Το 1984 κυκλοφόρησε και χρησιμοποιήθηκε ως διδακτικό εγχειρίδιο της Α΄ Λυκείου το βιβλίο του Λευτέρη Σταυριανού «Ιστορία του ανθρώπινου γένους». Είναι γνωστό ότι αποσύρθηκε επειδή περιείχε αναφορές στη θεωρία του Δαρβίνου, που θεωρούνταν ότι αντιμάχονταν τη βιβλική αφήγηση για τη Δημιουργία. Αναδείχτηκε έτσι μία αντιπαράθεση των ιδεών που είχε ως αφετηρία της βιβλικούς στίχους και την ερμηνεία που δίνονταν σε αυτούς. Ακόμη όμως και αυτή μπορούσε να αποτελέσει σημείο εκκίνησης, αφού έδινε εναύσματα για να προχωρήσει ο προβληματισμός για τη σχέση της Αγίας Γραφής με την επιστημονική γνώση.
Σε αυτό το πλαίσιο –δηλαδή της σχέσης της Αγίας Γραφής με την επιστημονική γνώση- εντάσσεται βασικά το ζήτημα της σχέσης της Αγίας Γραφής με τις φυσικές επιστήμες. Αφετηρία του είναι η διαπίστωση πως και οι δύο έχουν –τουλάχιστο σε αρκετά κεφάλαιά τους- ως αντικείμενο τον κόσμο, καθώς και τη δημιουργία του σύμπαντος, των έμβιων όντων και ειδικά του ανθρώπου. Φυσικά οι διαφορές στον τρόπο προσέγγισης είναι a priori δεδομένες, αφού συνδέονται με την παραγωγή του έργου της κάθε επιστήμης και εντοπίζονται εκτός των άλλων, όπως υποστηρίζει ένας πολύ μεγάλος αριθμός ειδικών ή μη, στο πως της δημιουργίας, στην εξέλιξη των δημιουργημάτων ακόμη και στο ρόλο που έχει ο άνθρωπος στη σχέση του με τα υπόλοιπα πλάσματα.
Είναι γνωστό ότι η πεποίθηση πως η αφήγηση της Αγίας Γραφής -και όχι τα θεολογικά μηνύματά της- για τη δημιουργία και τη θέση των όντων, που καταγράφεται κυρίως στο πρώτο βιβλίο της Πεντατεύχου, τη Γένεση, είναι η ορθή και οτιδήποτε θεωρούνταν πως έρχονταν σε αντιπαράθεση με αυτή θεωρούνταν λανθασμένο, ήταν κυρίαρχη στις προνεοτερικές ευρωπαϊκές κοινωνίες. Στις εποχές μάλιστα που κυριαρχούσε η θρησκευτική αυθεντία στο δυτικό κόσμο, όποια συζήτηση αμφισβητούσε την παραπάνω άποψη δημιούργησε παρεμβάσεις θρησκευτικών ηγετικών κύκλων που πίστευαν πως έτσι διακυβεύεται το κύρος της Βίβλου και οδήγησε στην καταδίκη πολλών έντιμων ερευνητών που αναγκάστηκαν να ανασκευάσουν τα πορίσματά τους, για να μη χάσουν ακόμη και τη ζωή τους.
Όμως και η άποψη ότι μόνο τα συμπεράσματα των φυσικών επιστημών είναι απολύτως ορθά, αφού στηρίζονταν στην παρατήρηση και στο πείραμα, οδήγησε σε υποβάθμιση της συμβολής της Αγίας Γραφής στη συγκρότηση του δυτικού πολιτισμού, κυρίως στο τέλος του 19ου αι. και στον 20ο αι., και περιόρισε σημαντικά το ρόλο της θρησκείας στη διαμόρφωση της καθημερινότητας του ανθρώπου που κινούνταν μέσα σε αυτόν.
Ταυτόχρονα αρκετές από τις ανακαλύψεις που λάβαιναν χώρα -κυρίως τον 20ο αιώνα- θεωρήθηκε ότι πλήττουν το βιβλικό κύρος, και κακώς οι ερμηνευτές της ασχολούνταν με ζητήματα που πλέον θεωρούνταν ότι δικαιωματικά ανήκουν στους εκπροσώπους των φυσικών επιστημών. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός φαύλου κύκλου εναλλαγής απολογητικών επιχειρημάτων από θεολόγους, που πίστευαν ότι προστάτευαν τις καταγραφές της Αγίας Γραφής και αντεπιχειρημάτων από «ειδικούς» που τα αντέκρουαν. Στο τέλος βέβαια ζημιωμένη ήταν η θεολογική και η επιστημονική σκέψη.
Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε και η αντίληψη ότι η συζήτηση για τη σχέση της Παλαιάς Διαθήκης με την επιστήμη οφείλει να στηριχτεί στη διαπίστωση πως η πρώτη έχει ως αποστολή να απαντήσει μόνο στα –λεγόμενα- «θρησκευτικά» ερωτήματα «Ποιος έκανε τον κόσμο» και «Γιατί τον έκανε». Στην ουσία έτσι δημιουργείται, κατά τη γνώμη μου, και πάλι ένα απολογητικό κλίμα, που εγκλωβίζει την Παλαιά Διαθήκη και δεν της αφήνει περιθώρια για διάλογο με την ανθρώπινη διανόηση. Ταυτόχρονα χάνεται και η πολυπλοκότητα της βιβλικής αφήγησης που έχει πολλές παραμέτρους.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου