Στη συνέχεια δημοσιεύεται άρθρο του αγαπητού φίλου και συναδέλφου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη που αφορά εντυπώσεις του από πρόσφατη επίσκεψή του στο Άγιον Όρος. Ο συντάκτης του ιστολογίου για πολλά από τα ζητήματα που καταγράφονται σε αυτό έχει διαφορετική θέση και με κάποια διαφωνεί. Πιστός όμως στη ρήση που αποδίδεται στον Βολταίρο «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες» προχωράει στη δημοσίευση, βέβαιος ότι θα προκαλέσει διάλογο.
ΠΟΛΕΜΙΚΟ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΡΗΜΟ
(Εντυπώσεις από
το «Περιβόλι της
Παναγίας»)
Ήταν η χρονιά εκείνη, που στην Ελλάδα οι τελευταίοι εκπρόσωποι του «ψευτορωμαίικου» – σύμφωνα με τον πατροΚοσμά – μαζί με την άθεη νομενκλατούρα κατηγορούσαν όλες τις σωστικές μεθόδους του Θεού – και ειδικά τη θεία κοινωνία – ως επιβλαβείς για την υγεία, με την ένοχη σιωπή, αν όχι τη βοήθεια, της διοικούσας Εκκλησίας. Ο λαός, ημιθανής, κατανάλωνε τη δοκιμασμένη από παλιά ναρκωτική ουσία “Big Brother” με ρεκόρ τηλεθέασης και οι γεωπολιτικοί αναλυτές “εκόμιζαν γλαύκας εις Αθήνας” για τα ελληνοτουρκικά στους ανήσυχους, χωρίς όμως να μπορούν να ιχνηλατήσουν το σχέδιο του Θεού, πίσω από τα σημεία, που οδηγεί στα «εξαμίλια» και την Πόλη. Τότε ανηφορίσαμε τα 1800 περίπου σκαλιά προς τη Σκήτη την αφιερωμένη στη Θεοπρομήτορα. Εκτιμούσα το συνοδοιπόρο μου πάνω κι από συνάδελφο στη δουλειά αλλά η συνύπαρξη σε καταστάσεις χάρης, όπως εδώ, ήταν πρωτιά, δοκιμασία και πείραμα. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, πέτυχε.
Άρχισα να σκιρτάω από χαρά, όταν καβάλα στο μουλάρι ανέβαινα τα στριφογυριστά σκαλιά από τον αρσανά προς το Κυριακό. Μετά το κέρασμα και αφού τακτοποιηθήκαμε στον κοιτώνα, περπατήσαμε στα στενά ανάμεσα στις καλύβες, το γκρεμό μπροστά μας και τα βράχια του Άθωνα από πίσω. Παρατηρούσαμε το τοπίο, σχολιάζαμε και φωτογράφιζα. Μπροστά μας συναντήσαμε ένα καμπουριαστό γεροντάκι με μαγκούρα. Είχε παραιτηθεί από αστυνομικός πριν τριανταπέντε χρόνια για να έρθει στην Αγία Άννα. Καταγωγή από τη Βοβούσα Ιωαννίνων. Πιάσαμε συζήτηση: «Διαβάστε τον Ιεζεκιήλ. Τώρα βρισκόμαστε στην αποστασία. Τι νομίζετε, απλός σεισμός θα ταρακουνήσει την Παλαιστίνη; Πυρηνικά θα πέσουν». Μας προσκάλεσε στην καλύβα του για περισσότερη συζήτηση μετά τον εσπερινό αλλά εμείς είχαμε άλλα σχέδια.
Ο εσπερινός θα γινόταν στις καλύβες, ως ιδιόρρυθμη Σκήτη και ο όρθρος με τη
θεία λειτουργία θα τελούνταν την άλλη μέρα στο Κυριακό. Λίγη ώρα μετά την τράπεζα με τα αλάδωτα ρεβίθια, ξεκινήσαμε προς τη μικρή Αγία Άννα και τα Κατουνάκια, όπου δεν πήγαμε τελικά. Ο συνοδοιπόρος μου ερωτεύτηκε το τοπίο, για μένα ήταν πια συνειδητή επιλογή. Προτιμώ την περιοχή της ερήμου στο Όρος. Απόλυτη κατάσταση, ακόμη και για τον κοσμικό επισκέπτη, διασώζει αξίες του αρχέγονου μοναχισμού και κάνει το προσκύνημα πιο ψυχωφελές. Είχαμε αφήσει το κύριο μονοπάτι και προς στιγμή νομίσαμε πως χαθήκαμε. Συναντήσαμε έναν προσκυνητή που επέστρεφε. Η φωνή του φανέρωνε κατάνυξη. Βρέθηκα πρώτος μπροστά στην κλειστή ξύλινη πόρτα, ανάμεσα σε δύο βράχους. Μια πόρτα στο μέσον του πουθενά, σχεδόν σουρεαλιστική, οριοθετούσε το χώρο άσκησης. Την άνοιξα και αντίκρισα στο βάθος χαμηλά τη σπηλιά με το εκκλησάκι του Τιμίου Προδρόμου και δίπλα της την ερειπωμένη καλύβα.
Άνοιξα και πάλι. Το εκκλησάκι είχε δύο στασίδια όλα κι όλα, που είχαν αντικατασταθεί με καινούργια, όπως μεταγενέστερη ήταν και η ρώσικη εικόνα του Ιωσήφ του Ησυχαστή και μια φωτογραφία του. Όλες οι υπόλοιπες εικόνες στο τέμπλο ήταν όπως τότε. Απέξω, μια ξύλινη καρέκλα, πρόχειρα φτιαγμένη. Το 1951 ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής ή Σπηλαιώτης, που ζούσε εδώ με τον Αρσένιο από το 1938, εγκατέλειψε το χώρο αυτό για λόγους υγείας και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σκήτη με τη συνοδεία του, τον Ιωσήφ Βατοπεδινό, τον Εφραίμ Φιλοθεΐτη και το Χαράλαμπο Διονυσιάτη (περιστασιακά εδώ ερχόταν και ο Εφραίμ Κατουνακιώτης, που τον είχε δεύτερο γέροντα). Μύριζε παππουδίλα και λιβάνι. Το σκληρό απογευματινό φως που χτυπάει τη δυτική πλευρά του Όρους, έμπαινε από το παράθυρο. Νόμιζα πως ήταν όλοι παρόντες. Εδώ έζησαν πέντε σύγχρονοι άγιοι. Κι αν για τους τρεις δεν έχει έρθει ακόμη η αγιοκατάταξη, στη συνείδηση των χριστιανών, είναι από τώρα άγιοι. Ο κοιτώνας έμοιαζε με φυσικό κρεβάτι στο βράχο, κλεισμένος ώστε να φαίνεται σα δωμάτιο. Δίπλα μια χτισμένη δεξαμενή για νερό και παραπέρα βρύση. Κοιτούσα την πόρτα ξανά και ξανά. Βγαίνοντας αντίκριζες όλη τη δυτική ακτογραμμή με τις Μονές και τις Σκήτες, αν καθόσουν στο κατωκάσι της πόρτας. Αν κοιτούσες από μακριά, φεύγοντας και πριν τη διαβείς, όπως ήταν υπερυψωμένη, έβλεπες ουρανό. Ο Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης άνοιξε μια πόρτα στον ουρανό για τους υποτακτικούς του. Δάσκαλος της νοεράς προσευχής, τους «είδε» από πριν ηγούμενους και πνευματικούς.
«Γέροντα, τους γνωρίσατε; Τους προλάβατε»; Ο Μακάριος, με ασυνήθιστη διαύγεια στα 92 , διορατικός σύμφωνα με βιώματα των πνευματικών του παιδιών, που είχαν έρθει να τον δουν, απάντησε: «Είμαι 60 χρόνια εδώ. Και τους γνωρίσαμε και ψάρια τους στέλναμε …» Σταμάτησε χωρίς να ολοκληρώσει. Δεν ήθελε να πει περισσότερα. Ένας προσκυνητής με παρότρυνε να προσπαθήσω να δω τον παπα – Γιάννη, διορατικό και προορατικό, σε μια καλύβα προς τον αρσανά, στα 96 του. Άλλος τον φοβόταν, «σε κατακεραυνώνει», είπε ως «δια Χριστόν σαλός». Την επομένη, δύο Χαλκιδικιώτες, στο κιόσκι στις Καρυές, μιλούσαν για τα βάσανά τους και την εμπειρία τους με τον Ευθύμιο της Καψάλας. Θεέ μου, πόσος πόνος υπάρχει στον κόσμο ! Πόσοι άνθρωποι αναζητούν βοήθεια στα προβλήματά τους … και πόσοι άγιοι ζουν σήμερα στο Όρος; Δε μιλώ για την άρρωστη γεροντολαγνεία, όπου κάποιοι ψάχνουν το «γκουρού» τους.
Ο όρθρος και η θεία λειτουργία στο παρεκκλήσι ήταν οικογενειακή υπόθεση, όπως τα ήξερα. Δίπλα μου ένας Γερμανός με τους δύο μεγάλους γιούς του, έδειχνε να παρακολουθεί και να καταλαβαίνει. Περίμενα να δω. Σταυροκοπήθηκε όπως οι Ρωμαιοκαθολικοί. Αργότερα μιλήσαμε στους κοιτώνες. Θα έφευγαν για τη Μεγίστη Λαύρα. Τη μεθεπομένη τους συναντήσαμε στις Καρυές. Είχαν περπατήσει για πεντέμιση ώρες, σχεδόν μια λιγότερη από τη δική μας πορεία, τέσσερα χρόνια πριν. Ευγενικές φυσιογνωμίες, μας κέρδισαν την καρδιά.
Τα σκαλοπάτια της Αγίας Άννας μας περίμεναν στον κατήφορο και δεν είναι πιο εύκολα στο κατέβασμα, φορτωμένοι με τους σάκους. Στο πλοίο, το αγαπημένο θέμα συζήτησης ήταν ο ιός της κορώνας. Στο λεωφορείο οι προσκυνητές φορούσαν το φίμωτρο, στο ναό όμως αφήνονταν στην προστασία της Παναγίας. Από τη Δάφνη ανεβήκαμε στις Καρυές από άλλο δρόμο, καθώς οι ανοιξιάτικες βροχές προκάλεσαν σοβαρές καταστροφές στο οδικό δίκτυο, φτάσαμε στο Σεράι και πήραμε δωμάτιο. Ο Άγιος Ανδρέας ή Σεράι, με το έντονο ρωσικό χρώμα, είναι κοινοβιακή Σκήτη, που λόγω μεγέθους μοιάζει με Μονή. Σήμερα ανήκει στο Βατοπέδι. Είναι τέτοιο το μέγεθός του, όπως κάθε τι που έχτισαν οι Ρώσοι, που οι λίγοι μοναχοί δυσκολεύονται στα διακονήματα. Στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του ξεφυτρώνουν παρεκκλήσια. Σε ένα από αυτά πήγαμε για εσπερινό. Τις καμπάνες χτυπούσε ένας μαθητής από την Αθωνιάδα κι ένας μοναχός βγάζοντας εκπληκτική μελωδία. Η ψαλμωδία ήταν εξίσου όμορφη.
Είχε προηγηθεί ένα δύσκολο μεσημέρι. Κατηφόρισα προς το Κουτλουμούσι. Καθώς απομακρυνόμουν από το Σεράι μετρούσα τρούλους σε σχήμα κρεμμυδιού, το χαρακτηριστικό ρωσικό αρχιτεκτονικό γνώρισμα. Κατέβηκα μόνος μου στην Παναγούδα και στρίβοντας έφτασα στο κελί του Ιωάννη του Θεολόγου. «Αυτά που είπε ο άγιος Παΐσιος, όλα θα γίνουν. Δεν είναι για άλλη γενιά. Γι αυτήν είναι. Είναι η σειρά να έρθει η πείνα για την Ελλάδα. Τον ακριβή χρόνο δεν τον γνωρίζουμε αλλά τα σημεία δείχνουν. Οι Αμερικάνοι τα έχουν όλα έτοιμα για την ανακήρυξη του Κουρδικού κράτους. Και όλα αυτά θα οδηγήσουν στο Γενικό πόλεμο και στα γεγονότα της Πόλης». Ο γέροντας ήταν σαφής. Όσοι βέβαια ωφελήθηκαν από το ισχύον σύστημα, δεν θέλουν αυτό να καταρρεύσει και δεν πονούν για την κατάντια της Ελλάδας, τους αρκεί η βολή τους. Άλλοι, καλοπροαίρετοι, δυσπιστούν πως αυτή η χώρα είναι δυνατόν κάποια στιγμή να κυβερνηθεί από ένα «άξιο παληκάρι», όπως το ονόμασε ο άγιος Πορφύριος. Βαπτίζουν «καταστροφολόγους» όσους μέσα από τις στάχτες του πολέμου, που έχει ξεκινήσει ήδη και δε γυρίζει πίσω, απλά στην αυλή μας δεν έφτασε ακόμα, προσδοκούν σύμφωνα με τα λεγόμενα των αγίων έναν κόσμο ανθρώπινο και χριστιανικό.
Βαδίζοντας στη ρεματιά συνειδητοποίησα πως για πρώτη φορά περπατούσα μόνος στο Όρος. Όταν επιστρέφοντας έφτασα καθυστερημένος στην τράπεζα, ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα και κατάκοπος από το μεσημεριανό ήλιο. Το αποκορύφωμα ήταν πως πήρα μόνο δύο φέτες ψωμί, γιατί το φαγητό της Πέμπτης δεν ήταν νηστίσιμο. Έτσι λοιπόν, αγιορείτικα, με ψωμί και νερό, πέρασε η μέρα για να ανταμειφθώ την επομένη.
Το βράδυ, στο πεζούλι, κοιτάζαμε την Πούλια και την κορυφή του Άθωνα. Ανταλλάξαμε εντυπώσεις με το συνοδοιπόρο μου. Σκοτεινά ήταν και όταν πέρασα την πύλη και κατηφόρισα στο ναό του Πρωτάτου. Φυσούσε ελαφρά και είχε ψύχρα. Δεν είχα ποτέ λειτουργηθεί εκεί, ούτε είχα κοινωνήσει πριν στο Όρος. Ξημέρωνε και η Παναγία «‘Άξιον εστί» μαζί με τους αγίους στις τοιχογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου κι εμάς τιμούσαμε την αποτομή της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου με το αγιορείτικο.
Και ξαφνικά, στην Ουρανούπολη, όλα φάνταζαν περίεργα. Αλλοιωμένοι από την κυρία Θεοτόκο, η ευγνωμοσύνη ξεχείλιζε για το αναπάντεχό της δώρο στη δύσκολη αυτή συγκυρία. Όποτε μας επιτρέψει, ανυπομονώ να ξαναβρεθώ στο Περιβόλι της.
Μιχαηλίδης Κωνσταντίνος – καθηγητής 14ου Γυμνασίου Λάρισας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου