Οι "Θεολόγοι του μαυροπίνακα" σε παλιότερη ανάρτηση έχουν δημοσιεύσει το αριστούργημα του μεγάλου Παπαδιαμάντη " Στο Χριστό στο Κάστρο". Αναδημοσιεύεται εδώ το απόσπασμα που περιγράφει το Ναό της Γεννήσεως στη Σκιάθο. Μία μοναδική καταγραφή!
Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και δχί πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθασαντες εισηλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθανθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθυρισε μετ ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ στάνα της την βρεγμενην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς ειχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμόκλαδων και ηρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδηλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζόμενου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του Ιερού Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τώ μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας. Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τάς περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναι παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στιλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελαλει, φαντάζεται τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»! Εν τώ μέσω δε κρεμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολυκλαδος πολυέλεος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τάς εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσιων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τώ Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τάς περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλιττης. Δία δώρων και θυσιών εζητει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδιον, και διά του παιδιού την μητέρα. Αλλ ο παίς, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον. Και εις την χηβαδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαινετο στεφανουμενη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτερω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον.σεμνότητα αποπνεουσαι, αι μορφαι των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθεου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και εφαινοντο ως να εχαιρον διότι εμελλον ν ακουσωσι και πάλιν τάς ευχας και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, και εντός και εκτός, εικονιζετο περιτεχνως όλον το Δωδεκαορτον και τα τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας.
Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και δχί πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθασαντες εισηλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθανθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθυρισε μετ ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ στάνα της την βρεγμενην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς ειχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμόκλαδων και ηρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδηλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζόμενου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του Ιερού Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τώ μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας. Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τάς περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναι παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στιλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελαλει, φαντάζεται τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»! Εν τώ μέσω δε κρεμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολυκλαδος πολυέλεος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τάς εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσιων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τώ Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τάς περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλιττης. Δία δώρων και θυσιών εζητει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδιον, και διά του παιδιού την μητέρα. Αλλ ο παίς, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον. Και εις την χηβαδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαινετο στεφανουμενη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτερω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον.σεμνότητα αποπνεουσαι, αι μορφαι των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθεου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και εφαινοντο ως να εχαιρον διότι εμελλον ν ακουσωσι και πάλιν τάς ευχας και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, και εντός και εκτός, εικονιζετο περιτεχνως όλον το Δωδεκαορτον και τα τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου