴλ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε  ὁ Κύριος συγκατανεύει στὴν δημιουργία τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ ἐξαιτίας τοῦ κινδύνου ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὶς ἐπιδρομές τους, ὅπως φαίνεται στὸ στίχο Α΄ Σάμ. 9,16[75].
Ὅμως δὲν παρουσιάζονται μόνο οἱ Φιλισταῖοι ὡς ἀντίπαλοί του Ἰσραήλ. Ἐχθροὶ φαίνονται νὰ εἶναι οἱ Ἀμμωνίτες[76] καὶ οἱ Ἀμαληκίτες[77], ἐνῶ δὲ λείπουν ἀναφορὲς σὲ ἐχθρικὲς κινήσεις τῶν Μωαβιτών[78]  καὶ τῶν Σύριων[79].
Τὸ πρόβλημα λοιπὸν τῶν αἰτίων τῆς ἐμφάνισης τοῦ μοναρχικοῦ θεσμοῦ στὸν βιβλικὸ Ἰσραὴλ φαίνεται νὰ εἶναι σύνθετο[80]. Στὴν πραγματικότητα οἱ ἐχθρικοὶ σχηματισμοί, ποὺ ἔρχονταν σὲ πολεμικὴ σύρραξη μὲ τὶς ἰσραηλιτικὲς φυλές, ἦταν περισσότεροι ἀπὸ ἕναν. Σὲ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ σταθερότητα ποὺ ἐπιδίωκαν οἱ κάτοικοι τῶν ἰσραηλιτικῶν οἰκισμῶν, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἐλέγχουν τὶς ἀνταλλαγὲς καὶ τὴν  εἰσαγωγὴ τῶν τεχνικῶν μέσων[81], ποῦ θὰ τοὺς ἐπέτρεπαν νὰ διαχειρίζονται καλύτερα τὴν παραγωγή τους στὴν πρώιμη ἐποχὴ τοῦ Σιδήρου Ι (1200-1025 περίπου). Ἄλλωστε, ὅπως μαρτυρεῖται ὁ φόβος τῆς πείνας ἦταν συνεχὴς[82].
Τὰ παραπάνω, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ χωρίο Κρ. 21,25 στὸ ὁποῖο τονίζεται ὅτι ὁ καθένας ἔκανε ὅτι ἤθελε ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε βασιλιὰς δείχνουν τὸν πόθο γιὰ τὴ σταθερότητα ποὺ αὐτὸς θὰ ἐξασφάλιζε. Ἂν ἡ διαπίστωση παραβληθεῖ καὶ μὲ τὸ χωρίο Β΄ Σάμ. 8,15, ποὺ δείχνει τὸ Δαβὶδ νὰ δικάζει καὶ νὰ ἀποδίδει σὲ ὅλους τὸ δίκαιο ἀμερόληπτα, ἀναδεικνύει τὴν ἀνάγκη γιὰ τὴν ὕπαρξη ἐνὸς ἡγεμόνα, ποὺ θὰ ἐξαφάνιζε τὶς ντόπιες ἀντιπαλότητες καὶ θὰ ἐπιτύγχανε τὴ σιγουριὰ στὰ μέλη τῶν φυλῶν.




Ἡ σχέση τοῦ βασιλιὰ μὲ τὸν Κύριο

Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς βασιλιάδες τοῦ Ἰσραὴλ περνάει ἀπὸ πολλὲς διακυμάνσεις. Πάντως σύμφωνα μὲ τὰ βιβλικὰ κείμενα ὁ Θεὸς συμπαραστέκεται στὸν ἡγεμόνα τοῦ λαοῦ, χωρὶς πάντα νὰ βρίσκει ἀνταπόκριση. Ἰδίως τὴν περίοδο ποὺ δημιουργοῦνται τὰ δυὸ βασίλεια ἀλλὰ καὶ κατόπιν, δὲν εἶναι πολλοὶ οἱ ἡγέτες ποὺ μένουν πιστοὶ στὸν Κύριο καὶ προσπαθοῦν νὰ  ἀναδείξουν τὰ στοιχεῖα τῆς λατρείας του. Ἀρκετοὶ βασιλιάδες τοῦ Ἰσραὴλ ἀσπάζονταν χαναανιτικὲς θρησκευτικὲς πρακτικές, ἐρχόμενοι ἔτσι σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Θεοῦ, τοὺς προφῆτες[83].

***

Ἡ παράθεση συγκεκριμένων γεγονότων, ποὺ παρουσιάζουν τὰ βιβλικὰ κείμενα, θὰ βοηθήσει νὰ γίνουν περισσότερο κατανοητὲς οἱ θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις τῶν βασιλιάδων, καὶ νὰ φωτιστεῖ ἡ σχέση τους μὲ τὸ Θεό.
Ὁ Γιαχβέ, λοιπόν, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις ποὺ προβάλλει ὁ Σαμουὴλ γιὰ τὸ βασιλικὸ θεσμό, ἐπιλέγει τὸ Σαοὺλ καὶ τὸν χρίει ἄρχοντα τοῦ λαοῦ[84]. Τὸν κάνει καινούριο ἄνθρωπο[85] καὶ τὸν βοηθάει νὰ νικήσει τοὺς ἐχθρούς του Ἰσραὴλ[86]. Ἡ ἴδια βοήθεια δίνεται καὶ στὸ Δαβίδ. Χρίεται βασιλιὰς κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ Θεοῦ[87], ἀντιμετωπίζει καὶ νικάει τὸ Γολιὰθ[88], ἐνῶ σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς βασιλεία τοῦ γινόταν ἰσχυρότερος, γιατί ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἦταν μαζί του[89]. Ὅμως καὶ αὐτὸς δὲν ἦταν πάντα συνεπὴς μὲ τὸ νόμο του[90].
Ὁ Σολομώντας, παρὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχεται ἀπὸ τὸ Γιαχβέ, καθιερώνει ἱερὸ τόπο γιὰ τὸν Χεμῶς, τὸ βδέλυγμα τῆς Μωὰβ καὶ γιὰ τὸν Μιλκώμ, τὸ βδέλυγμα τῶν Ἀμμωνιτῶν. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ γιὰ ὅλους τους θεοὺς τῶν ξένων γυναικών του[91].
Μετὰ τὸ χωρισμὸ τῶν δυὸ βασιλείων οἱ χαναανιτικές, κυρίως, λατρεῖες, κάνουν συνεχῶς τὴν ἐμφάνισή τους. Ἔτσι, κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Ροβοάμ, στὸ Νότιο βασίλειο, καθιερώθηκαν ἱεροὶ τόποι, στήθηκαν λίθινες καὶ ξύλινες λατρευτικὲς στῆλες στὶς κορυφὲς τῶν λόφων, κάτω ἀπὸ τὶς σκιὲς τῶν δένδρων, ἐνῶ εἶχαν κάνει τὴν ἐμφάνισή τους καὶ ἄνδρες ἱερόδουλοι[92]. Τὴν ἴδια ἐποχή, στὸ βόρειο βασίλειο, τοποθετοῦνται, ὅπως ἔχει τονιστεῖ, δυὸ μοσχάρια, σύμβολα γονιμότητας, στὴ Δᾶν καὶ τὴ Βαιθήλ.[93].
Πολὺ ἄσχημη γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἀχαάβ. Παντρεύεται τὴν Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ βασιλιὰ τῶν Σιδωνίων, Ἐθβαάλ. Λάτρεψε τὸ Βάαλ καὶ τὸν προσκύνησε. Ἔχτισε θυσιαστήριο στὸ ναό του, ποὺ εἶχε κατασκευάσει στὴ Σαμάρεια. Ἔφτιαξε ξύλινη λατρευτικὴ στήλη[94], καὶ στὸ βασίλειό του εἶχε ἐγκαταστήσει τετρακόσιους πενήντα προφῆτες τοῦ Βάαλ καὶ τετρακόσιους προφῆτες τῆς Ἀστάρτης[95].
Κάποιες φορὲς ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ ἀφομοίωση ξένων θρησκευτικῶν πρακτικῶν, χρησιμοποιεῖται ὡς μέσον γιὰ τὴ βελτίωση τῶν σχέσεων μὲ τὶς μεγάλες αὐτοκρατορίες. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση τοῦ βασιλιὰ τοῦ Ἰούδα Ἄχαζ, ποὺ μιμήθηκε τὶς θρησκευτικὲς πρακτικὲς τῶν Ἀσσυρίων. Γιὰ νὰ τοὺς εὐχαριστήσει, διαμόρφωσε τὸ ναό, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐξυπηρετεῖ ἀσσυριακὲς θρησκευτικὲς συνήθειες, καὶ κατάργησε τὴ Στοὰ τοῦ Σαββάτου, ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ ἐσωτερικό του ναοῦ καὶ τὴν Εἴσοδο τοῦ Βασιλιά, ποὺ βρισκόταν ἀπ’ ἔξω[96].
Ἀντίθετα μὲ τοὺς παραπάνω ὁ βασιλιὰς Ἰωσίας προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας ὡς βάση τὸ Δευτερονόμιο. Ὅπως τονίζεται στὸ Β΄ Βάσ. 23,3  «…μετὰ ὁ βασιλιὰς στάθηκε πλάι στὸ στύλο τοῦ ναοῦ κι ἔκανε συμφωνία μὲ τὸν Κύριο? ἔδωσε ὑπόσχεση ὅτι θὰ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ θὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές του, τὰ προστάγματά του καὶ τοὺς νόμους του μὲ ὅλη τὴν καρδιά του καὶ τὴν ψυχή του, καὶ ὅτι θὰ ἐφαρμόζει ὅλα ὅσα εἶναι γραμμένα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο τῆς διαθήκης. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ὑποσχέθηκε νὰ μείνει πιστὸς στὴ διαθήκη».
Τὸ ἴδιο σχεδὸν  μὲ τὸν Ἰωσία ἔκανε καὶ ὁ βασιλιὰς Ἀσά. Ἔδιωξε ὅλους τους ἱερόδουλους ἄνδρες ἀπὸ τὴ χώρα, καὶ κατάστρεψε τὰ εἴδωλα ποὺ εἶχαν κατασκευάσει οἱ πρόγονοί του. Μάλιστα καθαίρεσε καὶ τὴ μητέρα του ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τῆς βασιλομήτορος, γιατί αὐτὴ εἶχε κατασκευάσει ἕνα εἴδωλο τῆς Ἀστάρτης[97].
Ἑπομένως ἡ θρησκευτικὴ πολιτικὴ τῶν βασιλιάδων, τόσο τοῦ ἑνιαίου βασιλείου, ὅσο καὶ ἀργότερα τῶν δυὸ χωρισμένων, δὲν ἦταν σταθερή. Ἀρκετοὶ ἀκολουθοῦν τὶς χαναανιτικὲς λατρεῖες, δημιουργοῦν ἱερὰ ἐπάνω σὲ λόφους καὶ στήνουν τὶς Ματσεμπὰ (λίθινες στῆλες) καὶ τὶς Ἀσερὰ (ξύλινες στῆλες). Δὲ λείπουν ὅμως καὶ αὐτοί, ποὺ ἀκολουθοῦν τὶς ἀρχὲς τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου.
Σίγουρα ἡ συνείδηση τοῦ κινδύνου τῆς ἀπώλειας τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας[98] εἶναι ἕνας πολὺ σημαντικὸς λόγος, ποὺ ὁδηγοῦσε σὲ ἀποφάσεις, γιὰ ἐπιστροφὴ στὴ θρησκεία τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ ἐκκαθάριση τῶν εἰδωλολατρικῶν στοιχείων. Ἡ ἀπειλητικὴ διάθεση, κυρίως τῶν Ἀσσυρίων, ἀπαιτοῦσε τὴ συσπείρωση τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ἑτοιμότητά του. Κάτι τέτοιο θὰ ἐπιτυγχανόταν μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὶς ἀρχαῖες λατρευτικὲς παραδόσεις. Βεβαίως αὐτὸ δὲν ἦταν  κάτι εὔκολο, καὶ ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ στίχο Β΄ Βάσ. 23,26[99], οἱ μεταρρυθμιστικὲς προσπάθειες τοῦ Ἰωσία δὲν εἶχαν οὐσιαστικὰ ἀποτελέσματα, οὔτε βοήθησαν στὴν ἐγρήγορση τοῦ λαοῦ.




Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ βασιλιὰ

Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ βασιλιὰ ἦταν μία θεϊκὴ πράξη. Ἡ ἐκλογὴ στὸ ἀνώτατο ἀξίωμα, ἦταν θέλημα τοῦ Γιαχβὲ[100]. Αὐτὴ βέβαια ἡ πρακτικὴ συνηθιζόταν σὲ ὅλο τὸν περίγυρο τοῦ βιβλικοῦ Ἰσραήλ, ὅπου ὁ βασιλιὰς θεωροῦνταν ὁ ἐκλεκτός του θεότητας[101].
Οἱ γυναῖκες ἀποκλειόταν ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα. Ἀναφέρεται μόνο μία ἐξαίρεση ποὺ ἀφορᾶ τὴν περίπτωση τῆς Γοθολίας (845-840), μητέρας τοῦ βασιλιὰ Ὀχοζία, ποὺ βασίλεψε πέντε χρόνια καὶ καθαιρέθηκε μὲ ἐπανάσταση.
Ὑπάρχουν δυὸ περιγραφὲς τελετῆς ἐνθρόνισης τῶν βασιλιάδων στὰ βιβλικὰ κείμενα. Ἡ μία ἀφορᾶ τὸν Σολομώντα[102] καὶ ἡ ἄλλη τὸν Ἰωᾶς[103]. Σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη, οἱ ἀξιωματοῦχοι καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ Δαβίδ, ἀνέβασαν τὸ γιό του σὲ μουλάρι καὶ τὸν ὁδήγησαν στὴν πηγὴ Γιχῶν, Κατόπιν ὁ ἱερέας Σαδὼκ πῆρε τὸ κέρας τοῦ λαδιοῦ ἀπὸ τὴ σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου καὶ ἔχρισε τὸ Σολομώντα. Ἀκολούθησαν σαλπίσματα καὶ ὅλος ὁ λαὸς φώναξε «Ζήτω ὁ βασιλιὰς Σολομώντας». Στὴν τελετὴ ἦταν παρὼν ὁ λαὸς τῆς πόλης, παίζοντας φλογέρες καὶ ἐκδηλώνοντας τὴ μεγάλη του χαρά. Μετὰ ὁ Σολομώντας κάθισε στὸ βασιλικὸ θρόνο καὶ οἱ ἀξιωματοῦχοι τοῦ Δαβὶδ ἐξέφραζαν τὴν εὐχὴ σὲ αὐτὸν νὰ δοξάσει ὁ γιὸς τοῦ τὸ θρόνο του, πιὸ πολὺ ἀπὸ αὐτόν.
Στὴν ἐνθρόνιση τοῦ Ἰωᾶς, ὁ ἱερέας Ἰεωϊαδὰ[104]  φοράει τὸ στέμμα στὸ βασιλιά, τοῦ δίνει τὸ ἔγγραφο τῆς Διαθήκης, τὸν χρίει μὲ λάδι καὶ ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι χειροκροτοῦν φωνάζοντας «Ζήτω ὁ βασιλιάς». Στάθηκε πλάι στὸ στύλο τοῦ ναοῦ, ἐνῶ τὸν πλαισίωναν ἀξιωματικοὶ καὶ σαλπιγκτές, καὶ ὅλος ὁ λαὸς πανηγύριζε καὶ σάλπιζε. Τέλος, ὁ Ἰωᾶς κάθισε στὸ βασιλικὸ θρόνο καὶ ὁ λαὸς τῆς χώρας ξέσπασε σὲ ἐκδηλώσεις χαρᾶς.
Ἀπὸ τὶς δυὸ τελετὲς βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐνθρόνιση περιλάμβανε τὴν ἀπονομὴ τῶν διακριτικῶν της ἐξουσίας, τὴν παρουσία ἀξιωματούχων, ποὺ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκδήλωναν τὸ σεβασμὸ τους στὸ νέο μονάρχη καὶ ἐγγυόταν τὴν νομιμότητα τῆς κυριαρχίας του, καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, ποὺ φανέρωναν ἔτσι τὴν προσήλωσή τους στὸν ἡγεμόνα. Τέλος, ἡ τοποθέτηση τοῦ μονάρχη στὸ θρόνο του, κλείνει ὅλη τὴν τελετή, καὶ φανερώνει ὅτι αὐτὸς ἔχει ἐγκατασταθεῖ στὴ θέση τοῦ κυβερνήτη.
Χαρακτηριστικό της τελετῆς ἐνθρόνισης ἦταν καὶ οἱ Ψαλμοί, ποὺ πιθανὸν ἀκούγονταν, καὶ οἱ ὁποῖοι, μετὰ τὴν ἐξορία, ἀπέκτησαν μεσσιανικὸ χρῶμα. Ὅπως τονίστηκε, τὴν ἀνάδειξη τοῦ νέου βασιλιά, τὴ συνόδευαν ἦχοι ἀπὸ σάλπιγγες. Εἶναι πιθανὸ καὶ ψαλμοὶ νὰ συνόδευαν τὴ μουσική. Σὰν τέτοιοι φαίνεται νὰ εἶναι ὁ Ψαλμὸς 2 καὶ ὁ Ψαλμὸς 110.
Στὸν Ψαλμὸ 2 ἀκούγεται ὁ ψαλμωδὸς νὰ διακηρύττει ἐκεῖνο ποὺ ὁ Κύριος ἀποφάσισε. Ὅπως τονίζεται: «Μοῦ εἶπε: “Γιὸς μου εἲσ’ ἐσύ∙ σήμερα ἐγὼ σὲ γέννησα. Ζήτα μου καὶ θὰ σοῦ χαρίσω ὅλους τους λαούς, στὴν κατοχή σου θα’ ναὶ ὡς τὰ πέρατα τῆς γῆς. Μὲ σιδερένιο χέρι θὰ τοὺς κυβερνήσεις, θὰ τοὺς συντρίψεις σὰ να’ ταν καμωμένοι ἀπὸ πηλό”»[105]. Στὸν Ψαλμὸ 110 λέει ὁ Κύριος « “Κάθισε στὰ δεξιά μου, ὥσπου νὰ ὑποτάξω τοὺς ἐχθρούς σου κάτω ἀπ’ τὴν ἐξουσία σού”. Ἀπ’ τὴ Σιών θὰ στείλει ὁ Κύριος της ἐξουσίας τὸ σκῆπτρο∙ δέσποζε στοὺς ἐχθρούς σου ἀνάμεσα. Σ’ ἀκολουθεῖ ὁ λαός σου ἐθελοντικά, ὅταν τοὺς προσκαλεῖς ν’ ἀγωνιστοῦνε. Ὀμορφοστόλιστα σὰν να’ ταν γιὰ τὴν ἅγια γιορτή, δροσάτα καθὼς τῆς αὐγῆς τό ἀγιάζι, τὰ παλληκάρια σου τριγύρω σου συνάζονται»[106].
Χαρακτηριστικὸ τῶν παραπάνω ψαλμῶν εἶναι ἡ νομιμοποίηση τοῦ βασιλιὰ ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ ἡ εὐχὴ νὰ ἔχει ὁ ἡγεμόνας πολλὲς στρατιωτικὲς ἐπιτυχίες. Βέβαια, στὴν ἐποχὴ τῆς διαιρεμένης βασιλείας, αὐτὸ φάνταζε μεγαλόστομο. Οἱ μεγάλες αὐτοκρατορίες ποὺ εἶχαν περικυκλώσει τὸν Ἰσραήλ, δὲν ἄφηναν περιθώρια γιὰ τὴν πραγματοποίηση παρόμοιων εὐχῶν. Περισσότερο δηλαδὴ παρουσίαζαν τὴν ἐπιθυμία, ποὺ δὲν εἶχε σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα, γιὰ τὸ πὼς θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι ὁ ἡγεμόνας τους.
Ἡ τελετὴ ἐνθρόνισης νομιμοποιοῦσε τὴν ἐξουσία τοῦ νέου βασιλιά, καὶ τὸν παρουσίαζε στὸ λαό, περιστοιχισμένο ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους του, ποὺ τοῦ ἔδιναν ἔτσι σταθερὰ ἐχέγγυα ὅτι θὰ τὸν σεβαστοῦν. Βεβαίως ὁ κατεξοχὴν ἐγγυητὴς τῆς ἐξουσίας του, παρέμεινε ὁ Θεός, ἡ λατρεία τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦσε κύρια φροντίδα τοῦ ἡγεμόνα, ἐνῶ καθόριζε καὶ τὶς ἰδεολογικὲς παραμέτρους τοῦ τρόπου ἄσκησης τῆς ἐξουσίας ἀπὸ μέρους του.


Ἡ ὀργάνωση τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας

Ὁ ἀντιβασιλικὸς λόγος τοῦ Σαμουὴλ[107], μὲ τὸν ὁποῖο προσπαθεῖ νὰ ἀποτρέψει τὸ αἴτημα τῶν Ἰσραηλιτῶν γιὰ βασιλικὴ διακυβέρνηση, περιέχει πολλὰ ἀπὸ τὰ προνόμια τῶν ἡγεμόνων.
Ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ στρατολογεῖ ὑπηκόους του καὶ νὰ τοὺς κάνει ὑπηρέτες του καὶ στρατιῶτες. Αὐτοὶ θὰ ἱκανοποιοῦσαν τὶς διαταγές του, θὰ ὄργωναν τὰ χωράφια του, θὰ θέριζαν τὰ σπαρτά του, θὰ κατασκεύαζαν τὰ πολεμικὰ του ὅπλα καὶ τὰ ἐξαρτήματα τῶν ἁμαξῶν του. Οἱ κόρες τοῦ λαοῦ του, θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ φτιάχνουν ἀρώματα, νὰ μαγειρεύουν καὶ νὰ ζυμώνουν. Μποροῦσε αὐθαίρετα νὰ πάρει τὰ καλύτερα χωράφια, τὰ ἀμπέλια καὶ τοὺς ἐλαιῶνες καὶ νὰ τὰ δώσει στοὺς ἀξιωματούχους του. Εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιβάλλει φόρο, νὰ παίρνει τὸ δέκατο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ τὸ δίνει στοὺς ἀνθρώπους του, ἐνῶ τὰ καλύτερα ζῶα τοῦ λαοῦ θὰ δούλευαν γι’ αὐτόν. Τέλος οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλείου θὰ ἦταν δοῦλοι του.
Τὸ κείμενο βέβαια ἀναφέρεται σὲ μία ἀγροτικὴ κοινωνία, μὲ περιορισμένο ἀριθμὸ ἀτόμων, ποὺ ταιριάζει κυρίως στὴν εἰκόνα τοῦ Ἰσραήλ, τὴν ἐποχὴ ποὺ τοποθετεῖται ἡ ἔναρξη τοῦ θεσμοῦ τῆς βασιλείας. Ὁ βασιλιὰς στὴν οὐσία, δὲ διαφέρει ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του, παρὰ μόνον ποσοτικά. Μόνο αὐτὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ χρησιμοποιεῖ πολλαπλάσια ἀγαθὰ ἀπὸ αὐτούς, καὶ μπορεῖ νὰ πάρει περιουσιακά τους στοιχεῖα γιὰ δικό του ὄφελος. Οὔτε φαίνεται νὰ ζεῖ σὲ πολυτελὲς παλάτι,  ἀφοῦ θὰ ἀγγαρεύει κόρες γιὰ νὰ τοῦ ζυμώσουν ἢ νὰ τοῦ μαγειρέψουν, καὶ ἡ τεχνολογία στὸ ἀνάκτορό του δὲ φαίνεται νὰ εἶναι ἀναπτυγμένη, ἀφοῦ τὰ πάντα γίνονται μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον οἰκιακῆς οἰκονομίας. Ὁ Σαμουήλ, λοιπὸν ἐδῶ δὲν περιγράφει ἕναν λαμπρὸ ἡγεμόνα τῶν προδιαγραφῶν τοῦ Δαβὶδ ἢ τοῦ Σολομώντα, ἀλλὰ ἕναν τοπικὸ ἄρχοντα, ποὺ προΐσταται σὲ μία μικρὴ ἀγροτικὴ κοινωνία.
Ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ δεν φαίνεται να διαφέρει ἀπὸ ἀντίστοιχους ὁμολόγους του, ποὺ  συναντᾶμε τὴν ἴδια ἐποχὴ σὲ πόλεις-κράτη τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς τοῦ Σιδήρου. Ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸν Ἀθηναῖο Κόρδο, ἢ τὸ Λαέρτη, τὸν πατέρα τοῦ Ὀδυσσέα, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζονταν ὡς ἡγέτες μιᾶς περιορισμένης ἀγροτικῆς κοινωνίας.
Δὲν φαίνεται δηλαδὴ νὰ μπορεῖ ὁ Ἰσραηλίτης βασιλιὰς νὰ παραβληθεῖ μὲ τοὺς ἡγέτες τῶν μεγάλων αὐτοκρατοριῶν τῆς Ἀσσυρίας καὶ τῆς Βαβυλώνας. Παρουσιάζεται λοιπόν περισσότερο σὰν ἕνας ἄρχοντας μιᾶς ἀγροτικῆς κοινωνίας.

***

Οἱ ἀξιωματοῦχοι τοῦ βιβλικοῦ βασιλείου, σύμφωνα μὲ τὶς ἀφηγήσεις, ἦταν οἱ ἑξῆς: ἱερεῖς, γραμματεῖς, ὑπομνηματογράφος, ἀρχιστράτηγος, ἀρχηγὸς τῶν διοικητῶν, προσωπικὸς σύμβουλος τοῦ βασιλιά, ὑπεύθυνος τῶν ἀνακτόρων καὶ ἐπόπτης τῶν ἀναγκαστικῶν ἔργων[108]. Ἐπίσης ἐμφανίζονται δώδεκα διοικητὲς ἐπαρχιῶν, ποὺ ἐφοδίαζαν τὸ βασιλιὰ καὶ τὸν οἶκο του μὲ τρόφιμα[109].
Ὁ βασιλιὰς εἶχε ἕνα μεγάλο χαρέμι[110], ποῦ ἦταν ἀποκλειστικὸ προνόμιό του καὶ σύμβολο πλούτου καὶ δύναμης. Ἔτσι ὁ Σολομώντας εἶχε ἐπτακόσιες συζύγους πριγκίπισσες καὶ τριακόσιες παλλακίδες[111], ὁ Δαβὶδ στὴ Χεβρῶν εἶχε ἤδη ἕξι συζύγους[112] , καὶ στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπόκτησε καὶ ἄλλες συζύγους καὶ παλλακίδες[113]. Ὁ Ροβοὰμ εἶχε δεκαοκτὼ συζύγους καὶ ἑξήντα παλλακίδες[114] καὶ ὁ Ἀβιὰ δεκατέσσερις συζύγους[115].
Οἱ πολλαπλοὶ γάμοι τοῦ βασιλιά, δὲν ἦταν μόνο σύμβολο κύρους ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦσαν καὶ διπλωματικοὺς σκοπούς. Γίνονταν μὲ σκοπὸ τὴ σύναψη συμμαχιῶν ἢ γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ μία πολεμικὴ ταραχή. Οἱ ξένες ὅμως γυναῖκες ἔφερναν στὸν Ἰσραὴλ τὶς δικές τους συνήθειες, καὶ γινόταν αἰτία νὰ ἀπομακρυνθοῦν οἱ βασιλιάδες ἀπὸ τὴ Γιαχβικὴ λατρεία, ὅπως συνέβη στὴν περίπτωση τοῦ Σολομώντα[116] καὶ τοῦ Ἀχαάβ, ποὺ ἡ σύζυγός του Ἰεζάβελ εἰσήγαγε στὸ βόρειο βασίλειο χαναανιτικὲς λατρευτικὲς συνήθειες[117].
Οἱ γιοὶ τοῦ βασιλιὰ ἐκπαιδεύονταν ἀπὸ κατάλληλα ἄτομα, ποὺ εἶχαν καὶ τὴ φροντίδα τους[118]. Στὰ βιβλικὰ κείμενα γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν κόρη τοῦ Δαβίδ, Θημάρ, ποὺ ζοῦσε στὸ παλάτι τοῦ πατέρα της μέχρι τὸ γάμο της[119]. Φοροῦσε μακρὺ χιτώνα μὲ μανίκια, σύμβολο τῆς παρθενίας της[120] . Οἱ κόρες τοῦ βασιλιὰ παντρεύονταν ἀνώτερους ὑπαλλήλους τοῦ κράτους[121] ἢ βασιλιάδες γειτονικῶν κρατῶν, ὅπως εἶχε γίνει στὴν περίπτωση τῆς κόρης τοῦ Ἀχαάβ, ποὺ εἶχε παντρευτεῖ τὸ βασιλιὰ τοῦ Ἰούδα Ἰωρὰμ[122]
Χαρακτηριστικὸς ἦταν ὁ ρόλος ποὺ προοριζόταν γιὰ τὴ μητέρα τοῦ βασιλιά, τὴ Gebira[123]. Φαίνεται πὼς τὸ ἀξίωμά της ἦταν θεσμοθετημένο, καὶ ἐνέπνεε σεβασμό. Ἔτσι ὁ Σολομώντας, μόλις παρουσιάστηκε ἐμπρὸς τοῦ ἡ μητέρα τοῦ Βηρσαβεέ, σηκώθηκε νὰ τὴν προϋπαντήσει, ὑποκλίθηκε μπροστά της, κάθισε στὸ θρόνο του καὶ ἔβαλε στὰ δεξιά του καὶ ἕναν θρόνο γι’ αὐτὴ[124].
Τέλος, ὅσον ἀφορᾶ τὴν οἰκονομία τοῦ Ἰσραὴλ[125], αὐτὴ ἦταν οὐσιαστικὰ ὑπόθεση τοῦ βασιλιά. Πηγὲς ἐσόδων του, ἦταν καὶ τὰ λάφυρα ἀπὸ τοὺς πολέμους[126]. Ἔκανε προσφορὲς στὸ ναὸ καὶ εἶχε θησαυροφυλάκιο στὰ ἀνάκτορα[127]. Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπαιρνε ἔδινε στοὺς εὐνούχους του καὶ τοὺς ἀξιωματούχους του[128].  Ἐδῶ νὰ τονιστεῖ ὅτι οἱ φόροι ποὺ ἦταν σὲ εἶδος, περιλάμβαναν σιτάρι, κριθάρι, λάδι καὶ γιδοπρόβατα[129] .



Συμπεράσματα

Ὁ θεσμὸς τῆς βασιλείας στὸν βιβλικὸ Ἰσραὴλ ἀρχίζει μὲ τὴν ἐνθρόνιση τοῦ Σαοὺλ καὶ τελειώνει ἄδοξα, μὲ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸ Ναβουχοδονόσορα καὶ τὴν τύφλωση τοῦ βασιλιὰ Σεδεκία. Τὸ διάστημα τῶν πεντακοσίων περίπου ἐτῶν, ποὺ μεσολαβεῖ, περιλαμβάνει, ὅπως γράφουν οἱ συντάκτες τῶν βιβλικῶν κειμένων,  τὴν δόξα ποὺ γνώρισε τὸ κράτος τὴν ἐποχὴ τοῦ Δαβίδ, τὴ διαίρεσή του σὲ δυὸ μέρη, μετὰ τὸ Σολομώντα,  καὶ τὴν κατάλυση τοῦ βορείου βασιλείου ἀπὸ τοὺς Ἀσσύριους καὶ τοῦ νοτίου ἀπὸ τοὺς Βαβυλώνιους.
Ἡ βασιλεία ἀναπτύσσεται στὴν ἐποχὴ τοῦ Σιδήρου. Τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα, ὁ μοναρχικὸς θεσμὸς γνωρίζει ἀκμὴ καὶ στὸ μεσογειακὸ χῶρο καὶ στὴ Μέση Ἀνατολή. Ἑπομένως δὲν πρέπει νὰ κάνει ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι φυλετικὰ μορφώματα, σὰν τὶς ἰσραηλιτικὲς ὁμάδες ποὺ κατοικοῦσαν στὰ ὀρεινά της Χαναᾶν, ἐπιλέγουν τὸ ἴδιο πολιτειακὸ σύστημα, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἑνωθοῦν καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ἐχθρούς του.
Ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς βασιλείας ἦταν ἡ προσήλωση στὴ θεϊκὴ δύναμη. Στὸν καιρὸ τοῦ Σαούλ, τοῦ Δαβὶδ καὶ στὸ μεγαλύτερο διάστημα τῆς βασιλείας τοῦ Σολομώντα ἡ λατρεία τοῦ Κυρίου ἦταν βασικὴ θρησκευτικὴ πρακτική. Κατόπιν ὅμως, οἱ χαναανιτικὲς ἀντιλήψεις καὶ οἱ ἀσσυριακὲς ἐπιδράσεις,  ὁδήγησαν στὴν εἰσαγωγὴ εἰδωλολατρικῶν στοιχείων καὶ συνηθειῶν. Οἱ λιγοστὲς ἑξαιρέσεις, σὰν τὴν μεταρρύθμιση τοῦ Ἰωσία, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ κατευθύνουν τὴν ἐπιστροφὴ στὸν Κύριο, δὲν εἶχαν μακροπρόθεσμα ἀποτελέσματα.
Ὁ βασιλιὰς ὀργάνωνε τὴν ἐξουσία του. Ἡ τελετὴ τῆς ἐνθρόνισης σήμαινε καὶ τὴν ἀποδοχή του ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους καὶ τὸ λαό. Εἶχε τὸ χαρέμι του, σύμβολο τοῦ κύρους καὶ τῆς ἐξουσίας του, καὶ περιστοιχιζόταν ἀπὸ πρόσωπα, σὰν τὴ βασιλομήτορα, ποὺ εἶχαν θεσμικὸ ρόλο στὸ κράτος.
Οἱ Ἰσραηλίτες βασιλιάδες κυβερνοῦσαν, κατὰ τὰ φαινόμενα,  ἕνα μικρὸ κρατίδιο, ποὺ γνώρισε ἀνάπτυξη, ἐπωφελούμενο ἀπὸ τὴν κόπωση τῶν μεγάλων δυνάμεων τῆς περιοχῆς. Ὅταν οἱ ἐπεκτατικὲς βλέψεις τῶν Ἀσσυρίων καὶ τῶν Βαβυλωνίων ἔπεσαν πάνω του, δὲ μπόρεσαν νὰ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ διατηρήσουν τὴν ἀνεξαρτησία τους. Ὅμως, μόνο αὐτοὶ ἐπέζησαν στὴ συλλογικὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, καὶ κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, σὰν τὸ Δαβὶδ καὶ τὸ Σολομώντα, ἀποτέλεσαν  πρότυπο γιὰ τοὺς μετέπειτα ἡγέτες μεγάλων αὐτοκρατοριῶν καὶ σημαντικῶν κρατῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ τοὺς μοιάσουν.

Για τη φωτό βλ. υπ. 57 


* O Νικόλαος Παύλου είναι πτυχιούχος του Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ και του Τμήματος Ιστορίας- Αρχαιολογίας- Κοιν. Ανθρωπολογίας (κατεύθυνση Ιστορία) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην Ερμηνευτική Θεολογία και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην Ιστορία της Ύστερης Αρχαιότητας. Είναι Διδάκτορας Θεολογίας

[1] Γιὰ το ζήτημα της χρονολόγησης της βιβλικής βασιλείας βλ. Gershon Galil, The chronology of the kings of Israel and Judah, Leiden 1996. Πρβλ. και Tetley  Christine Μ., The reconstructed chronology of the Divided Kingdom, Winona Lake IN, 2005

[2] Βλ.για το θέμα της σχέσης Θεού και βασιλικού θεσμού στον βιβλικό Ισραήλ Gordon R. P.,  The God of Israel, Cambridge 2007
[3] Τὸ μεγάλο πρόβλημα γιὰ τὸ μελετητὴ τῆς ἰσραηλιτικῆς βασιλείας εἶναι πενιχρότητα τῶν ἐξωβιβλικῶν πηγῶν. Ἐντούτοις, ἀκόμη καὶ τὰ λιγοστὰ εὐρήματα ποὺ ἔχουν ἔρθει στὸ φῶς, ἔχουν ἀντιμετωπίσει τὴ σκληρὴ κριτικὴ τῶν «ρεβιζιονιστῶν», ποὺ θεωροῦν ὅτι ἀνήκουν, στὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ (Γιὰ τὸ ζήτημα βλ. William G. Dever, Archaeology, the Israelite Monarchy and the Solomonic Temple, στὸ Perdue Leo (ed.) The Blackwell companion to the Hebrew Bible, Oxford 2001, σέλ. 186). Γιὰ παράδειγμα γνωστὴ ἐπιγραφὴ «Οἴκος τοῦ Δαβίδ» ποὺ βρέθηκε στὸ Tel Dan θεωρεῖται ὅτι δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν πρώιμη ἐποχὴ τοῦ Σιδήρου καὶ τὸ μεγάλο ἡγεμόνα ἀλλὰ εἶναι μεταγενέστερο προϊόν, ὅπως καὶ ἀντίστοιχη «βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ», ποὺ εἶχε ἀπoδοθεῖ στὸν Jehoram (849-842).  σχετικὴ μὲ τὸ θέμα συζήτηση ὑπάρχει στὸ ἔργο τοῦ W. Dietrich,  πρώτη  περίοδος τῆς βασιλείας στὸν βιβλικὸ Ἰσραήλ-10ος αἵ. π.Χ., ἐπιμέλεια-μετάφραση Ἰωάννη Μούρτζιου, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 236-245.
Ἔμμεση μαρτυρία ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ βασιλικὸ θεσμὸ στὸν βιβλικὸ Ἰσραὴλ εἶναι ἡ ἐπιγραφὴ τῆς Megiddo ποὺ ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ φαραὼ Shishak (Shoshenq I). Ὅπως εἶναι γνωστό, αὐτὸς ἐκστράτευσε τὸ 925 περίπου στὴν Παλαιστίνη, καὶ σύμφωνα μὲ ἐπιγραφὲς στὸ ναὸ τοῦ Amun στὸ Karnak, κατέστρεψε ἐδῶ πολλὲς πόλεις καὶ χωριά[3]. Γιὰ τὸ θέμα βλ. Carol Meyers, Kinship and Kingship , The Early Monarchy σ. 175, στὸ Coogan Michael (ed.) The Oxford History of the Biblical World ,  Oxford 2001. Πρβλ. Dietrich W. ὅ.π. σ. 236.
[4] Γιὰ τὰ βιβλία  Α΄, Β΄ Σαμουήλ( Ο΄ Α΄, Β΄ Βασιλειών) και Α΄, Β΄ Βασιλέων (Γ΄, Δ΄ Βασιλειῶν) καὶ τὴ θεολογία τοὺς βλ. Δόϊκος Δαμιανός, Εἰσαγωγὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, Εἰδικὴ Εἰσαγωγή, Θεσσαλονίκη 1985, Dunn James D.G.- Rogerson John (ἐπιμ.) Commentary on the Bible, Michigan/Cambridge 2003.
[5] Γιὰ τὴ δευτερονομιστικὴ παράδοση βλ. στὸ Μούρτζιος Ἰωάννης,  Ἑρμηνευτικὲς μελέτες στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2000, τὸ κεφάλαιο « Δευτερονομιστικὴ παράδοση στὴ σύγχρονη ἔρευνα», σ. 15-75, ὅπου τονίζεται ὅτι μὲ τὸ ὄνομα Δευτερονομιστὴς χαρακτηρίζεται μία θεολογικὴ ἱστοριογραφία, ποὺ ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωσία, καὶ ἀναθεώρησε ἤδη καταγεγραμμένα ἔργα καὶ εἰδικὰ τὰ βιβλία Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, Α΄-Β΄Σαμουήλ, Α΄- Β΄Βασιλειῶν.
[6] Α΄ Σαμ. 17,55-18,4.
[7] Α΄ Σαμ. 18-17-27.
[8] Α΄ Σαμ. 25,2-44
[9] Β΄ Σαμ. 9,1-13
[10] Β΄ Σαμ. 11,1 κ.ε.
[11] Α΄ Βασ. 10,1-13.
[12] Α΄ Σαμ. 26,1 κ.ε.
[13] Κρ. 7, 8-21
[14] Βλ. τη συζήτηση για την ιστορικότητα των σχετικών καταγραφών στο Nadav Na’aman, «Saul, Benjamin and the Emergence of “Biblical Israel” (Part I)», Zeitschrift fur die Alttestamentliche Wissenschaft, 121(2)/2009, 211-224
[15] Α΄ Βασ. 12,16. Ἡ μετάφραση εἶναι τῆς Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας Τελικὴ φάση μετάφρασης: Β. Τσάκωνας-Μ. Κωνσταντίνου. (στὸ ἑξῆς μετ. ΕΒΕ). σ. 438. Ἡ μετ. ΕΒΕ χρησιμοποιεῖται στὸ παρὸν ἄρθρο. Ἡ κραυγὴ αὐτὴ φαίνεται νὰ διασώζει τὶς ἀντιβασιλικὲς παραδόσεις, ποὺ περιέχονται καὶ στὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν.
[16] Για το θέμα του όρου ¨βιβλικός Ισραήλ» από τη βιβλική ιστοριογραφία βλ. Nadav, Na’aman,  «The Israelite-Judahite Struggle for the Patrimony of Ancient Israel, Biblica 91(1)/2010, 1-23
[17] Γιὰ μία σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητας τοῦ Σαοὺλ βλ. Dietrich W., Ἡ πρώτη  περίοδος τῆς βασιλείας στὸν βιβλικὸ Ἰσραήλ-10ος αἵ. π.Χ…σ. 80-110. Γιὰ τὴ σχέση τοῦ Σαοὺλ μὲ τὸ Σαμουὴλ βλ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, «Σαοὺλ καὶ Σαμουήλ»,  στὸ Κωνσταντίνου Μ, «Ρῆμα Κυρίου κραταιόν». Ἀφηγηματικὰ κείμενα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1998, σ.187-194.
[18] Α΄ Σαμ. 13,1-14,46.17.31. Γιὰ τοὺς πολέμους τοῦ Σαοὺλ ἐναντίον τῶν Φιλισταίων βλ. Gunneweg Ant. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ ἕως τὴν ἐξέγερση τοῦ Βᾶρ-Κοχβᾶ, μέτ. Ἰωάννη Μούρτζιου, Θεσαλονίκη 1997, σ. 138-146, ὅπου παρατίθεται καὶ ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία. Πρβλ. και Hawk, L. Daniel, Saul’s Altar, Catholic Biblical Quarterly, 72(4)/2010, 678-687, Nolan Caroline, he Rejection of Israel’s First King, Irish Theological Quarterly, 73(3-4)/2008, 355-368, Για μία διαφορετική θεώρηση ων αφηγήσεων βλ. onker, Louis C., Revisiting the Saul Narrative in Chronicles: Interacting with the Persian Imperial Context?, Old Testament Essays, 23(2)/2010, 283-305.
[19] Dietrich W. ό. π. σ. 335.
[20] Α΄Σαμ. 11.
[21] Β΄Σαμ. 5,7
[22] Β΄Σαμ. 6,1-15
[23] Β΄Σαμ. 8,1-14
[24] Α΄Βασ. 6,1 κ.ε.
[25] Α΄Βασ. 9,19.10,26
[26] Α΄Βασ. 14,25
[27] Α΄Βασ. 15,3
[28] Α΄Βασ. 15,11-15
[29] Α΄Βασ. 15,18 κ.ε.
[30] Α΄Βασ. 22,47
[31] Β΄Βασ. 8,18
[32] Β΄Βασ. 11,2
[33] Β΄Βασ. 12,1
[34] Β΄Βασ. 12,5-19
[35] Β΄Βασ. 14,3-4
[36] Β΄Βασ. 14,12
[37] Ησ. 6,1
[38] Βλ. τὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Ἄχαζ ἀπευθύνεται στὸν Τιγλάθ-Πιλέσερ βασιλιὰ τῶν Ἀσσυρίων (Β΄ Βασ. 16,7).
[39] Β΄Βασ. 18,13-25
[40] Β΄Βασ. 18,26-19-8
[41] Β΄Βασ. 18,4
[42] Β΄Χρον. 33,11
[43] Β΄Βασ. 21,1 κ.ε.
[44] Γιὰ τὸν Ἰωσία καὶ τὶς θρησκευτικές του μεταρρυθμίσεις βλ. Μούρτζιος Ἰωάννης : Ἡ θρησκευτικὴ μεταρρύθμιση τοῦ Ἰωσία καὶ ἡ σημασία της, Θεσσαλονίκη 1994, Μούρτζιος Ἰωάννης 1999 Θρησκευτικὲς μεταρρυθμίσεις στὸ Βιβλικὸ Ἰσραήλ, Θεσσαλονίκη  καὶ στὸ Μούρτζιος Ἰωάννης ,  Ἑρμηνευτικὲς μελέτες στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη…τὸ κέφ. «Τὸ τέλος τοῦ βασιλιὰ Ἰωσία»,  σελ. 77-91. Βλ. και Sweeney Marvin A., King Josiah of Judah: The Lost Messiah of Israel, New York 2000. Πρβλ. όμως και τις ενστάσεις για την έκταση της μεταρρύθμισης, που στηρίζονται σε αρχαιολογικά ευρήματα στο Fried Lisbeth S., The High Places (Bamot) and the Reforms of Hezekiah and Josiah: An Archaeological Investigation, Journal of the American Oriental Society, 2002, 122(3), 437-465.
[45] Β΄Βασ. 22-23. Β΄Χρον. 34-35
[46] Νμ 2,2 κ.ε.
[47] Ιερ. 46,1-12
[48] Β΄ Χρον. 36,9
[49] Ιερ. 39,1-14.52
[50] Α΄Βασ. 12, 28-30
[51] Α΄Βασ. 15,27
[52] Α΄Βασ. 16,32
[53] Γιὰ μία γενικότερη θεώρηση τῶν σχέσεων τῆς βασιλείας μὲ τὸ προφητικὸ κίνημα  βλ. Grottanelli Chr.,  Kings & Prophets: Monarchic Power, Inspired Leadership, & Sacred Text in Biblical Narrative, Oxford-New York  1999
[54]Α΄ Βασ. 18,16-40 Ὅλο τὸ ἐπεισόδιο τῆς ἀναμέτρησης τοῦ Ἠλία μὲ τοὺς προφῆτες τοῦ Βάαλ ἔγινε στὸ ὅρος Κάρμηλος ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Για το θέμα βλ. Rusak Tal, The Clash of Cults on Mount Carmel: Do Archaeological Records and Historical Documents Support the Biblical Episode of Elijah and the Ba’al Priests?, Scandinavian Journal of the Old Testament, 22(1)/2008, 29-46
[55] Α΄Βασ. 20
[56] Β΄Βασ. 1,1.3,4 κ.ε.
[57] Στὸν μαῦρο ὀβελίσκο τοῦ Σαλμανάσσαρ ὑπάρχει ἀπεικόνιση τοῦ Ἰηοῦ. Ὅπως τονίζει Μ. Κωνσταντίνου (στὸ Πηγὲς τῆς ἱστορίας τῆς Παλαιστίνης, Θ΄ π.Χ. αἰώνας, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 45)  «Πρόκειται γιὰ τὴ μοναδικὴ μέχρι σήμερα γνωστὴ ἀπεικόνιση ἐνὸς Ἰσραηλίτη βασιλιά. Φοράει κοντομάνικο χιτώνα μὲ κρόσια καὶ ζώνη στὴ μέση».
[58] Β΄ Βασ. 9-10
[59] Β΄ Βασ. 10,18-29
[60] Β΄Βασ. 15,29
[61] Β΄Βασ. 17,3-4
[62] Β΄Βασ. 18,9-12
[63] Βλ. και Wright Jacob L., «The Commemoration and the Formation of a Nation in the Hebrew Bible», Prooftexts, 29(3)/2009, 422-473
[64] Οἱ ἐρευνητὲς ποὺ ὑποστήριξαν αὐτὴ τὴ θέση ἦταν, μεταξὺ ἄλλων, οἱ Ed. Meyer, B. Luther, G. Forher, C.H.J. de Geus. Βλ. Τὴ σχετικὴ βιβλιογραφία στὸ Gunneweg Ant., Ant. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ ἕως τὴν ἐξέγερση τοῦ Βᾶρ-Κοχβᾶ…σ. 120-122.
[65] M. Noth: Das System der zwolf Stamme Israels, BWANT IV, 1, 1930.
[66] Βλ. τὸ χωρίο Κρ. 20,1-2, ὅπου φαίνεται νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἀμφικτιονία τῶν φυλῶν.
[67] Κρ. 8,22-23
[68] Ὁ Γεδεών, ἂν καὶ ἀρνεῖται τὸ κληρονομικὸ ἀξίωμα, ζητάει νὰ τοῦ δώσουν ἀπὸ ἕνα σκουλαρίκι, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὰ λάφυρα ποὺ εἶχαν πάρει ἀπὸ τοὺς Μαδιανίτες. Μὲ αὐτὰ ποὺ συγκέντρωσε  ἔφτιαξε ἕνα εἴδωλο καὶ τὸ τοποθέτησε στὴν πόλη  του, τὴν Ὀφρὰ (Κρ.8,24-27).
[69] Κρ.9,1 κ.ε.
[70] Κρ. 9,7-15
[71] Α΄ Σαμ. 8,5
[72] Α΄ Σαμ. 8,11-18
[73] Α΄ Σαμ. 8,20.
[74] Γιὰ τὸ θέμα βλ. Carol Meyers, Kinship and Kingship , The Early Monarchy σ. 175, στὸ  Coogan Michael (ed.) The Oxford History of the Biblical World σ.178 κ.ε.
[75] «Αὔριο τὴν ἴδια ὥρα , θὰ σοῦ στείλω ἕναν ἄντρα ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν, νὰ τὸν χρίσεις ἡγεμόνα τοῦ λαοῦ μου τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸς θὰ τοὺς ἐλευθερώσει ἀπὸ τοὺς Φιλισταίους. Εἶδα τὴ δυστυχία τοῦ λαοῦ μου καὶ κραυγή τους γιὰ βοήθεια ἔφτασε σἐμένα».
[76] Α΄ Σαμ. 11
[77] Α΄ Σαμ. 30,
[78] Α΄ Σαμ. 14,47
[79] Β΄ Σαμ. 8
[80] Γιὰ τὸ θέμα βλ. καὶ τὶς θέσεις τοῦ W. Dietrich. Στὸ Dietrich W. Ἡ πρώτη περίοδος τῆς βασιλείας στὸν βιβλικὸ Ἰσραήλ-10ος αἵ. π.Χ…..τὸ κέφ. ΙΙ.1.3 Μαρτυρίες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σιδήρου (ΙΙΑ), σ. 208  κ.ε..
[81] Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ χωρίο Ἅ΄Σάμ. 3,19, ὅπου τονίζεται: «Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν βρισκόταν σιδηρουργὸς σ’ ὁλόκληρη τὴ χώρα τοῦ Ἰσραήλ, γιατί οἱ Φιλισταῖοι δὲν ἤθελαν νὰ ἔχουν τὴ δυνατότητα οἱ Ἑβραῖοι νὰ κατασκευάζουν ξίφη ἢ λόγχες».
[82] Βλ. Β΄ Σαμ. 21,1 ὅπου τονίζεται πὼς τὴν ἐποχὴ ποὺ βασίλευε ὁ Δαβὶδ ἔπεσε πείνα στὴ χώρα ποὺ κράτησε τρία συνεχῆ χρόνια.
[83] Βλ. Kraus H. J. Gottesdienst in Israel, Munich 19622
[84] Α΄Σαμ. 10,1
[85] Α΄Σαμ. 10,9
[86] Α΄Σαμ.11
[87] Α΄Σαμ. 16
[88] Α΄ Σαμ. 17,41-54
[89] Β΄Σαμ. 5,10
[90] Β΄Σαμ. 24, 1-17
[91] Α΄Βασ. 11,7-8
[92] Α΄Βασ.14,23-24
[93] Α΄Βασ. 12,29
[94] Γιὰ τὰ παραπάνω  βλ. Α΄Βασ. 16,31-33
[95] Α΄Βασ. 18,19
[96] Β΄Βασ. 16,10-18
[97] Α΄Βασ. 15,12-13.
[98] Ὅπως πιστεύει ὁ Σάββας  Ἀγουρίδης. Βλ. Ἀγουρίδης Σ.,  Ἱστορία τῆς Θρησκείας τοῦ Ἰσραήλ, Ἀθήνα  1995, σ.198
[99] «Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἰωσίας δὲν μπόρεσε νὰ κατευνάσει τὴ μεγάλη ὀργὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶχε ἀνάψει ἐνάντια στὸ λαὸ τοῦ Ἰούδα, λόγω τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ βασιλιὰ Μανασσῆ»
[100] Βλ. Α΄Βασ. 2,15, ὅπου τονίζεται ὅτι ὁ Σολομώντας ἐγκαθίσταται στὸ βασιλικὸ ἀξίωμα, γιατί ἔτσι τὸ θέλησε ὁ Κύριος. Πρβλ. Roberts, J. J. M., TheEnthronement of Yhwh and David: The Abiding Theological Significance of the Kingship Language of the Psalms, Catholic Biblical Quarterly, 64(4)/2002, 675-686
[101] De Vaux Roland,  Ancient Israel. Its Life and Institutions, trans. John McHugh, New York 1961, σ. 100-101 ὅπου καὶ σχετικὰ παραδείγματα. Πρβλ. και King Philip J., Stager Lawrence E., Life in biblical Israel, Louisville Kentucky 2001
[102] Α΄Βασ. 1,32-48
[103] Β΄Βασ. 12-20.
[104] Γιὰ τὸ ρόλο τῶν ἱερέων  καὶ στὴν ἐνθρόνιση τῶν βασιλιάδων  βλ. Blenkinsopp J. Sage, Priest, Prophet: Religious and Intellectual Leadership in Ancient Israel, Louisville, Kentucky 1995, σ.80-82
[105] Ψλμ. 2,7-9
[106] Ψλμ.110,1-3
[107] Α΄Σαμ. 8,11-18
[108] Α΄Βασ. 4,1-6. Βλ. καὶ Καϊμάκης Δήμ. Οἱ θεσμοὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 2000, τὸ κεφάλαιο «Οἱ ἀξιωματοῦχοι τοῦ βασιλιὰ», σ. 187-195.
[109] Α΄ Βασ. 4,7-19.
[110] Ἡ ἴδια συνήθεια ἐπικρατοῦσε καὶ στὰ ὑπόλιπα βασίλεια τῆς Μ. Ἀνατολῆς. Παραδείγματα βλ. στὸ  De Vaux Roland Ancient Israel. Its Life and Institution…., σ. 115-116.
[111] Α΄ Βασ. 11,3
[112] Β΄ Σαμ, 3,2-5
[113] Β΄ Σαμ. 5,13
[114] Β΄ Χρον. 11,21
[115] Β΄ Χρον. 13,21
[116] Βλ. Β΄ Σαμ. 11,4
[117] Α΄ Βασ. 16,30-33
[118] Β΄ Βασ. 10,1. Α΄ Χρον. 27,32.  Αὐτὰ τὰ ἄτομα ἀνῆκαν σὲ ἐπιφανῆ στρώματα τῆς κοινωνίας, ὅπως συμπεραίνεται ἀπὸ τὴ συνάφεια τοῦ κειμένου.
[119] Β΄ Σαμ, 13,7
[120] Β΄  Σαμ. 13,18
[121] Α΄ Βασ. 4, 15
[122] Β΄ Βασ. 8,18
[123] Γιὰ τὸ θέμα βλ. Μούρτζιος Ἰωάννης, Ἑρμηνευτικὲς μελέτες στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη…τὸ κέφ. «Ἡ μητέρα τοῦ βασιλιὰ στὴ δευτερονομιστικὴ παράδοση»,  σ. 93-108. Πρβλ. Καϊμάκης Δημ. ό.π.σ. 201-206.
[124] Α΄Βασ.2,19
[125] Γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς ἰσραηλιτικῆς βασιλείας βλ. Dietrich W. Ἡ πρώτη περίοδος τῆς βασιλείας στὸν βιβλικὸ Ἰσραήλ-10ος αἵ. π.Χ….,σ. 300-308.  Πρβλ. Καϊμάκης Δήμ., Οἱ θεσμοὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης…σ. 217-225, ὅπου διακρίνονται  οἱ  «ἐθελοντικὲς ἢ ἐξαιρετικές» εἰσφορές, οἱ φόροι καὶ οἱ ἀγγαρεῖες.
[126] Α΄ Σαμ. 30,20
[127] Β΄ Βασ. 12,19
[128] Α΄ Σαμ. 8,15
[129] Ιεζ.45,13-15. Βλ. καὶ Καϊμάκης Δημ., ό. π. σ.221.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου