Οι μαρτυρίες
για τη φοινικική/χαναανιτική θρησκεία προέρχονται
από τις αρχαιολογικές ανασκαφές και από φιλολογικά κείμενα.
Όσον αφορά τις
πρώτες[1], πολύ
σημαντικές πληροφορίες για τη μελέτη της φοινικικής θρησκείας, δίνουν οι
πλίνθινες πινακίδες που έχουν βρεθεί στη βιβλιοθήκη της περιοχής της Ρας
Σιάμρα. Η τοποθεσία ταυτίζεται με την αρχαία Ουγαρίτ, και τα ευρήματα φωτίζουν
αρκετές πτυχές της θρησκείας όλης της περιοχής.
Κατεξοχήν
φιλολογική μαρτυρία για τη φοινικική θρησκεία είναι αυτή του Σαγχουνιάθων, που
έχει μεταδώσει ο Φίλων της Βύβλου(64-140 μ.Χ.), και έχει διασώσει ο Ευσέβιος
Καισαρείας στο έργο του «Ευαγγελική Προπαρασκευή»[2].
Σύμφωνα
λοιπόν με τις παραπάνω πηγές, βασικές
θεότητες του φοινικικού πανθέου είναι ο Ελ, ο Βάαλ και η Αστάρτη. Ο πρώτος
είναι ο αρχηγός των θεών, ο φιλάγαθος και οικτίρμων Ελ. Είναι ο πατέρας και ο
δημιουργός θεών και ανθρώπων.
Σημαντική
θεότητα είναι ο Βάαλ, που θεωρείται θεός της βροχής και της ευφορίας. Παράλληλα
είναι ο κύριος της γης, ο ισχυρός, ο ηγεμόνας. Στην ουσία εκπροσωπεί την
θνήσκουσα και αναγεννώμενη βλάστηση. Ταυτιζόταν με τον Άδωνι, ενώ στην Τύρο
λατρευόταν με το όνομα Melquart.
Την τριάδα
συμπληρώνει η θεά Αστάρτη (Ashera για τους κατοίκους της περιοχής) σύζυγος και αδελφή του Βάαλ[3].
Είναι η γονιμοποιός δύναμη, ενώ οι αναλογίες του ρόλου της με αυτόν της
Αφροδίτης είναι ευκολοδιάκριτες.
Χαρακτηριστικό
της φοινικικής θρησκείας είναι η διάκριση ανάμεσα στον «μακρινό» και τον
«κοντινό» θεό[4]. Ο «μακρινός» είναι ο
δημιουργός που δεν ασχολείται με τις τρέχουσες υποθέσεις του κόσμου. Είναι
απόκοσμος και απόμακρος. Ενώ ο «κοντινός» φροντίζει με τις ενέργειές του να
δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ευτυχία και τη σωτηρία των
ανθρώπων, με τους οποίους έρχεται σε άμεση επαφή. Ο πρώτος ρόλος αφορά τον Ελ,
που αν και είναι ο αρχηγός των θεών, δε φαίνεται να έχει συμμετοχή στην επίλυση
των ανθρώπινων υποθέσεων, ούτε οι πιστοί τον επικαλούνται ιδιαίτερα. Αντίθετα ο
Βάαλ είναι θεός της καθημερινότητας, ο «κοντινός» θεός που καθήκον του είναι να
έχει άμεση επαφή με τους ανθρώπους.
Ενδιαφέρον για
το θέμα μας παρουσιάζει ο ουγαριτικός μυθολογικός κύκλος που αφορά τους αγώνες
του Βάαλ για την εξουσία και τις συμμαχίες του με άλλες θεότητες. Τα σχετικά
κείμενα διασώθηκαν σε δέκα πλίνθινες πλάκες εκ των οποίων οι τρεις ήταν
ακρωτηριασμένες. Δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά από τον C. Virroleaud σε τεύχη του αρχαιολογικού περιοδικού Syria (1931
κ.ε.)[5].
Σύμφωνα με
αυτόν, η διπλή θεότητα του χαναανιτικού πανθέου Χουσώρ-και- Χασίς διατάζεται να
οικοδομήσει ανάκτορο για το θεό Γιάμ. Διαφωνεί με αυτό ο θεός Αστάρ και
μονομαχεί με το Γιάμ ο οποίος τελικά αναγνωρίζεται ως βασιλιάς. Ο τελευταίος
αισθάνεται και μεγάλη χαρά, γιατί έχει εξασφαλίσει λαμπρό οίκημα για τον εαυτό
του. Ο Βάαλ όμως δε συμφωνεί με αυτό, έρχεται σε ρήξη με το Γιάμ, τον οποίο και
νικάει με τη βοήθεια δύο μαγικών ροπάλων. Ακολουθεί γιορτή, ενώ η θεά του
πολέμου και αδελφή του Βάαλ, Ανάθ σφάζει τους εχθρούς του αδελφού της.
Όλοι οι θεοί
τότε συμφωνούν ότι ο Βάαλ δεν έχει ανάκτορο αντάξιο του αξιώματός του. Η Ανάθ
τονίζει ότι θα ζητήσει από τον Ελ να δώσει την άδεια γι’ αυτό. Πράγματι έτσι γίνεται
και ο θεός Χουσώρ-και- Χασίς αναλαμβάνει την κατασκευή του ανακτόρου. Όταν αυτό
τελειώνει, γιορτάζονται τα εγκαίνια με μεγαλοπρέπεια. Ο Βάαλ ανεβαίνει στο
θρόνο, επισκέπτεται την περιοχή του και μετά εγκρίνει την κατασκευή παραθύρου
στον οίκο του. Φύλακας του παράθυρου ορίζεται ο Χουσώρ- και- Χασίς[6].
Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι πως δε μπορεί να
υπάρξει θεότητα αντάξια του ονόματός της, χωρίς την ύπαρξη χώρου στον οποίο θα
κατοικεί. Είναι μία αντίληψη που είχε περάσει και στους Ισραηλίτες. Εκείνο που
έδινε την ιδεολογική φόρτιση στο ιερό της Ιερουσαλήμ, το Ναό του Σολομώντα,
αλλά και τους κατοπινούς ναούς του Ζοροβάβελ και του Ηρώδη, ήταν η ιδέα πως
αποτελούσε το κατοικητήριο του Θεού. Αυτή η άποψη αναπτύσσεται στους ψαλμούς
αλλά και σε προφητικά κείμενα[7].
Η ύπαρξη λοιπόν των φοινικικών θεοτήτων εξαρτώνταν από
τη δημιουργία ιερών χώρων που θα ήταν αφιερωμένοι σε αυτούς. Γίνεται λοιπόν
αντιληπτή η μεγάλη σημασία που απέδιδαν οι πιστοί τους στην κατασκευή ναών προς
τιμήν τους. Στην πραγματικότητα φαίνεται να προηγείται ο Ναός και κατόπιν να
ακολουθεί η λατρεία προς τιμήν του θεού.
[1] Βλ. Α. Χαστούπη 1951: Τα
εν Ras
Shamra (αρχαία Ουγαρίτιδι) αρχαιολογικά ευρήματα· η σπουδαιότης και
η προς την Π. Διαθήκην σχέσις αυτών, εν Αθήναις.
[2] ΒΕΠ, τ. 25, 16,6 κ.ε.,
Αθήναι 1960
[3] Σε κάποιες πηγές
παρουσιάζεται σαν γυναίκα του Ελ.
[4] Οι όροι «μακρινός» και
«κοντινός» θεός είναι δανεισμένοι από την επιστήμη της θρησκειολογίας. Για το
θέμα βλ. περισσότερα στο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου 1983: «Ο Κύριος εβασίλευσεν» Η
απόδοση του τίτλου «βασιλιάς» στο Γιαχβέ» σελ. 62 - 63, όπου και η σχετική
βιβλιογραφία.
[5] Βλ. και Αθ. Χαστούπη
1972-1975: Θρησκευτικά ουγαριτικά κείμενα, εν Αθήναις, σελ. 31
[6] Δημοσίευση στην ελληνική
βλ. στο Χαστούπης 1972-1975 σελ.39-104, όπου υπάρχει και η σχετική βιβλιογραφία
των πρώτων δημοσιεύσεων.
[7]
Ενδεικτικά βλ. Ψλ. 27,4 : «Ένα απ’ τον Κύριο ζητάω: Στον οίκο του να κατοικώ
όλες τις μέρες που θα ζω», Ψλ. 76,3: «Στην Ιερουσαλήμ στήθηκε ο ναός του κι η
κατοικία του στη Σιών» (μετάφραση ΠΔ), ενώ από τα προφητικά κείμενα βλ. το
όραμα του Ησαΐα που είδε τη θεοφάνεια μέσα στο Ναό, κατεξοχήν χώρο που ανήκει
στο Θεό (Ησ. 6, 1-10) . Παράλληλα βλ. και Ιερ. 7,1 ∙ 26,2 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου