Μαζί με τις ευχές για ένα δημιουργικό 2017 δημοσιεύουμε ένα παλαιότερο άρθρο μας, που αποτελεί και ανασκόπηση θέσεων -μέρες που είναι. Ταυτόχρονα το θεωρούμε και ως ευκαιρία για σκέψεις σχετικές με το ρόλο των Θρησκευτικών σε ένα σχολείο που αλλάζει.
ΝΠ
Είναι ανεπίτρεπτο να θεωρείται το θρησκευτικό μάθημα απυρόβλητο από τις εξελίξεις ή ξεκομμένο από την υπόλοιπη σημερινή πραγματικότητα . Είναι ενταγμένο οργανικά σε αυτή, αυτή θα πρέπει να αποτελεί το σημείο αναφοράς του, ενώ ο σκοπός του θα πρέπει να συναρτάται από τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Σε αντίθετη περίπτωση θα δικαιώνει κάποιους που το θέλουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και όχι στο αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων μας.
Επομένως ο λόγος για τα Θρησκευτικά θα πρέπει να λάβει αρχικά υπόψη του τα χαρακτηριστικά τα οποία διακρίνουν τη σύγχρονη κοινωνία για να μπορέσει να βοηθήσει το μάθημα –και τους εκπαιδευτικούς που το διδάσκουν- και να αναδείξουν την αναγκαιότητά της ύπαρξής του σε ένα σύγχρονο σχολικό πρόγραμμα. Αυτό σημαίνει πως όλοι πρέπει να κατανοήσουν πως η πολυπολιτισμικότητα η εκκοσμίκευση, και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των θρησκευτικών μειονοτήτων, που αποτελούν χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας, το οδηγούν αναγκαστικά, αν διατηρήσει μία απολογητική-κατηχητική μορφή, στο περιθώριο και στην απομόνωση, μιας και το περιεχόμενο του δε θα συμβαδίζει με αυτά τα τρία μεγέθη. Άρα ο προβληματισμός γύρω από αυτό, για να είναι γόνιμος, θα πρέπει να αφορά μία εκ νέου οριοθέτηση των σκοπών των Θρησκευτικών, για να μπορέσει να είναι σύστοιχο με τη σημερινή πραγματικότητα και να θεωρηθεί έτσι απαραίτητο να διδάσκεται στη νεολαία, που ζει και κινείται σε ρυθμούς του τώρα. Κάτω λοιπόν από αυτή την προοπτική, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό από όλους ότι δεν πρέπει να αντιπαρέλθουν την πραγματικότητα και να εφησυχάσουν ή να χρησιμοποιήσουν ακατάλληλα δεδομένα για την ερμηνεία της. Να τονιστεί πως πλέον ακατάλληλο, είναι η παραδοσιαρχία και οι παρενέργειες που προκύπτουν από αυτή, όταν χρησιμοποιείται ως εργαλείο ερμηνείας, διεκδικώντας μάλιστα και τη θέση της γνήσιας παράδοσης.
Πάντως από τη μελέτη του παρελθόντος
εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα που μπορούν να βοηθήσουν τη συζήτηση για τις προοπτικές του μαθήματος. Εδώ μπορεί να βοηθήσει η έρευνα ενός κομβικού σημείου για το μάθημα. Αυτό ήταν το γεγονός πως αποτελούσε μέρος των εξεταζομένων μαθημάτων στις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Βέβαια η συζήτηση που είχε προηγηθεί, έδειξε ότι η ελληνική κοινωνία, στη συνείδηση της οποίας, για λόγους που δεν οφείλονται στους Θεολόγους, τα Θρησκευτικά ήταν δευτερεύον μάθημα, δεν ήταν διατεθειμένη να του δώσει έναν καινούριο ρόλο, διαφορετικό από αυτόν που είχε συνηθίσει το παρελθόν. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, αν σκεφτεί κάποιος ότι και σήμερα η παιδεία στον τόπο μας θεωρείται ακόμη «εφαλτήριο κοινωνικής κινητικότητας», ενώ κυριαρχούσα αντίληψη, που μάλλον δεν αλλάζει, είναι ότι σχολείο = εξετάσεις και τίποτα άλλο. Άρα, σε ένα τέτοιο σύστημα, εκείνο που έχει αξία είναι μόνο η χρησιμοθηρία και όχι το ουσιαστικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης.
Η σχετική ειδησεογραφία των ημερών συνέδεε την έξωση από τις εξετάσεις με την «ωφέλεια» που θα προέκυπτε για τους μαθητές, αφού έτσι «θα εξετάζονταν σε λιγότερα μαθήματα» (λες και το πρόβλημα ήταν οι λίγες σελίδες εξέτασης των Θρησκευτικών), ενώ δεν έλειψαν υπαινιγμοί ακόμη και για εμπάθεια των Θεολόγων απέναντι στους εξεταζομένους. Έτσι τονιζόταν ότι στο μάθημα των Θρησκευτικών έχουν καταγραφεί οι μεγαλύτερες διαφορές στη βαθμολογία των μαθητών, γεγονός που αποδόθηκε στους θεολόγους και στα κριτήρια με τα οποία πιστεύονταν πως αυτοί αξιολογούσαν τον κάθε μαθητή.
Αυτή η αντίληψη για τα Θρησκευτικά φάνηκε να επικυρώνεται και με δημοσκόπηση του ημερήσιου τύπου των ημερών. Στην ερώτηση «τα Θρησκευτικά πρέπει να είναι ή όχι στα μαθήματα που καθορίζουν την εισαγωγή των μαθητών στο πανεπιστήμιο;» το 59,9% απαντούσε « Όχι, δεν είναι σημαντικό ώστε να καθορίζει ποιο θα μπαίνουν στο Πανεπιστήμιο», το 2% « δεν γνωρίζω, δεν απαντώ», ενώ το 38,19% πίστευε «Ναι, είναι πολύ σημαντικό μάθημα». Πάντως το ενδιαφέρον εδώ θα ήταν να δινόταν απάντηση και σε ερωτήσεις που θα αφορούσαν και άλλα μαθήματα, όπως για παράδειγμα « Θα συμφωνούσατε οι υποψήφιοι του Πολυτεχνείου ή της Ιατρικής να εξετάζονταν π. χ. στα Αρχαία Ελληνικά»; Νομίζουμε ότι έτσι θα εξάγονταν πιο ασφαλή συμπεράσματα.
………………………………………………………………………….
Πάντως το κυρίαρχο ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει, ανεξάρτητα από τα παραπάνω: ένα θρησκευτικό μάθημα έχει θέση στο σημερινό σχολείο ή όχι; Προσφέρει πραγματικά στη διαπαιδαγώγηση του σημερινού νέου ανθρώπου ή αποτελεί ένα απολίθωμα του παρελθόντος που παραμένει στο σχολικό πρόγραμμα επειδή το «θέλει η ελληνική οικογένεια», όπως έχει ακουστεί[i] ή επειδή το επιβάλλει η ιεραρχία της εκκλησίας; Με άλλα λόγια, τι μπορεί να προσφέρει σήμερα η θρησκευτική παιδεία, ώστε να αξίζει να συνεχίζει να υπάρχει, τη στιγμή που πολλά στοιχεία της, όπως για παράδειγμα η ιστορία των θρησκευτικών ιδεών ή ο πολιτιστικός πλούτος που είναι απόρροια μιας θρησκείας μπορούν να καλυφτούν από άλλα μαθήματα, όπως για παράδειγμα την Ιστορία ή την Αισθητική Αγωγή.
Είναι γνωστό πως στόχος της παιδείας, σύμφωνα και με το νόμο 1566/85 που περιέχει τις αρχές της εκπαίδευσης, είναι η δημιουργία ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων που θα μπορούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σημερινής κοινωνίας. Αποτελεί ζήτημα πως θα μπορούσε να επιτευχτεί αυτό, τη στιγμή που ο νέος άνθρωπος θα στερούνταν ενός βασικού εργαλείου που είναι η γνωριμία με το θρησκευτικό φαινόμενο, το οποίο αποτελεί βασικό συστατικό πολλών εκδηλώσεων της σημερινής πραγματικότητας. Εδώ λοιπόν θα πρέπει να βρίσκεται και το κέντρο που πρέπει να έχει ένα θρησκευτικό μάθημα, ώστε να αξίζει να βρίσκεται στο σχολικό πρόγραμμα : η παρουσίαση του θρησκευτικού φαινομένου, ο τρόπος που εκδηλώνεται και οι επιδράσεις που έχει στις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Το θρησκευτικό φαινόμενο αποτελεί το κέντρο και είναι η κινητήρια δύναμη πολλών εκδηλώσεων (θετικών ή αρνητικών) του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι δηλαδή βασικό συστατικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του πολιτισμού και απαιτείται η διερεύνησή του, καθώς και η κατανόησή του για να ερμηνευθεί ορθά η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν (και θα ζήσουν) οι μαθητές[ii]. Μία εκπαίδευση λοιπόν που δε θα δώσει σημασία στην παρουσίασή του θα είναι ελλιπής ή στρεβλή, και θα έχει στερήσει απαραίτητες γνώσεις από τους νέους ανθρώπους.
Να τονιστεί ακόμη πως ο χριστιανισμός, είναι βασικό συστατικό του δυτικού πολιτισμού, στον οποίο ανήκει η κοινωνία μας. Όπως λοιπόν, για παράδειγμα, σε ένα μάθημα Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής γίνεται λόγος για τη δημιουργία, τις αξίες και τα αγαθά του κοινοβουλευτισμού, που είναι ένα προϊόν του δυτικού τρόπου σκέψης, με τον ίδιο τρόπο στο μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να γίνεται λόγος για τις αξίες και τις αρχές του χριστιανισμού που αποτελούν, εκτός των άλλων, και μία εποποιία του πνεύματος του δυτικού ανθρώπου.
Επίσης είναι γνωστό πως η ερμηνεία της Βίβλου αποτελεί μία σπουδαία προσπάθεια του πνεύματος, ενώ η πολυφωνικότητα της θα χρησιμεύσει για την κατανόηση τη σημερινής πραγματικότητας[iv].
Οπότε ένα θρησκευτικό μάθημα θα μπορούσε ενδεχομένως, ανά τάξη, να περιλαμβάνει τα εξής (με την προϋπόθεση ότι θα εξακολουθήσει να διδάσκεται με τους σημερινούς ρυθμούς).:
Γ’ Δημοτικού: Μία γνωριμία με εκδηλώσεις που έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα (για παράδειγμα παρασκευή φαγητών, συγκέντρωση μελών της οικογένειας με αφορμή μία γιορτή κοκ)
Δ΄ Δημοτικού: Οι σημαντικότερες γιορτές των θρησκειών που δραστηριοποιούνται στον ελληνικό χώρο (με έμφαση στις γιορτές της ορθόδοξης Εκκλησίας που ακολουθεί η πλειοψηφία των Ελλήνων).
Ε΄ Δημοτικού: Η ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού.
ΣΤ΄ Δημοτικού: Μία πρώτη παρουσίαση των λύσεων που προτείνουν οι θρησκείες (και ίδίως ο χριστιανισμός) για τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου.
Α΄ Γυμνασίου: Οι τρόποι που οι άνθρωποι λατρεύουν το Θεό (ίδρυση ναών, τελετουργίες, αφιέρωση κοκ), με έμφαση στη χριστιανική παράδοση.
Β΄ Γυμνασίου: Ανάλυση του θρησκευτικού φαινομένου και των τρόπων εκδήλωσής του.
Γ΄ Γυμνασίου: Οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (με έμφαση στην παρουσίαση του χριστιανισμού). Τα ανατολικά θρησκεύματα.
Α΄ Λυκείου: Παρουσίαση βασικών θέσεων των θρησκειών (με έμφαση στο χριστιανισμό) μέσα από τα ιερά τους κείμενα)
Β΄ Λυκείου: Η Βίβλος, ως κείμενο αποδεκτό και σεβαστό από τους οπαδούς όλων των θρησκειών.
Γ΄ Λυκείου: Η θέση των θρησκειών απέναντι στα ζητήματα που ενδιαφέρουν το σημερινό άνθρωπο.
Τα βασικά στοιχεία της παραπάνω πρότασης είναι τα εξής:
Δεν επαναλαμβάνεται η ύλη προηγούμενων τάξεων, και ο μαθητής έρχεται σε επαφή συνεχώς με καινούρια μορφωτικά αγαθά.
Τα μαθήματα παρουσιάζουν μία αύξουσα δυσκολία ανά τάξη. Ενώ με το σημερινό αναλυτικό πρόγραμμα ο μαθητής πολλές φορές υποχρεώνεται να «κολυμπήσει στα βαθιά» (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Α΄ Γυμνασίου, που επιχειρείται η πρόσληψη στοιχείων από την Παλαιά Διαθήκη, που είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα δύσκολο φιλολογικό και θεολογικό κείμενο) με το προτεινόμενο του δίνεται η δυνατότητα να προχωράει από τα απλά στα σύνθετα.
Τα Θρησκευτικά γίνονται ένα μάθημα γνώσεων, που παρέχει στοιχεία τα οποία ενδιαφέρουν όλους τους μαθητές του σημερινού ελληνικού σχολείου, με κύρια συστατικά του το σεβασμό της ετερότητας και την προσπάθεια για κατανόηση του Άλλου. Προβάλλουν έτσι τις αξίες που διακρίνουν την ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινωνία.
Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί πως απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτύχει οποιαδήποτε πρόταση για αναβάθμιση του θρησκευτικού μαθήματος (και όχι μόνο) είναι ο τρόπος που θα προσφέρεται η ύλη στους μαθητές. Αν η παροχή της θα γίνεται με τρόπο απλό, κατανοητό και σύμφωνα με το ηλικιακό επίπεδο των παιδιών όλα θα πάνε καλά και θα γίνεται η αφομοίωσή της. Σε διαφορετική περίπτωση και οι καλύτερες προτάσεις, που θα συνδυάζονται με τις πλέον αγαθές προθέσεις, θα πέσουν στο κενό και δε θα προκαλέσουν ενδιαφέρον[v].
[i] Θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, μία δημοσκόπηση που θα έθετε τα εξής ερωτήματα: «Πιστεύετε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών είναι πρωτεύον και σημαντικό ή δευτερεύον;» «Πιστεύετε ότι οι μαθητές θα πρέπει να εξετάζονται σε πανελλήνιο επίπεδο στα Θρησκευτικά ή όχι;». . Με άλλα λόγια το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στη γνώμη που έχουν οι θεολόγοι (και οι θεολογούντες) για τα Θρησκευτικά, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας γι’ αυτό.
[ii] Βλ. και Russel McCutcheon, Κατασκευάζοντας τη Θρησκεία, μετ. Δημ. Ξυγαλατάς, Θεσσαλονίκη 2003, όπου τονίζονται και τα εξής: «στη βάση της η μελέτη της θρησκείας δεν έχει να κάνει με τη μελέτη της αυτόνομης θρησκείας, αλλά είναι μία ερμηνευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για να μελετήσει μια πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του πολιτισμού» (σ. 278)>
[iii] Βλ. και την επισήμανση του Αντ. Μανιτάκη (στο Μανιτάκης Αντ. Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος-Έθνος, Αθήνα 2000, σ. 151, υπ. 154), που τονίζει τα εξής: « …έτσι εμφανίζεται το εξής θεωρητικό παράδοξο. Ενώ η “Δύση” κρίνεται από τις συγκεκριμένες πρακτικές της και τα “εμπράγματα” επιτεύγματά της , η Ορθόδοξη Ανατολή κρίνεται με βάση αποκλειστικά τις ιδεατές θεωρητικές κατασκευές της που πολύ απέχουν από την πράξη».
[iv] Η Βίβλος αποτελεί βασικό συστατικό του δυτικού πολιτισμού. Βλ. και Φιλίπ Νεμό, Τι είναι η Δύση;, μετ. Δημ. Αναγνωστόπουλος,, Πέννυ Μέγγουλη, Αμαλία Σταθάκη, Ιωάννα Χονδρού, Θεώνη Χρυσανθοπούλου, Αθήνα 2008, όπου τονίζει πως η πολιτισμική μορφογένεση της Δύσης δομείται από πέντε σημαντικά γεγονότα, την επινόηση της πόλης και της επιστήμης στην Αρχαία Ελλάδα, το ιδιωτικό δίκαιο και τον ουμανισμό της Ρώμης, την ηθική και εσχατολογική προφητεία της Βίβλου, την “παπική επανάσταση” (11ος-13ος αι.) που καταξίωσε την ανθρώπινη πράξη και τις μεγάλες δημοκρατικές επαναστάσεις των νεότερων Χρόνων. Θεωρεί πως η ηθική και εσχατολογική επανάσταση της Βίβλου είναι η αγάπη, η οποία υπερβαίνει τη δικαιοσύνη, η δημιουργία, υπό το κράτος της εσχατολογικής θεώρησης, ενός γραμμικού χρόνου, που είναι ο χρόνος της Ιστορίας (σ. 12, βλ. και ανάλυση στις σελίδες 47-58).
[v] Βλ. και Νίκος Παύλου, Η χρήση των πηγών στο μάθημα των Θρησκευτικών, Νέα Παιδεία, 124/2007, σ. 113-123 στο οποίο τονίζεται ότι ο καλύτερος τρόπος πρόσληψης ενός θρησκευτικού μαθήματος είναι να χρησιμοποιούνται οι πηγές (:ένας ευρύς συνδυασμός κειμένων που θα μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να σχηματίσει μία πλήρη εικόνα της διδακτικές ενότητας), που θα επεξεργάζεται όλο το τμήμα με τη βοήθεια του διδάσκοντα.
ΝΠ
Είναι ανεπίτρεπτο να θεωρείται το θρησκευτικό μάθημα απυρόβλητο από τις εξελίξεις ή ξεκομμένο από την υπόλοιπη σημερινή πραγματικότητα . Είναι ενταγμένο οργανικά σε αυτή, αυτή θα πρέπει να αποτελεί το σημείο αναφοράς του, ενώ ο σκοπός του θα πρέπει να συναρτάται από τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Σε αντίθετη περίπτωση θα δικαιώνει κάποιους που το θέλουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και όχι στο αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων μας.
Επομένως ο λόγος για τα Θρησκευτικά θα πρέπει να λάβει αρχικά υπόψη του τα χαρακτηριστικά τα οποία διακρίνουν τη σύγχρονη κοινωνία για να μπορέσει να βοηθήσει το μάθημα –και τους εκπαιδευτικούς που το διδάσκουν- και να αναδείξουν την αναγκαιότητά της ύπαρξής του σε ένα σύγχρονο σχολικό πρόγραμμα. Αυτό σημαίνει πως όλοι πρέπει να κατανοήσουν πως η πολυπολιτισμικότητα η εκκοσμίκευση, και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των θρησκευτικών μειονοτήτων, που αποτελούν χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας, το οδηγούν αναγκαστικά, αν διατηρήσει μία απολογητική-κατηχητική μορφή, στο περιθώριο και στην απομόνωση, μιας και το περιεχόμενο του δε θα συμβαδίζει με αυτά τα τρία μεγέθη. Άρα ο προβληματισμός γύρω από αυτό, για να είναι γόνιμος, θα πρέπει να αφορά μία εκ νέου οριοθέτηση των σκοπών των Θρησκευτικών, για να μπορέσει να είναι σύστοιχο με τη σημερινή πραγματικότητα και να θεωρηθεί έτσι απαραίτητο να διδάσκεται στη νεολαία, που ζει και κινείται σε ρυθμούς του τώρα. Κάτω λοιπόν από αυτή την προοπτική, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό από όλους ότι δεν πρέπει να αντιπαρέλθουν την πραγματικότητα και να εφησυχάσουν ή να χρησιμοποιήσουν ακατάλληλα δεδομένα για την ερμηνεία της. Να τονιστεί πως πλέον ακατάλληλο, είναι η παραδοσιαρχία και οι παρενέργειες που προκύπτουν από αυτή, όταν χρησιμοποιείται ως εργαλείο ερμηνείας, διεκδικώντας μάλιστα και τη θέση της γνήσιας παράδοσης.
Πάντως από τη μελέτη του παρελθόντος
εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα που μπορούν να βοηθήσουν τη συζήτηση για τις προοπτικές του μαθήματος. Εδώ μπορεί να βοηθήσει η έρευνα ενός κομβικού σημείου για το μάθημα. Αυτό ήταν το γεγονός πως αποτελούσε μέρος των εξεταζομένων μαθημάτων στις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Βέβαια η συζήτηση που είχε προηγηθεί, έδειξε ότι η ελληνική κοινωνία, στη συνείδηση της οποίας, για λόγους που δεν οφείλονται στους Θεολόγους, τα Θρησκευτικά ήταν δευτερεύον μάθημα, δεν ήταν διατεθειμένη να του δώσει έναν καινούριο ρόλο, διαφορετικό από αυτόν που είχε συνηθίσει το παρελθόν. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, αν σκεφτεί κάποιος ότι και σήμερα η παιδεία στον τόπο μας θεωρείται ακόμη «εφαλτήριο κοινωνικής κινητικότητας», ενώ κυριαρχούσα αντίληψη, που μάλλον δεν αλλάζει, είναι ότι σχολείο = εξετάσεις και τίποτα άλλο. Άρα, σε ένα τέτοιο σύστημα, εκείνο που έχει αξία είναι μόνο η χρησιμοθηρία και όχι το ουσιαστικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης.
Η σχετική ειδησεογραφία των ημερών συνέδεε την έξωση από τις εξετάσεις με την «ωφέλεια» που θα προέκυπτε για τους μαθητές, αφού έτσι «θα εξετάζονταν σε λιγότερα μαθήματα» (λες και το πρόβλημα ήταν οι λίγες σελίδες εξέτασης των Θρησκευτικών), ενώ δεν έλειψαν υπαινιγμοί ακόμη και για εμπάθεια των Θεολόγων απέναντι στους εξεταζομένους. Έτσι τονιζόταν ότι στο μάθημα των Θρησκευτικών έχουν καταγραφεί οι μεγαλύτερες διαφορές στη βαθμολογία των μαθητών, γεγονός που αποδόθηκε στους θεολόγους και στα κριτήρια με τα οποία πιστεύονταν πως αυτοί αξιολογούσαν τον κάθε μαθητή.
Αυτή η αντίληψη για τα Θρησκευτικά φάνηκε να επικυρώνεται και με δημοσκόπηση του ημερήσιου τύπου των ημερών. Στην ερώτηση «τα Θρησκευτικά πρέπει να είναι ή όχι στα μαθήματα που καθορίζουν την εισαγωγή των μαθητών στο πανεπιστήμιο;» το 59,9% απαντούσε « Όχι, δεν είναι σημαντικό ώστε να καθορίζει ποιο θα μπαίνουν στο Πανεπιστήμιο», το 2% « δεν γνωρίζω, δεν απαντώ», ενώ το 38,19% πίστευε «Ναι, είναι πολύ σημαντικό μάθημα». Πάντως το ενδιαφέρον εδώ θα ήταν να δινόταν απάντηση και σε ερωτήσεις που θα αφορούσαν και άλλα μαθήματα, όπως για παράδειγμα « Θα συμφωνούσατε οι υποψήφιοι του Πολυτεχνείου ή της Ιατρικής να εξετάζονταν π. χ. στα Αρχαία Ελληνικά»; Νομίζουμε ότι έτσι θα εξάγονταν πιο ασφαλή συμπεράσματα.
………………………………………………………………………….
Πάντως το κυρίαρχο ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει, ανεξάρτητα από τα παραπάνω: ένα θρησκευτικό μάθημα έχει θέση στο σημερινό σχολείο ή όχι; Προσφέρει πραγματικά στη διαπαιδαγώγηση του σημερινού νέου ανθρώπου ή αποτελεί ένα απολίθωμα του παρελθόντος που παραμένει στο σχολικό πρόγραμμα επειδή το «θέλει η ελληνική οικογένεια», όπως έχει ακουστεί[i] ή επειδή το επιβάλλει η ιεραρχία της εκκλησίας; Με άλλα λόγια, τι μπορεί να προσφέρει σήμερα η θρησκευτική παιδεία, ώστε να αξίζει να συνεχίζει να υπάρχει, τη στιγμή που πολλά στοιχεία της, όπως για παράδειγμα η ιστορία των θρησκευτικών ιδεών ή ο πολιτιστικός πλούτος που είναι απόρροια μιας θρησκείας μπορούν να καλυφτούν από άλλα μαθήματα, όπως για παράδειγμα την Ιστορία ή την Αισθητική Αγωγή.
Είναι γνωστό πως στόχος της παιδείας, σύμφωνα και με το νόμο 1566/85 που περιέχει τις αρχές της εκπαίδευσης, είναι η δημιουργία ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων που θα μπορούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σημερινής κοινωνίας. Αποτελεί ζήτημα πως θα μπορούσε να επιτευχτεί αυτό, τη στιγμή που ο νέος άνθρωπος θα στερούνταν ενός βασικού εργαλείου που είναι η γνωριμία με το θρησκευτικό φαινόμενο, το οποίο αποτελεί βασικό συστατικό πολλών εκδηλώσεων της σημερινής πραγματικότητας. Εδώ λοιπόν θα πρέπει να βρίσκεται και το κέντρο που πρέπει να έχει ένα θρησκευτικό μάθημα, ώστε να αξίζει να βρίσκεται στο σχολικό πρόγραμμα : η παρουσίαση του θρησκευτικού φαινομένου, ο τρόπος που εκδηλώνεται και οι επιδράσεις που έχει στις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Το θρησκευτικό φαινόμενο αποτελεί το κέντρο και είναι η κινητήρια δύναμη πολλών εκδηλώσεων (θετικών ή αρνητικών) του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι δηλαδή βασικό συστατικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του πολιτισμού και απαιτείται η διερεύνησή του, καθώς και η κατανόησή του για να ερμηνευθεί ορθά η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν (και θα ζήσουν) οι μαθητές[ii]. Μία εκπαίδευση λοιπόν που δε θα δώσει σημασία στην παρουσίασή του θα είναι ελλιπής ή στρεβλή, και θα έχει στερήσει απαραίτητες γνώσεις από τους νέους ανθρώπους.
Να τονιστεί ακόμη πως ο χριστιανισμός, είναι βασικό συστατικό του δυτικού πολιτισμού, στον οποίο ανήκει η κοινωνία μας. Όπως λοιπόν, για παράδειγμα, σε ένα μάθημα Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής γίνεται λόγος για τη δημιουργία, τις αξίες και τα αγαθά του κοινοβουλευτισμού, που είναι ένα προϊόν του δυτικού τρόπου σκέψης, με τον ίδιο τρόπο στο μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να γίνεται λόγος για τις αξίες και τις αρχές του χριστιανισμού που αποτελούν, εκτός των άλλων, και μία εποποιία του πνεύματος του δυτικού ανθρώπου.
Επίσης είναι γνωστό πως η ερμηνεία της Βίβλου αποτελεί μία σπουδαία προσπάθεια του πνεύματος, ενώ η πολυφωνικότητα της θα χρησιμεύσει για την κατανόηση τη σημερινής πραγματικότητας[iv].
Οπότε ένα θρησκευτικό μάθημα θα μπορούσε ενδεχομένως, ανά τάξη, να περιλαμβάνει τα εξής (με την προϋπόθεση ότι θα εξακολουθήσει να διδάσκεται με τους σημερινούς ρυθμούς).:
Γ’ Δημοτικού: Μία γνωριμία με εκδηλώσεις που έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα (για παράδειγμα παρασκευή φαγητών, συγκέντρωση μελών της οικογένειας με αφορμή μία γιορτή κοκ)
Δ΄ Δημοτικού: Οι σημαντικότερες γιορτές των θρησκειών που δραστηριοποιούνται στον ελληνικό χώρο (με έμφαση στις γιορτές της ορθόδοξης Εκκλησίας που ακολουθεί η πλειοψηφία των Ελλήνων).
Ε΄ Δημοτικού: Η ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού.
ΣΤ΄ Δημοτικού: Μία πρώτη παρουσίαση των λύσεων που προτείνουν οι θρησκείες (και ίδίως ο χριστιανισμός) για τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου.
Α΄ Γυμνασίου: Οι τρόποι που οι άνθρωποι λατρεύουν το Θεό (ίδρυση ναών, τελετουργίες, αφιέρωση κοκ), με έμφαση στη χριστιανική παράδοση.
Β΄ Γυμνασίου: Ανάλυση του θρησκευτικού φαινομένου και των τρόπων εκδήλωσής του.
Γ΄ Γυμνασίου: Οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (με έμφαση στην παρουσίαση του χριστιανισμού). Τα ανατολικά θρησκεύματα.
Α΄ Λυκείου: Παρουσίαση βασικών θέσεων των θρησκειών (με έμφαση στο χριστιανισμό) μέσα από τα ιερά τους κείμενα)
Β΄ Λυκείου: Η Βίβλος, ως κείμενο αποδεκτό και σεβαστό από τους οπαδούς όλων των θρησκειών.
Γ΄ Λυκείου: Η θέση των θρησκειών απέναντι στα ζητήματα που ενδιαφέρουν το σημερινό άνθρωπο.
Τα βασικά στοιχεία της παραπάνω πρότασης είναι τα εξής:
Δεν επαναλαμβάνεται η ύλη προηγούμενων τάξεων, και ο μαθητής έρχεται σε επαφή συνεχώς με καινούρια μορφωτικά αγαθά.
Τα μαθήματα παρουσιάζουν μία αύξουσα δυσκολία ανά τάξη. Ενώ με το σημερινό αναλυτικό πρόγραμμα ο μαθητής πολλές φορές υποχρεώνεται να «κολυμπήσει στα βαθιά» (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Α΄ Γυμνασίου, που επιχειρείται η πρόσληψη στοιχείων από την Παλαιά Διαθήκη, που είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα δύσκολο φιλολογικό και θεολογικό κείμενο) με το προτεινόμενο του δίνεται η δυνατότητα να προχωράει από τα απλά στα σύνθετα.
Τα Θρησκευτικά γίνονται ένα μάθημα γνώσεων, που παρέχει στοιχεία τα οποία ενδιαφέρουν όλους τους μαθητές του σημερινού ελληνικού σχολείου, με κύρια συστατικά του το σεβασμό της ετερότητας και την προσπάθεια για κατανόηση του Άλλου. Προβάλλουν έτσι τις αξίες που διακρίνουν την ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινωνία.
Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί πως απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτύχει οποιαδήποτε πρόταση για αναβάθμιση του θρησκευτικού μαθήματος (και όχι μόνο) είναι ο τρόπος που θα προσφέρεται η ύλη στους μαθητές. Αν η παροχή της θα γίνεται με τρόπο απλό, κατανοητό και σύμφωνα με το ηλικιακό επίπεδο των παιδιών όλα θα πάνε καλά και θα γίνεται η αφομοίωσή της. Σε διαφορετική περίπτωση και οι καλύτερες προτάσεις, που θα συνδυάζονται με τις πλέον αγαθές προθέσεις, θα πέσουν στο κενό και δε θα προκαλέσουν ενδιαφέρον[v].
[i] Θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, μία δημοσκόπηση που θα έθετε τα εξής ερωτήματα: «Πιστεύετε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών είναι πρωτεύον και σημαντικό ή δευτερεύον;» «Πιστεύετε ότι οι μαθητές θα πρέπει να εξετάζονται σε πανελλήνιο επίπεδο στα Θρησκευτικά ή όχι;». . Με άλλα λόγια το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στη γνώμη που έχουν οι θεολόγοι (και οι θεολογούντες) για τα Θρησκευτικά, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας γι’ αυτό.
[ii] Βλ. και Russel McCutcheon, Κατασκευάζοντας τη Θρησκεία, μετ. Δημ. Ξυγαλατάς, Θεσσαλονίκη 2003, όπου τονίζονται και τα εξής: «στη βάση της η μελέτη της θρησκείας δεν έχει να κάνει με τη μελέτη της αυτόνομης θρησκείας, αλλά είναι μία ερμηνευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για να μελετήσει μια πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του πολιτισμού» (σ. 278)>
[iii] Βλ. και την επισήμανση του Αντ. Μανιτάκη (στο Μανιτάκης Αντ. Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος-Έθνος, Αθήνα 2000, σ. 151, υπ. 154), που τονίζει τα εξής: « …έτσι εμφανίζεται το εξής θεωρητικό παράδοξο. Ενώ η “Δύση” κρίνεται από τις συγκεκριμένες πρακτικές της και τα “εμπράγματα” επιτεύγματά της , η Ορθόδοξη Ανατολή κρίνεται με βάση αποκλειστικά τις ιδεατές θεωρητικές κατασκευές της που πολύ απέχουν από την πράξη».
[iv] Η Βίβλος αποτελεί βασικό συστατικό του δυτικού πολιτισμού. Βλ. και Φιλίπ Νεμό, Τι είναι η Δύση;, μετ. Δημ. Αναγνωστόπουλος,, Πέννυ Μέγγουλη, Αμαλία Σταθάκη, Ιωάννα Χονδρού, Θεώνη Χρυσανθοπούλου, Αθήνα 2008, όπου τονίζει πως η πολιτισμική μορφογένεση της Δύσης δομείται από πέντε σημαντικά γεγονότα, την επινόηση της πόλης και της επιστήμης στην Αρχαία Ελλάδα, το ιδιωτικό δίκαιο και τον ουμανισμό της Ρώμης, την ηθική και εσχατολογική προφητεία της Βίβλου, την “παπική επανάσταση” (11ος-13ος αι.) που καταξίωσε την ανθρώπινη πράξη και τις μεγάλες δημοκρατικές επαναστάσεις των νεότερων Χρόνων. Θεωρεί πως η ηθική και εσχατολογική επανάσταση της Βίβλου είναι η αγάπη, η οποία υπερβαίνει τη δικαιοσύνη, η δημιουργία, υπό το κράτος της εσχατολογικής θεώρησης, ενός γραμμικού χρόνου, που είναι ο χρόνος της Ιστορίας (σ. 12, βλ. και ανάλυση στις σελίδες 47-58).
[v] Βλ. και Νίκος Παύλου, Η χρήση των πηγών στο μάθημα των Θρησκευτικών, Νέα Παιδεία, 124/2007, σ. 113-123 στο οποίο τονίζεται ότι ο καλύτερος τρόπος πρόσληψης ενός θρησκευτικού μαθήματος είναι να χρησιμοποιούνται οι πηγές (:ένας ευρύς συνδυασμός κειμένων που θα μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να σχηματίσει μία πλήρη εικόνα της διδακτικές ενότητας), που θα επεξεργάζεται όλο το τμήμα με τη βοήθεια του διδάσκοντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου