ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



ΜIA ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


Στη Γέννηση του Χριστού, που  γιορτάζουμε, αναφέρονται δύο από τους τέσσερις ευαγγελιστές, ο Ματθαίος και ο Λουκάς. Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση αν σκεφτεί κανείς ότι τα ευαγγέλια δεν είναι βιογραφίες του Ιησού. Όπως είναι γνωστό, τα ευαγγέλια περιέχουν το χαρμόσυνο μήνυμα ότι ήρθε ο Σωτήρας του κόσμου, και δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματα των μελών των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων .

Στο ευαγγέλιο του Ματθαίου η ενότητα που αναφέρεται στη Γέννηση περιλαμβάνει το κεφ. 2 του ευαγγελίου. Προηγείται η αφήγηση για αυτά που έχουν προηγηθεί. Εδώ βασικό στοιχείο είναι η προφητεία του Ησαΐα (Μτθ. 1,23) η οποία είναι αποδεικτική, μέσα από τη χριστοκεντρική ερμηνεία της, της θεότητας του Κυρίου.

Στην αρχή της αναφοράς του ο Ματθαίος κάνει σαφές πως ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Αυτή δεν είναι τυχαία, αφού ο τόπος είχε συνδεθεί με το μεγάλο βασιλιά του Ισραήλ, το Δαβίδ, που ήταν ο εκλεκτός του Θεού, και πρόγονος του Μεσσία. Μάλιστα ο Ματθαίος αναφέρει στη συνέχεια (Μτθ. 2,6) και την προφητεία που περιέχει το βιβλίο του προφήτη Μιχαία για την πόλη («Κι εσύ Βηθλέεμ, στην περιοχή του Ιούδα δεν είσαι διόλου ασήμαντη ανάμεσα στις σπουδαιότερες πόλεις του Ιούδα, γιατί από σένα θα βγει αρχηγός»). Σε αυτή είναι φανερός ο δεσμός Μεσσία-Βηθλεέμ.

Κατόπιν γίνεται λόγος για το βασιλιά Ηρώδη (37 π.Χ.-4 μ.Χ.), ο οποίος είναι ο αρνητικός πρωταγωνιστής της ιστορίας, αφού ήταν ο διώκτης του μικρού Ιησού. Όπως έχει τονιστεί «μεγάλες ικανότητες, μία ψυχοπαθολογική ιδιοσυστασία και το αδίστακτο χαρακτηρίζουν το πρόσωπο του Ηρώδη» (Αγουρίδης Σ. , Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 268). Οι πράξεις του δικαιώνουν αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Έτσι, μόλις μαθαίνει από τους Μάγους για τη γέννησης του Ιησού βάζει σε εφαρμογή σχέδιο εξόντωσής του. Πιο συγκεκριμένα, φωνάζει αρχικά τους αρχιερείς και τους γραμματείς για να πληροφορηθεί που ακριβώς θα γεννηθεί ο Μεσσίας, μιας και ο ίδιος ήταν Ιδουμαίος στην καταγωγή και δε γνώριζε τις ιουδαϊκές παραδόσεις. Στη συνέχεια, αφού το μαθαίνει, τους ζητάει να του γνωρίσουν για το που βρισκόταν το παιδί για να πάει δήθεν και αυτός να το προσκυνήσει. Τέλος, παρουσιάζεται να βγάζει διαταγή να σκοτώσουν όλα τα παιδιά της περιοχής της Βηθλεέμ

Ο Ματθαίος παρουσιάζει και το λόγο για τον οποίο ο Ηρώδης καταδίωκε τον Ιησού. Η έκφραση «βασιλεύς των Ιουδαίων» που χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τον νεογέννητο σωτήρα του κόσμου στο διάλογο που έχουν οι Μάγοι με τον κυβερνήτη της Παλαιστίνης αποσαφηνίζει την κατάσταση. Αυτός ο τίτλος λοιπόν, πριν τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία δίνονταν στον ηγέτη του λαού, που θεωρούνταν έτσι ο «Εκλεκτός του Θεού». Μετά την αιχμαλωσία όμως δεν υπήρχε βασιλιάς για να θεωρείται ο Εκλεκτός, αφού ο λαός ήταν υποταγμένος στις μεγάλες αυτοκρατορίες. Οπότε ο τίτλος αποδόθηκε στον Μεσσία που αναμένονταν ως λυτρωτής από τα προβλήματα. Ο Ηρώδης και η δυναστεία του οικειοποιείται τον τίτλο, αφού ήθελε να παρουσιάζεται ως ο αγαπημένος του Θεού, που είχε τη θεϊκή εύνοια. Με βάση τα παραπάνω, εύκολα λοιπόν γίνεται αντιληπτός ο λόγος του μίσους του Ηρώδη: Αφού ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας ήθελε να τον εξοντώσει, θεωρώντας πως η Βασιλεία Του έχει κοσμικό περιεχόμενο.

Για τους Μάγους η μόνη πληροφορία που δίνεται αφορά την προέλευσή τους από την ανατολή (Μτθ. 2,1). Δύσκολα λοιπόν κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει με σιγουριά για τις ενασχολήσεις τους και την κατάρτιση που είχαν, Από την αφήγηση όμως βγαίνει το συμπέρασμα πως ήταν άτομα που ερευνούσαν τα αστρικά φαινόμενα με πλούτη, αφού μπορούσαν να προσφέρουν σημαντικά αγαθά σαν το χρυσάφι.

Άλλο στοιχείο γι’ αυτούς δεν περιέχει το ευαγγέλιο του Ματθαίου. Πάντως ο Ηρόδοτος θεωρεί πως οι Μάγοι ήταν ένα από τα γένη των Μήδων (Ιστορίης Απόδεξις 1,101) με κύρος και πνευματικές ικανότητες. Πιθανόν ο Ματθαίος να συνενώνει παραδόσεις που κυκλοφορούσαν στους λαούς της Μέσης Ανατολής, οι οποίες θεωρούσαν ως βασικό συστατικό της σοφίας την ενασχόληση με αστρονομικές παρατηρήσεις. Παρουσιάζει έτσι σοφούς ανθρώπους από την ανατολή που μπορούσαν να κατανοήσουν τις βουλές του Θεού και να γνωρίζουν την αλήθεια.



*** 

Το γενικό συμπέρασμα από όλη τη σχετική συζήτηση είναι πως το ευαγγέλιο του Ματθαίου τονίζει πως ο Χριστός ήρθε σε ένα περιβάλλον ζοφερό, κάτι που οφείλονταν στις ίντριγκες του βασιλιά Ηρώδη που ήθελε να τον εξοντώσει. Τα στοιχεία που προβάλλει δείχνουν πως ο Ηρώδης και η δυναστεία του ήταν αδίστακτοι προκειμένου να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους και είχαν κηρύξει από νωρίς το διωγμό εναντίον του Ιησού και των οπαδών του. Αυτή η θεώρηση δίνει το δικαίωμα να εικάσουμε πως ο Ματθαίος γράφει το ευαγγέλιό του σε μία κοινότητα που γνώριζε διώξεις και ήθελε να εμψυχώσει τα μέλη της τονίζοντας πως τελικά ο μικρός Ιησούς κατόρθωσε να γλυτώσει από τη μανία των ανθρώπων της .



Στο Ευαγγέλιο του Λουκά η δομή της αφήγησης ακολουθεί την εξής πορεία (Λκ. 2,1-20): Αρχικά γίνεται λόγος για την απογραφή που είχε διατάξει ο αυτοκράτορας της Ρώμης Οκταβιανός Αύγουστος σε όλη τη ρωμαϊκή οικουμένη. Αυτό είναι το εφαλτήριο που χρησιμοποιεί ο Ευαγγελιστής για να μιλήσει στη συνέχεια για τη μετάβαση του Ιωσήφ και της Μαρίας από τη Ναζαρέτ στην πόλη του Δαβίδ, τη Βηθλεέμ, με σκοπό να απογραφούν. Εδώ γεννιέται ο Ιησούς που η Θεοτόκος τον σπαργάνωσε και τον ξάπλωσε σε ένα παχνί, γιατί δε βρήκαν μέρος στο πανδοχείο.

Ακολουθεί κατόπιν η αναφορά στους βοσκούς που έμεναν στο ύπαιθρο, για να φυλάνε τα κοπάδια τους. Σε αυτούς εμφανίστηκε ο άγγελος Κυρίου που τους φέρνει το χαρμόσυνο μήνυμα για τη γέννηση του Θεανθρώπου. Τους δίνει και σημάδι για να τον αναγνωρίσουν, ενώ παρουσιάστηκε ένα πλήθος αγγέλων που υμνούσαν το Θεό. Οι βοσκοί κατόπιν πήγαν και βρήκαν το βρέφος στο παχνί και το προσκύνησαν. Ταυτόχρονα διηγήθηκαν και τα λόγια που είχε πει ο άγγελος για το παιδί. Όλοι έμειναν έκπληκτοι ενώ η Μαρία τα σκέπτονταν συνεχώς. Τέλος, οι βοσκοί γύρισαν στα κοπάδια τους δοξολογώντας τον Κύριο γι’ αυτά που άκουσαν και είδαν.



*** 

Η μεγαλοπρέπεια της διήγησης του Λουκά είναι φανερή σε όλο το κείμενο. Όλα δείχνουν ότι μιλάει για τη γέννηση ενός βασιλιά, που ενδιαφέρει όλους τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και στην αρχή της αφήγησης παρουσιάζει ένα γεγονός που αφορά όλους, την απογραφή, που τη συνδέει με τη γέννηση του Χριστού. Δεν είναι τυχαίο ότι αρχίζει την καταγραφή των γεγονότων, αναφέροντας το πρόσωπο του αυτοκράτορα της Ρώμης. Αυτός θεωρούνταν ο κυρίαρχος της οικουμένης. Στο κείμενο όμως γίνεται σε αυτόν μόνο μία απλή αναφορά. Εμπρός δηλαδή στο παιδί που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ δεν έχει καμία αξία. Εξυπηρετεί και αυτός το θείο σχέδιο για τη γέννηση του Μεσσία στην πόλη του ένδοξου βασιλιά του βιβλικού Ισραήλ, τη Βηθλέεμ.

Εντυπωσιακή είναι στο κείμενο η παρουσία των αγγέλων που ψάλλουν ύμνους προς τιμήν του νεογέννητου. Στην Παλαιά Διαθήκη, ύμνους για το βασιλιά έψαλλαν οι ιερείς. Ειδικά κατά την τελετή της ενθρόνισής του ακούγονταν οι ψαλμοί 2 και 110 που αργότερα απέκτησαν και μεσσιανικό χαρακτήρα. Στη γέννηση όμως του Χριστού ο ύμνος ακούγεται από τα στόματα των αγγέλων που τονίζουν τα καλά που έφερνε μαζί του ο Σωτήρας: «Ειρήνη στη γη, αγάπη και σωτηρία στους ανθρώπους».

Ακόμη και η γέννηση στη φάτνη είναι ένα σημείο ότι το παιδί που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ είναι ξεχωριστό. Φανερώνει ότι δε μοιάζει με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η γέννηση και η παιδική ηλικία των μεγάλων μορφών της Βιβλικής Ιστορίας συνδέονταν με κάτι ιδιαίτερο. Έτσι ο Μωυσής μετά τη γέννησή του μπαίνει σε ένα καλάθι και αφήνεται στα νερά του Νείλου, ο Ισαάκ προσφέρεται ως θυσία και ο Ιωσήφ πωλείται από τους αδελφούς του στους δουλέμπορους που τον μεταφέρουν στην Αίγυπτο. Η τοποθέτηση δηλαδή του Ιησού στη φάτνη δείχνει πως πρόκειται για μία μεγάλη μορφή, που η γέννησή του συνοδεύτηκε από παράδοξα γεγονότα.

Οι βοσκοί έχουν και αυτοί έναν ειδικό ρόλο στην αφήγηση της γέννησης. Αποτελούν τους μάρτυρες που είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τα θαυμαστά που συνόδεψαν τον ερχομό του Ιησού στον κόσμο. Κανένας δηλαδή δε μπορεί να αμφισβητήσει το κείμενο του Λουκά, γιατί μπορούν να το πιστοποιήσουν τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν, και γεύτηκαν με τις αισθήσεις τους την είσοδο του θεϊκού στοιχείου μέσα στην ανθρώπινη ιστορία.

Όλα τα παραπάνω λοιπόν αποδεικνύουν ότι ο Λουκάς χρησιμοποιεί τις πηγές του για να περιγράψει τη λαμπρή γέννηση του Μεσσία. Η μεγαλοπρέπεια είναι παντού έκδηλη. Γίνεται με αυτόν τον τρόπο ο κήρυκας της γέννησης του Σωτήρα σε έναν κόσμο που είχε πολλές απαιτήσεις, του ελληνορωμαϊκού, τον οποίο καλούσε να δεχτεί το χαρμόσυνο μήνυμα της Βασιλείας του Θεού.

Δρ Νικόλαος Παύλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου