ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



ΜIA ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

 

Ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί παλαιότερα, διατηρεί όμως και σήμερα την επικαιρότητά του


 

 

Σύμφωνα με το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων ο Παύλος κήρυξε το χριστιανισμό στην Ελλάδα κατά τη δεύτερη αποστολική του περιοδεία (49-51 μ.Χ.). Φεύγοντας λοιπόν από τη Βέροια, που ήταν ένας από τους σταθμούς της περιοδείας του, (οι άλλοι ήταν οι Φίλιπποι, η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και η Κόρινθος) κατευθύνεται προς την Αθήνα. Όπως γράφει ο Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων οι χριστιανοί της Βέροιας στέλνουν τον Παύλο να πάει ως τη θάλασσα, χωρίς όμως να γίνεται λόγος για το μέσον μετακίνησής του, ενώ οι συνοδοί του Σίλας και Τιμόθεος μένουν στην πόλη. Πιο αναλυτικά η πληροφορία του στίχου Πρ. 17,14 αναφέρει πως « ευθέως δε τότε τον Παύλον εξαπέστειλαν οι αδελφοί πορεύεσθαι έως επί την θάλασσαν». Αυτό δηλ. που τονίζεται είναι πως έφυγε από την πόλη και πήγε  σε περιοχή κοντά στη θάλασσα για να γλυτώσει από τους διώκτες του  Το ταξίδι του Απόστολου ως την Αθήνα γίνεται με τη συνοδεία των χριστιανών της Βέροιας, οι οποίοι κατόπιν γυρίζουν στην πόλη τους με  την εντολή να πουν στο Σίλα και τον Τιμόθεο να πάνε και αυτοί, όσο γίνεται πιο γρήγορα, στην πόλη του Περικλή και να συναντήσουν τον Παύλο (Πρ. 17-14-15).

Αποτελεί λοιπόν ζήτημα που σχετίζεται με το θέμα μας ο τρόπος μετάβασης του Παύλου. Δυστυχώς οι Πράξεις εδώ δε δίνουν καμία πληροφορία και έτσι μόνο σε υποθέσεις μπορούμε να βασιστούμε  .

Πάντως σε περίπτωση που επιβιβάστηκε σε καράβι θα πρέπει αυτό να είχε σταθμεύσει σε μία ακτή κοντά στη Βέροια και ο πλοίαρχός του να είχε συνεννοηθεί με τους χριστιανούς της πόλης, και να περίμενε για να παραλάβει τον Παύλο. Άλλωστε τον 1ο αιώνα μ.Χ., όπως και σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, δεν υπήρχαν οργανωμένες μεταφορές με τον τρόπο που γνωρίζουμε σήμερα. Ο ταξιδιώτης, που ήθελε να ταξιδέψει μέσω θαλάσσης, έπρεπε να περιμένει να περάσει ένα καράβι, που μετέφερε συνήθως εμπορεύματα, να ανεβεί σε αυτό και έτσι να φτάσει στον προορισμό του. Ταυτόχρονα θα έπρεπε να τον δέχονταν στο καράβι και ο καπετάνιος του. Τα ταξίδια δηλαδή ήταν μία πολύ δύσκολη υπόθεση, ενώ και οι κίνδυνοι κατά τη διάρκεια του πλου ήταν συνεχείς.

Ο μεγαλύτερος βέβαια ήταν η τρικυμία. Με ενάργεια το βιβλίο των Πράξεων περιγράφει αυτή που συνέβη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του Παύλου στη Ρώμη, που οδήγησε στο ναυάγιο της Μάλτας. Όπως υπογραμμίζει ο Λουκάς: «Για πολλές μέρες δε φαίνονταν ούτε ο ήλιος ούτε τα άστρα, η κακοκαιρία συνεχιζόταν, κι έτσι χανόταν κάθε ελπίδα να σωθούμε» (Πρ. 27, 20).

Επομένως, εφόσον ο Παύλος και οι συνοδοί του προτίμησαν τη θάλασσα για το ταξίδι τους  από τη Βέροια στην Αθήνα, ακολούθησαν για ασφάλεια μία διαδρομή κοντά στην ακτές της Κεντρικής Ελλάδας. Μετά τη θάλασσα της Πιερίας, που βρίσκεται δίπλα στη Βέροια,  το πλοίο περνάει κοντά στις ακτές της Λάρισας, το ανατολικό Πήλιο, εισέρχεται κατόπιν στον Παγασητικό κόλπο, διαπλέει το δίαυλο Ωρεών, κατόπιν τον Μαλιακό κόλπο, και μετά τον Ευβοϊκό φτάνει στο επίνειο της Αθήνας, τον Πειραιά.

Οι χριστιανοί της Βέροιας θα έπρεπε επίσης να γνώριζαν καλά τον καπετάνιο του καραβιού. Αλλιώς δεν εξηγείται εύκολα η στάθμευση του πλοίου στον τόπο επιβίβασης του Παύλου, ενώ δε φαίνεται να είχε σταματήσει το ταξίδι στην περιοχή για ανεφοδιασμό ή για να επιδιορθώσει κάποια πιθανή βλάβη του. Αυτά θα δημιουργούσαν καθυστέρηση, κάτι που δεν ήθελαν οι χριστιανοί της Βέροιας που ενδιαφέρονταν να προστατεύσουν τον Παύλο από τους εχθρούς του.

Κατά τα φαινόμενα θα ήταν ένα πολύ ήρεμο ταξίδι, χωρίς απρόοπτα, που επέτρεψε στον Παύλο και τους συνοδούς του να φτάσουν στον προορισμό τους γρήγορα και με ασφάλεια. Πάντως είναι σίγουρο ότι, σε αυτή την περίπτωση,  ο Απόστολος των Εθνών ενδιαφέρθηκε για την περιοχή που περνούσε το πλοίο του. Όπως φαίνεται και από την περιγραφή της μεταγωγής του στη Ρώμη, ο Παύλος γνώριζε τους τόπους από τους οποίους διέρχονταν (βλ. Πρ. 27, 10∙ 21. Έτσι  δείχνει ότι είναι πληροφορημένος για την Κρήτη και τα καιρικά φαινόμενα που επικρατούν στην περιοχή. Επομένως θα γνώριζε ότι έπλεε στην περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας, καθώς και για τα σημαντικότερα κέντρα της.

Αυτή όμως η υπόθεση για μετάβαση μέσω θαλάσσης παρουσιάζει πολλές δυσκολίες. Η κυριότερη ένσταση για το θαλάσσιο ταξίδι του  Παύλου μέχρι την Αθήνα είναι πως ο χρόνος πίεζε εξαιτίας των Θεσσαλονικέων διωκτών του Παύλου, και έπρεπε να βιαστούν για να φύγει από την περιοχή.

Για να δούμε τώρα τη δεύτερη υπόθεση. Ο Παύλος δηλαδή να ταξίδεψε από τη στεριά για να φτάσει στην Αθήνα από τη Βέροια. Πολλοί ερευνητές είναι κατηγορηματικοί γι’ αυτό. Έτσι ο Jerome Murphy-O'Connor στο έργο του Paul. His Story, (Oxford University Press, Oxford 2004) έχει υπολογίσει ακόμη και τον αριθμό των χιλιομέτρων που θα έκανε ο Παύλος. Εφόσον λοιπόν η διαδρομή από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Κόρινθο, που ήταν και η κυριότερη ελληνική πόλη την εποχή που μιλάμε, δηλ. στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. είναι 363 μίλια, δηλαδή 580 χλμ. ο Παύλος και οι συνοδοί του θα διένυαν κάθε ημέρα 20 μίλια δηλ. 32 χλμ και το ταξίδι του θα κρατούσε περίπου 18-20 ημέρες. Βέβαια, στη συνέχεια, ο Murphy-OConnor συλλογίζεται και τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν οι ταξιδιώτες της θεσσαλικής πεδιάδας. Όπως γράφει (σ. 171 του έργου του) η πεδιάδα το καλοκαίρι ήταν από τις πλέον ζεστές της Ευρώπης, πράγμα που θα έκανε δύσκολο το ταξίδι του Αποστόλου των Εθνών, όχι όμως και αδύνατο.

Το ερώτημα λοιπόν που έρχεται πηγαίο είναι το εξής: Που θα έπρεπε να σταματήσει ο Παύλος μετά τη Βέροια, ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα επέλεγε για να ταξιδέψει προς νότο; Και η απάντηση έρχεται εξίσου αυθόρμητα. Φυσικά στη Λάρισα! Το ζήτημα έχει τεθεί από παλιά, από σημαντικούς ερευνητές σαν τον William Ramsay ο οποίος μαζί με τους Mark Wilson και Frederick Fyvie Bruce έχουν γράψει το βιβλίο St. Paul the Traveler and Roman Citizen, London 2001, (15th edition). Οπότε το ζήτημα που προβάλλεται είναι γιατί ο Παύλος δεν κήρυξε στη Λάρισα.

Η απάντηση στο ερώτημα δίνεται από μία ενδιαφέρουσα προσθήκη του κώδικα Beza (κώδικας D, όπως σημειώνεται στη βιβλιογραφία) στο  Πρ. 17,15. Όπως είναι γνωστό αυτός διασώζει μία εκδοχή του κειμένου της Καινής Διαθήκης. Φυλάγεται στο Κέμπριτζ, στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου και προέρχεται από το 5ο αι. μ.Χ., διασώζοντας τη δυτική παράδοση του κειμένου.

Χωρίς αυτή την προσθήκη, ο στίχος Πρ. 17,15, που μας ενδιαφέρει,  είχε ως εξής (σε μετάφραση): «Οι συνοδοί έφεραν τον Παύλο ως την Αθήνα. Από κει γύρισαν πίσω, με την εντολή να πουν στο Σίλα και στον Τιμόθεο να έρθουν να τον συναντήσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται». Η προσθήκη τοποθετείται μετά τη λέξη Αθηνών και είναι η εξής: «παρήλθεν δε την Θεσσαλίαν εκωλύθη γαρ εις αυτούς κηρύξαι τον λόγον», δηλ. «προσπέρασε τη Θεσσαλία, γιατί εμποδίστηκε να κηρύξει το λόγο σε αυτούς». Επομένως ο στίχος διαμορφώνεται, με την προσθήκη, και η μετάφρασή του θα ήταν : «Οι συνοδοί έφεραν τον Παύλο ως την Αθήνα. Προσπέρασε τη Θεσσαλία, γιατί εμποδίστηκε να κηρύξει το λόγο σε αυτούς. Από κει γύρισαν πίσω, με την εντολή να πουν στο Σίλα και στον Τιμόθεο να έρθουν να τον συναντήσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται».

Προφανώς ο κώδικας Beza απηχεί μία παράδοση που φαίνεται να έχει ιστορικό πυρήνα. Για να αποδειχτεί αυτό θα πρέπει να εξεταστούν κάποιοι παράμετροι που σχετίζονται με την κατάσταση που βρίσκονταν η Θεσσαλία κατά τον 1ο αι. μ.Χ.

Τα ελληνικά εδάφη, όπως είναι γνωστό, ανήκαν σε δύο ρωμαϊκές επαρχίες, της Αχαΐας και της Μακεδονίας. Δυστυχώς δεν υπάρχει συμφωνία στις πηγές σε ποια από τις δύο υπάγονταν η Θεσσαλία την εποχή του Παύλου. Έτσι ο Στράβων την τοποθετεί στην επαρχία της Αχαΐας (Γεωγραφικά 17,3,25) ενώ ο Πτολεμαίος στην επαρχία της Μακεδονίας (Πτολεμαίος Κλαύδιος, Γεωγραφία 8,12). Πιθανότατα, κατά τη γνώμη μου, αρχικά να ήταν μέρος της Αχαΐας και την εποχή του Βεσπασιανού να έγινε μέρος της επαρχίας της Μακεδονίας. 

Εκείνο που προβληματίζει είναι οι λόγοι που εμπόδισαν τον Παύλο να κηρύξει στη Θεσσαλία, και τον οδήγησαν στην απόφαση να μη σταματήσει στην περιοχή και να κηρύξει. Βοήθεια σε αυτό το σημείο μπορεί να προσφέρει η ίδια η πρόταση που παρατέθηκε από τον κώδικα Βέζα, Σε αυτή το ρήμα που χρησιμοποιείται είναι το παρήλθεν. Το ίδιο χρησιμοποιείται και στο στ. Πρ. 16,8 που αναφέρει «παρελθόντες δε εις Μυσίαν, κατέβησαν εις Τρωάδαν». Ο λόγος που γίνεται αυτό διευκρινίζεται προηγουμένως στο στ. Πρ. 16,7 που παρουσιάζεται το Άγιο Πνεύμα να εμποδίζει τον Παύλο και τους συνοδούς του να κηρύξουν το ευαγγέλιο στην επαρχία της Ασίας. Οπότε ο συντάκτης του κώδικα Βέζα, έχοντας υπόψη του αυτό το χωρίο, και χρησιμοποιώντας το ίδιο ρήμα, πιστεύει πως ο Παύλος εμποδίστηκε από το Πνεύμα και προσπέρασε τη Θεσσαλία, έχοντας ως προορισμό την Κόρινθο, με ενδιάμεσο σταθμό την Αθήνα.

Αυτή η θεολογική ερμηνεία θα μπορούσε να έχει τις εξής ιστορικές διάστασεις:

Πρώτη: ο Παύλος δεν κήρυξε στη Θεσσαλία, γιατί τον απειλούσαν οι αντίπαλοί του από τη Θεσσαλονίκη. Αυτό, επειδή ήταν γνωστό στους χριστιανούς της Βέροιας, θεώρησαν καλό να βρεθεί ο Απόστολος σε περιοχές που δε θα μπορούσαν να του προξενήσουν βλάβη οι εχθροί του,

Δεύτερη: Ο Παύλος βιάζονταν να φτάσει στην Κόρινθο, που αποτελούσε και τον κύριο σταθμό της περιοδείας του, αν κρίνει κάποιος από το διάστημα που κάθισε σε αυτή (ενάμισυ χρόνος) και από τις επιστολές που έστειλε στους Κορίνθιους. Ο πρώιμος δηλαδή χριστιανισμός, αφού ήταν κατεξοχήν αστικό κίνημα, επικέντρωνε το ενδιαφέρον του σε μεγάλα αστικά κέντρα. Στον ελληνικό χώρο, τέτοιο ήταν, όπως τονίστηκε, η Κόρινθος.

Τρίτη: Ο Παύλος για το κήρυγμά του ακολουθούσε μία συγκεκριμένη τακτική: Πήγαινε πρώτα στις Συναγωγές, κήρυττε στους συμπατριώτες του, και κατόπιν απευθύνονταν στους προσήλυτους, δηλ. στους εθνικούς που συμπαθούσαν τον Ιουδαϊσμό.  Είναι πιθανό λοιπόν στη Λάρισα, τα μισά του 1ου αι. μ.Χ. να μην υπήρχε μεγάλος αριθμός Ιουδαίων και προσηλύτων, αν και έχουν βρεθεί αρχαιολογικά  ίχνη της παρουσίας τους, οπότε ο Παύλος θεώρησε πως έπρεπε να προσπεράσει την περιοχή.

Τέταρτη: Όπως είναι γνωστό στην περιοχή της Θεσσαλίας ανθούσε σε μεγάλο βαθμό η μαγεία. Είναι γνωστή η έκφραση Θεσσαλαί Φαρμακίδες που αντανακλάει μία παγιωμένη νοοτροπία, και απαντάται στον Αριστοφάνη  (Νεφέλαι 749), αναπαράγεται στο λεξικό του Ησύχιου (405,1), στα σχόλια στον Αριστοφάνη. (749α), και στα σχόλια στον Ευριπίδη [749]·. Είναι πιθανό λοιπόν ο Παύλος, γνωρίζοντας αυτή την κατάσταση, να μην ήθελε να έχει και πάλι δυσάρεστες περιπέτειες, σαν αυτές που συνέβησαν στους Φιλίππους, εξαιτίας της παιδίσκης που είχε μέσα της το «Πνεύμα Πύθωνος» (Πρ. 16,16), που είχαν ως αποτέλεσμα τη φυλάκισή του και το βασανισμό του.

 

 

Πιο πιθανή, κατά τη γνώμη μου, φαίνεται η πρώτη υπόθεση, που άλλωστε μπορεί να συνδυαστεί και με τις υπόλοιπες πληροφορίες των Πράξεων. Δηλαδή ο Παύλος να προσπέρασε τη Θεσσαλία επειδή οι χριστιανοί της Βέροιας ήθελαν να βρεθεί όσο πιο μακριά γίνονταν από τους διώκτες του Θεσσαλονικείς. Σύμφωνα με το στ. Πρ. 17,13 αυτοί κυνηγούσαν τον Παύλο και τους συνοδούς του προσπαθώντας να εμποδίσουν το κήρυγμά του.

Οπότε, σε συνδυασμό με τη σπουδή του να φτάσει στην Αθήνα και κατόπιν στην Κόρινθο, συνεχίζει το ταξίδι του, και κατεβαίνει στο νότο.

Αυτό όμως δε σημαίνει πως ο Παύλος αγνοεί ότι περνάει από μία σημαντική ελληνική περιοχή. Αυτός είχε βάλει το σπόρο στα ελληνικά εδάφη, ώστε αργότερα ο Ηρωδίων που ανήκε στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Ιησού, να κηρύξει, σύμφωνα με την παράδοση, το χριστιανισμό στην περιοχή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου