του Κώστα Μιχαηλίδη
Θεολόγου- Καθηγητή του 14ου Γυμνασίου Λάρισας
Η
μονή Χιλανδαρίου, το σέρβικο
μοναστήρι, είναι το μοναδικό, που
έχει δύο αρσανάδες. Έναν πιο
κοντινό για το
πλοίο της γραμμής
από την Ιερισσό, που
όταν έχει κύμα
δεν προσεγγίζεται και έχει εγκαταλειφθεί
και έναν μεταγενέστερο
και μακρινό, στα δυτικά,
που τον αντικατέστησε, γιατί
σπάνια υπάρχει απαγορευτικό
στο Σιγγιτικό κόλπο. Πάτησα
το πόδι μου
για πρώτη φορά
στη Γιοβάνιτσα, φτάνοντας
με το συνοδοιπόρο
μου από την
Ουρανούπολη με φθινοπωρινό
ντύσιμο, που αποδείχτηκε βαρύ
για το γαϊδουροκαλόκαιρο του
Οκτώβρη. Ήταν το δεύτερο
ταξίδι μέσα σε τέσσερις
μήνες στο Αγιώνυμο, αυτή τη
φορά παρέα με
εκλεκτό συνάδελφο, που είχαμε
μοιραστεί την εμπειρία
με καλές αναμνήσεις
πριν δύο χρόνια. Είχαμε έρθει
να προσκυνήσουμε την
Παναγία σε δύο
μονές δύσκολες για
φιλοξενία, δύο απόρθητα φρούρια. Η
ευγνωμοσύνη της ευλογίας
με κατέκλυζε σαν
παράσημο σε πνευματική
μάχη.
Κατεβήκαμε από
το λεωφορείο της
μονής και μέχρι
να εγκατασταθούμε στο
χώρο φιλοξενίας, λίγο έλειψε
αυτή να ακυρωθεί
καθώς είχε γίνει
κάποιο λάθος με την κράτηση. Ο
τεράστιος κοιτώνας, γεμάτος με 35
– 40 κρεββάτια, θύμιζε
στρατιωτικό καταυλισμό. Τελικά τακτοποιηθήκαμε και φύγαμε αμέσως
για τη μονή
Εσφιγμένου, μια όμορφη σαραντάλεπτη
διαδρομή. Στη διασταύρωση περίμενε
περιπολικό. Η διαμάχη ανάμεσα
στις δύο μονές, τη
γνωστή και τη
νέα, για το
μάζεμα της ελιάς, είχε
οδηγήσει στην απαγόρευση
προσέγγισης των προσκυνητών. Λυπημένοι γυρίσαμε πίσω, χωρίς
να γνωρίζουμε πως
η Παναγία είχε
άλλα σχέδια. Επιστρέψαμε στο
Χιλανδάρι με τις
πανέμορφες βυζαντινές τοιχογραφίες. Η ζωγραφική
των Σέρβων όπως
και η μουσική
τους έχει λιγότερες
δυτικές επιρροές σε σύγκριση με
τους υπόλοιπους σλάβους. Η
μονή είναι μια
αρχόντισσα ερειπωμένη και
συνάμα ένα εργοτάξιο. Περιδιαβήκαμε το
χώρο.
Στον
εσπερινό ακούσαμε τη
μελωδική και δεμένη χορωδία τους, που
απολαύσαμε καλύτερα στη
λειτουργία το άλλο
πρωί. Τα πρωτότυπα μανουάλια
είχαν μεταλλική βάση για να
στερεώσουμε τα κεριά. Τα
ανάψαμε, καίγοντας και
το κάτω άκρο
τους , ώστε να λιώσει
και να κολλήσει
σε αυτήν. Ανεβήκαμε τα
τέσσερα πελώρια μαρμάρινα
σκαλιά για τον
εσωνάρθηκα, που είχαν γίνει
κοίλα από τα
πολύχρονα πατήματα και
προχωρώντας προς τον
εντυπωσιακό κυρίως ναό
βρεθήκαμε μπροστά από
την Παναγία Τριχερούσα,
το οικογενειακό κειμήλιο
του Ιωάννη Δαμασκηνού. Εικονίζει την
Παναγία με αργυρή προσθήκη ομοιώματος
χεριού, του Ιωάννη, που κατηγορήθηκε
για εσχάτη προδοσία, αποτμήθηκε και
του δόθηκε ξανά θαυματουργικά, μετά
από προσευχή στη
Θεοτόκο. Το τρίτο χέρι
δεν φαινόταν στην
εικόνα από τα
πολλά κρεμασμένα αναθήματα. Βρέθηκε στο
Χιλανδάρι από τον
άγιο Σάββα της
Σερβίας, στον οποίο δόθηκε
από το μοναστήρι
του αγίου Σάββα
του Ηγιασμένου στην Παλαιστίνη.
Μετά
τη λειτουργία το
πρωινό έδειχνε να «χαλάει».
Στην τράπεζα φάγαμε
φασολάδα με μπόλικο
σκόρδο, μια προτίμηση της
σέρβικης κουζίνας, που δεν
μας άρεσε καθόλου. Ξάπλωσα από
πλήξη μέχρι το
μικρό λεωφορείο να μας
κατεβάσει στον αρσανά
και με πήρε
ο ύπνος. Ξαφνικά ο συνοδοιπόρος μου
με σκούντησε και
φώναξε να πάρω
το σάκο μου
και να τον
ακολουθήσω. Μιλώντας με δύο
αστυνομικούς του είχαν
προτείνει να τον
μεταφέρουν μέχρι τη
διασταύρωση για τον
παλιό αρσανά και
την Εσφιγμένου. «Οι
Σέρβοι είναι πολύ
ενωμένοι», είπαν, «έπαθαν όμως
πολλά. Εμείς κοιτάμε ο
καθένας τον εαυτό
του». Η συζήτηση στο
περιπολικό με τους
αστυνομικούς είχε ενδιαφέρον. Περπατήσαμε προς
τη θάλασσα για
κανένα εικοσάλεπτο, ενώ δίπλα
μας οι αμπελώνες
έβλεπαν το πρώτο
πρωινό φως. Φτάνοντας εκεί το κύμα
έσκαζε στην προβλήτα
και ο ήλιος
έβγαινε πίσω από
το βουνό. Το
θέαμα που αντίκρυσα
με ανατρίχιασε. Ένα άλλο αρχοντικό ερείπιο
με αυστηρό αρχιτεκτονικό
ύφος μπροστά από
τη θάλασσα βροντοφώναζε
μέσα από κρεμασμένο
πανό: «Ορθοδοξία ή θάνατος». Η
περίπτωση του ζηλωτισμού της
μονής Εσφιγμένου χρήζει
ιδιαίτερης μνείας. Όσο η
διοικούσα Εκκλησία εξευτελίζεται
και χρησιμοποιείται από
την πολιτεία για
τους δικούς της
σκοπούς, η επανάσταση απέναντι
στην παπική νοοτροπία
της διαπλεκόμενης Εκκλησίας, ακόμη κι
όταν συχνά περνάει
τα σύνορα του
φανατισμού, όπως εδώ, κερδίζει έδαφος. Η
ελληνική κοινωνία εξάλλου
είναι σημαδεμένη με
μια βαθιά ουλή
μέσα στο χρόνο
ανάμεσα στην παπική
τιάρα και το
τουρκικό φέσι, το διχασμό
πριν πέσει η
Πόλη. Οι εκατέρωθεν κατηγορίες
για μια προηγμένη, πολιτισμένη, επιστημονική αλλά
άθεη Δύση εναντίον
μιας οπισθοδρομικής,
θρησκόληπτης αλλά ησυχαστικής
και ορθόδοξης Ανατολής
κρύβουν την παθογένεια
και το δράμα του νεοέλληνα. Αν
οι Φράγκοι δεν
γυρίσουν στον τόπο
του εγκλήματος να
πληρώσουν το επιτίμιο
της λεηλασίας της
Πόλης και οι
Έλληνες δεν εξαντλήσουν
τον κανόνα της
αέναης προδοσίας και
του εμφύλιου σπαραγμού
τους, θεραπεία δεν θα
υπάρξει. Θα το ζήσει
αυτό η γενιά
μας;
Στη
μονή οι μοναχοί
εργάζονταν αδιάκοπα. Ρώτησαν αν είμαστε εμβολιασμένοι, καθώς απαγορεύεται
σε αυτούς η
είσοδος ρητά. Στην πολιτική
ορθότητα των ημερών
μας, που τα ΜΜΕ
έχουν πληρωθεί αδρά
από το υπουργείο
προπαγάνδας, ο καθένας ανέχεται
το φανατισμό που
τον βολεύει. Ο διχασμός είναι
του πονηρού. Ισχύει όμως αυτό για
όλους και πρώτα
απ` όλα για εκείνους
που τον προκάλεσαν. Παρά τις
προσπάθειές μας, είπαν
πως κάνουν υπακοή
στον ηγούμενο, εξαιτίας της
τεταμένης κατάστασης στη
συγκομιδή της ελιάς. Έτσι
μείναμε στη θάλασσα
βλέποντας και φωτογραφίζοντας το
τοπίο, πριν πάρουμε το
δρόμο της επιστροφής.
Ο
χρόνος έτρεξε γρήγορα. Από
το κατάμεστο λεωφορείο
στον αρσανά, στο πλοίο, στη
Δάφνη, ξανά στο λεωφορείο
και στις Καρυές. Το
Πρωτάτο ήταν πανέμορφο
στον φθινοπωρινό ήλιο. Προσκυνήσαμε το «Άξιον
εστί», ψωνίσαμε και κατηφορίσαμε
προς την Παναγούδα. Ο
συνοδοιπόρος μου γνώριζε
το κελί του
γέροντα Γαβριήλ. Εμείς
φτάσαμε ως το
κελί του Ιωάννη
του Θεολόγου, όπου τον
ενθουσίασε η συζήτηση με
μοναχό υποτακτικό. Προλάβαμε τον
εσπερινό στην Ιβήρων,
αφού πήραμε δωμάτιο.
Στο
καθολικό της μονής
ξαναείδα το ομορφότερο
δάπεδο καθολικού στο
Όρος. Σαν χειροποίητο χαλί
σε λευκό – γκρι φόντο, το
ροζ μάρμαρο με διάφορα
μοτίβα με πράσινο, καφέ και άλλα
χρώματα σε ψηφιδωτά,
δημιουργούν ένα αριστοκρατικό
κομψοτέχνημα. Ανήκει στον 11ο αιώνα. Μετά
την παράκληση στην
Πορταΐτισσα ακολούθησε τράπεζα
και στη συνέχεια
κατεβήκαμε στη θάλασσα. Είχε
σηκωθεί κύμα, που άφριζε
και στο βάθος
αγέρωχο αχνοφαίνονταν το
καστρομονάστηρο της Σταυρονικήτα.
Το
άλλο πρωί στριμωγμένοι
στο παρεκκλήσι, η Παναγία
Πορταΐτισσα μας κοιτούσε
να κοινωνούμε τη
σάρκα και το
αίμα του γιού
της. Μετά την τράπεζα
το λεωφορείο μας
ανέβασε στις Καρυές
για να βρεθούμε
στη Σκήτη του
Αγίου Ανδρέα και
στη συνέχεια στο
Κουτλουμούσι. Μείναμε για ώρα
εκεί και πριν
φύγουμε από τις
Καρυές ήπιαμε με
το συνοδοιπόρο μου ένα τσίπουρο
σε μια όμορφη
εσωτερική αυλή μαγαζιού
σχολιάζοντας τις εμπειρίες
μας. Το πρόγραμμά μας
τροποποιήθηκε από μια
ακύρωση δρομολογίου κι
αντί να βρεθούμε
στο μονοπάτι από
Ξηροποτάμου προς τον Άγιο Παντελεήμονα, ένα μικρό
λεωφορείο μας κατέβασε
κατευθείαν στο ρώσικο, περνώντας μας
από το παλαιομονάστηρο, ανακαινισμένο πια, όπου
είχαν εγκατασταθεί οι
Ρώσοι πριν κατέβουν
στη θάλασσα. Τακτοποιηθήκαμε στο
δωμάτιο και ανεβήκαμε
σε παρεκκλήσι στον
τρίτο όροφο για
τον εσπερινό. Η εμμονή
της αυτοκρατορικής χλιδής
με το χρυσό, το
άφθονο χρήμα που δεν κρύβεται
σε κάθε αρχιτεκτονική
λεπτομέρεια, η βαριά γλώσσα
και οι δυτικές
επιρροές στη χορωδία
και τη ζωγραφική, όλα τράβηξαν
την προσοχή μας.
Με
τη σύγκρουση ΝΑΤΟ – Ρωσίας
στην Ουκρανική παλαίστρα, ο
εθνοφυλετισμός των Ορθοδόξων,
το προσφυγικό δράμα, η
αγαπολογία του οικουμενισμού, όλα αυτά
τα φαντάσματα βγήκαν
από το μπαούλο. Κάποτε το
νόμισμα του διεθνισμού
είχε δύο πλευρές, το
κεφάλαιο και τους
προλετάριους. Τώρα οι απάτριδες
προλετάριοι πρόσφυγες με
το αμερικάνικο όνειρο
στο μάτι ελέγχονται
από τη διεθνιστική
σύμπραξη κεφαλαίου και
μαρξισμού, καμιά φορά με
τη σφραγίδα του
Ισλάμ. Στο νέο ψευτοδίλημμα
διεθνισμός της βίας
ή εθνικισμός απαντά
η αγάπη του Ευαγγελίου.
Η έλλειψη διάκρισης
ανάμεσα σε φύλα, φυλές, έθνη καταργείται
στο θεραπευτήριο της
Εκκλησίας, όχι στο μανιφέστο
του οικουμενισμού. Μόνο όσοι
περηφανεύονται για τα
πάθη τους δεν
θεραπεύονται σε αυτήν, έστω
κι αν ζουν
στον Άθωνα. Στη μονή
Αγίου Παντελεήμονα μιλήσαμε
με έναν Ουκρανό
τενόρο, φιλοξενούμενο για έναν
ολόκληρο μήνα στην
Παντοκράτορος και με
Γάλλο γυμναστή, που σκεφτόταν
τη μεταστροφή στην
Ορθοδοξία.
Με την αλλαγή της
ώρας από τη
θερινή στη χειμερινή
βρεθήκαμε να βαδίζουμε
το δρόμο προς
την Ξενοφώντος στις
πέντε σε βαθύ
σκοτάδι, που διέκοπτε μόνο
το φως του
κινητού. Κανείς από τους
δύο μας δεν
είχε την εμπειρία
της νυκτερινής πορείας
στο Άγιον Όρος. Η
λειτουργία στη Δοχειαρίου, όπου καταλήξαμε, ήταν ουρανός. Η
χορωδία υπολειπόταν μόνον
αυτής στη Σιμωνόπετρα. Βγαίνοντας ο
ιερέας από το
πορτάκι της πρόθεσης
με τα Τίμια
Δώρα είπα μέσα
μου «δεν πάω
σπίτι μου απόψε, εδώ
θα μείνω». Και είναι
αλήθεια πως εκεί
βρίσκομαι ακόμη νοερά.
Ακόμη κι αν
παρακάλεσα τη Γοργοϋπήκοο, ακόμη κι
αν πεινασμένος από το δρόμο
απόλαυσα το νηστίσιμο
μουσακά στην τράπεζα, ακόμη κι
αν στο πλοίο
βρεθήκαμε με το
Γάλλο, που θα πετούσε
την επομένη για το Παρίσι
και αποχαιρετιστήκαμε, ακόμη κι αν επέστρεψα
στη δουλειά, έχω μείνει
εκεί: « … πᾶσαν την βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν
ὠς τὸν βασιλέα τῶν ὃλων ὑποδεξόμενοι… Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Μιχαηλίδης Κωνσταντίνος – καθηγητής 14ου Γυμνασίου
Λάρισας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου