Η θεολογία στην αυθεντική της μορφή, όταν θέλει να δικαιώνει το όνομά της,
οφείλει να διαλέγεται. Να αφουγκράζεται τις αγωνίες του ανθρώπου, να τον
πλησιάζει και να προσπαθεί με τον ποιητικό και αποκαλυπτικό της λόγο να τον
βοηθάει. Μόνο τότε θα μπορεί να πιστεύει ότι έχει επιτελέσει την αποστολή της
και αξίζει να συν-υπάρχει με τις υπόλοιπες ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε διαφορετική
περίπτωση δε θα αποτελεί ζωντανό οργανισμό, αλλά η θέση της θα είναι δίπλα στα
εκθέματα μουσείου, που είναι μεν χρήσιμα για μελέτη και θέαση, εφόσον αποτελούν
αντικείμενα που βοηθούν στην κατανόηση δραστηριοτήτων του παρελθόντος, δε
φαίνεται όμως να έχουν ουσιαστική παρέμβαση στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.
Για να μπορέσει η θεολογία να διαλέγεται και να βοηθάει το σύγχρονο άνθρωπο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μπορεί να ερμηνεύσει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτό θα έχει σα συνέπεια να αρθρώνει λόγο, που θα αγγίζει τις παραμέτρους σημερινών προβλημάτων. Απαραίτητο εργαλείο της γι’ αυτό, είναι η χρήση της παράδοσης και όχι μη αυθεντικά κατασκευάσματα, όπως η παραδοσιαρχία, που δυστυχώς συναντάται αρκετές φορές σε χώρους ανθρωπιστικών επιστημών. Η πρώτη, δηλ. η παράδοση, σημαίνει ότι αξιοποιείται η προηγούμενη εμπειρία για να δώσει την ώθηση στο παρόν. Η δεύτερη όμως, η παραδοσιαρχία, είναι προσκόλληση σε καταστάσεις του παρελθόντος, αδυναμία προσαρμογής στην πραγματικότητα που βιώνεται από τον σύγχρονο άνθρωπο και άρνηση του παρόντος.
Με βάση αυτές τις σκέψεις αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η θεολογία δε μπορεί να μένει αμέτοχη στα σημερινά προβλήματα. Ούτε μπορεί να προβάλλει ως άλλοθι ότι το αντικείμενο της ενασχόλησής της δεν τη νομιμοποιεί να αρθρώνει λόγο. Εφόσον φιλοδοξεί να είναι ο λόγος για το Θεό, δε μπορεί να αγνοεί την εικόνα Του, που είναι ο άνθρωπος. Επομένως το καθήκον της είναι να βρίσκεται κοντά σε αυτόν, και να αγωνίζεται να του δώσει καλύτερη ποιότητα ζωής –εννοείται όχι με τεχνικές συμβουλές- αλλά υποδεικνύοντάς του έναν άλλο δρόμο και τρόπο ζωής, προβάλλοντας το σεβασμό για τα δημιουργήματα του Θεού, που όλα είναι «καλά λίαν» σύμφωνα με το βιβλικό λόγο. Στην ουσία, όπως τόνιζε ένας πρόωρα χαμένος δάσκαλος της θεολογίας, ο Νίκος Νησιώτης, «(η αποστολή της θεολογίας του καιρού μας) …συνίσταται στο να ξαναερμηνεύσει τον εαυτό της, προκειμένου να συνεισφέρει εποικοδομητικά στη διασάφηση των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από την ιλιγγιώδη άνθιση των φυσικών επιστημών» (στο Νίκου Νησιώτη, Η πνευματολογική Χριστολογία της φύσεως και οι συνέπειές της για την οικολογία και τον ολικό ανθρωπισμό, στον συλλογικό τόμο «Άνθρωπος και Περιβάλλον», Πάφος 1994, σελ. 63).
Δε θα κόμιζε κάποιος γλαύκα ες Αθήνας αν έλεγε ότι πολλά από τα προβλήματα που απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνία έχουν και οικολογική διάσταση Αυτό σημαίνει ότι πολλές φορές η επέμβαση του ανθρώπου αντί να θεραπεύει και να συντελεί στην ευτυχία του, σωρεύει περισσότερα προβλήματα από αυτά που πάει να λύσει, με αποτέλεσμα οι ανησυχίες για την ποθούμενη ποιότητα ζωής συνεχώς να πληθαίνουν. Στο ίδιο μήκος κύματος, (δηλαδή στην αναφορά προβλημάτων που έχουν οικολογική διάσταση), αγαθά τα οποία θεωρούνταν αυτονόητα από προηγούμενες γενιές, σήμερα θεωρούνται πολύτιμα και σε ανεπάρκεια, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που δίνονται στο σημερινό καταναλωτικό κοινό προϊόντα τα οποία έχουν αμφισβητούμενη προέλευση και δεν είναι γνωστές οι παρενέργειες που έχουν στον οργανισμό που τα καταναλώνει, καθώς και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις τους.
Εύλογα θα αναρωτιούνταν κάποιος για τον τρόπο που θα μπορούσε η θεολογία να προτείνει λύσεις για το οικολογικό πρόβλημα. Ο καλύτερος, κατά τη γνώμη μου, τρόπος είναι να μη μιλήσει θεωρητικά, αλλά να ανατρέξει σε πράξεις ανθρώπων που βίωσαν την αγαπητική σχέση με το Θεό, και αυτή τους η εμπειρία αποτέλεσε την πυξίδα για όλη τους τη ζωή. Αυτός λοιπόν ο δεσμός με το Δημιουργό, τους έκανε να αποκτήσουν μία αρμονία με την κτίση, να επιδιώκουν να κινούνται εντός της, έχοντας τη συναίσθηση ότι αποτελούν μέρος της και πως ο τυχόν τραυματισμός της, που θα προερχόταν από δικές τους παρεμβάσεις θα ήταν οδυνηρός και για τους ίδιους. Παράλληλα αυτή τους η σχέση, τους οδηγούσε στην αναζήτηση της αυθεντικότητας, που φαίνεται να φαντάζει σαν αντίδοτο σε προβλήματα, σαν αυτά που σχετίζονται με το περιβάλλον.
Ο χριστιανός άνθρωπος, δηλαδή, δε μπορεί να αποδέχεται το μη αυθεντικό, αυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με το Θεό και την κτίση, που Αυτός δημιούργησε. Δε μπορεί λοιπόν να θεωρεί χρήσιμο και κατάλληλο, οτιδήποτε δείχνει να αποτελεί διαστρέβλωση του έργου του Θεού, το οποίο μάλιστα μπορεί να εκθέτει τα δημιουργήματα Του σε κινδύνους.
Εδώ νομίζω έχει σημαντικό ρόλο η λιτότητα -όχι με λόγια αλλά με πράξεις ουσιαστικές, που θα αποτελούν μέρος μιας ολικής στάσης ζωής- την οποία επιζητεί να διασώσει ο χριστιανισμός, τουλάχιστο στην αυθεντική του μορφή. Η διδασκαλία του δεν ευνοεί τις υπερβολές και τις ακρότητες, ούτε δείχνει να προτιμά καταστάσεις που βάζουν τον άνθρωπο κάτω από το κέρδος υποβαθμίζοντάς τον με αυτόν τον τρόπο. Αυτό άλλωστε υπενθυμίζει διαρκώς το λόγιο του Κυρίου «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4,4),καθώς και ο τρόπος της ζωής του.
Για να μπορέσει η θεολογία να διαλέγεται και να βοηθάει το σύγχρονο άνθρωπο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μπορεί να ερμηνεύσει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτό θα έχει σα συνέπεια να αρθρώνει λόγο, που θα αγγίζει τις παραμέτρους σημερινών προβλημάτων. Απαραίτητο εργαλείο της γι’ αυτό, είναι η χρήση της παράδοσης και όχι μη αυθεντικά κατασκευάσματα, όπως η παραδοσιαρχία, που δυστυχώς συναντάται αρκετές φορές σε χώρους ανθρωπιστικών επιστημών. Η πρώτη, δηλ. η παράδοση, σημαίνει ότι αξιοποιείται η προηγούμενη εμπειρία για να δώσει την ώθηση στο παρόν. Η δεύτερη όμως, η παραδοσιαρχία, είναι προσκόλληση σε καταστάσεις του παρελθόντος, αδυναμία προσαρμογής στην πραγματικότητα που βιώνεται από τον σύγχρονο άνθρωπο και άρνηση του παρόντος.
Με βάση αυτές τις σκέψεις αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η θεολογία δε μπορεί να μένει αμέτοχη στα σημερινά προβλήματα. Ούτε μπορεί να προβάλλει ως άλλοθι ότι το αντικείμενο της ενασχόλησής της δεν τη νομιμοποιεί να αρθρώνει λόγο. Εφόσον φιλοδοξεί να είναι ο λόγος για το Θεό, δε μπορεί να αγνοεί την εικόνα Του, που είναι ο άνθρωπος. Επομένως το καθήκον της είναι να βρίσκεται κοντά σε αυτόν, και να αγωνίζεται να του δώσει καλύτερη ποιότητα ζωής –εννοείται όχι με τεχνικές συμβουλές- αλλά υποδεικνύοντάς του έναν άλλο δρόμο και τρόπο ζωής, προβάλλοντας το σεβασμό για τα δημιουργήματα του Θεού, που όλα είναι «καλά λίαν» σύμφωνα με το βιβλικό λόγο. Στην ουσία, όπως τόνιζε ένας πρόωρα χαμένος δάσκαλος της θεολογίας, ο Νίκος Νησιώτης, «(η αποστολή της θεολογίας του καιρού μας) …συνίσταται στο να ξαναερμηνεύσει τον εαυτό της, προκειμένου να συνεισφέρει εποικοδομητικά στη διασάφηση των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από την ιλιγγιώδη άνθιση των φυσικών επιστημών» (στο Νίκου Νησιώτη, Η πνευματολογική Χριστολογία της φύσεως και οι συνέπειές της για την οικολογία και τον ολικό ανθρωπισμό, στον συλλογικό τόμο «Άνθρωπος και Περιβάλλον», Πάφος 1994, σελ. 63).
Δε θα κόμιζε κάποιος γλαύκα ες Αθήνας αν έλεγε ότι πολλά από τα προβλήματα που απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνία έχουν και οικολογική διάσταση Αυτό σημαίνει ότι πολλές φορές η επέμβαση του ανθρώπου αντί να θεραπεύει και να συντελεί στην ευτυχία του, σωρεύει περισσότερα προβλήματα από αυτά που πάει να λύσει, με αποτέλεσμα οι ανησυχίες για την ποθούμενη ποιότητα ζωής συνεχώς να πληθαίνουν. Στο ίδιο μήκος κύματος, (δηλαδή στην αναφορά προβλημάτων που έχουν οικολογική διάσταση), αγαθά τα οποία θεωρούνταν αυτονόητα από προηγούμενες γενιές, σήμερα θεωρούνται πολύτιμα και σε ανεπάρκεια, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που δίνονται στο σημερινό καταναλωτικό κοινό προϊόντα τα οποία έχουν αμφισβητούμενη προέλευση και δεν είναι γνωστές οι παρενέργειες που έχουν στον οργανισμό που τα καταναλώνει, καθώς και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις τους.
Εύλογα θα αναρωτιούνταν κάποιος για τον τρόπο που θα μπορούσε η θεολογία να προτείνει λύσεις για το οικολογικό πρόβλημα. Ο καλύτερος, κατά τη γνώμη μου, τρόπος είναι να μη μιλήσει θεωρητικά, αλλά να ανατρέξει σε πράξεις ανθρώπων που βίωσαν την αγαπητική σχέση με το Θεό, και αυτή τους η εμπειρία αποτέλεσε την πυξίδα για όλη τους τη ζωή. Αυτός λοιπόν ο δεσμός με το Δημιουργό, τους έκανε να αποκτήσουν μία αρμονία με την κτίση, να επιδιώκουν να κινούνται εντός της, έχοντας τη συναίσθηση ότι αποτελούν μέρος της και πως ο τυχόν τραυματισμός της, που θα προερχόταν από δικές τους παρεμβάσεις θα ήταν οδυνηρός και για τους ίδιους. Παράλληλα αυτή τους η σχέση, τους οδηγούσε στην αναζήτηση της αυθεντικότητας, που φαίνεται να φαντάζει σαν αντίδοτο σε προβλήματα, σαν αυτά που σχετίζονται με το περιβάλλον.
Ο χριστιανός άνθρωπος, δηλαδή, δε μπορεί να αποδέχεται το μη αυθεντικό, αυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με το Θεό και την κτίση, που Αυτός δημιούργησε. Δε μπορεί λοιπόν να θεωρεί χρήσιμο και κατάλληλο, οτιδήποτε δείχνει να αποτελεί διαστρέβλωση του έργου του Θεού, το οποίο μάλιστα μπορεί να εκθέτει τα δημιουργήματα Του σε κινδύνους.
Εδώ νομίζω έχει σημαντικό ρόλο η λιτότητα -όχι με λόγια αλλά με πράξεις ουσιαστικές, που θα αποτελούν μέρος μιας ολικής στάσης ζωής- την οποία επιζητεί να διασώσει ο χριστιανισμός, τουλάχιστο στην αυθεντική του μορφή. Η διδασκαλία του δεν ευνοεί τις υπερβολές και τις ακρότητες, ούτε δείχνει να προτιμά καταστάσεις που βάζουν τον άνθρωπο κάτω από το κέρδος υποβαθμίζοντάς τον με αυτόν τον τρόπο. Αυτό άλλωστε υπενθυμίζει διαρκώς το λόγιο του Κυρίου «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4,4),καθώς και ο τρόπος της ζωής του.
***
Έχει τονιστεί και στην αρχή του άρθρου ότι η θεολογία δεν έχει τη
δυνατότητα να προσφέρει τεχνικές λύσεις στα σοβαρά προβλήματα που απασχολούν το
σημερινό άνθρωπο. Νομίζω όμως ότι η εκζήτηση της αυθεντικότητας, η προσπάθεια
για να γίνει η ζωή μας όσο το δυνατό πιο απλή και η ανάγκη για μεγαλύτερο
σεβασμό από τον άνθρωπο των κανόνων που καθόριζαν πάντα τις σχέσεις των όντων,
μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της προτεραιότητας να αποκτήσει η ζωή μία
ποιότητα, που όλοι, όσοι διαμένουμε σε αυτόν τον υπέροχο –παρ’ όλα τα
προβλήματά του – πλανήτη τη δικαιούμαστε.
Νίκος Παύλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου