ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



ΜIA ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011



Το άρθρο που ακολουθεί, δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του "ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ" (59/2011, σσ. 17-30) και στο ιστολόγιο pelasgia.blogspot.com. Στη φωτό η Ακρόπολη της Λάρισας Κρεμαστής. 


 Νικόλαος Αντ. Παύλου

«ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ» ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΑΙ ΤΗΝ  ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ:
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ

Γράφοντας ο ιστορικός Τίτος Λίβιος για το δεύτερο  πόλεμο των Ρωμαίων εναντίον του Φιλίππου Ε΄(200-197 π.Χ.)[1] αναφέρεται στην πολιορκία των Ωρεών από τον Ρωμαίο πρεσβευτή (Legatus) L. Apustius . Σε ένα διάλλειμα που έκανε, αφού δεν υπήρχε ελπίδα να εκπορθήσει γρήγορα το ευβοϊκό  άστυ επιτέθηκε και κατέλαβε μία γειτονική πόλη, τη Λάρισα Κρεμαστή. Όπως σημειώνει ο Λίβιος: « Για τούτο, επειδή, παρά την ελπίδα τους παρατεινόταν ο χρόνος της πολιορκίας και των επιχειρήσεων, και δεν υπήρχε ελπίδα για μία ταχεία εκπολιόρκηση (:των Ωρεών), για τούτο στο μεταξύ ο Ρωμαίος επαρχιακός πρεσβευτής επειδή σκέφθηκε ότι θα ηδύνατο να πράξει κάτι άλλο, αφού άφησε στρατό όσος του φαινόταν αρκετός για να φέρει εις πέρας τις εκεί επιχειρήσεις κινήθηκε στη γειτονική περιοχή της ξηράς και την Λάρισα, όχι τη γνωστή πόλη της Θεσσαλίας, αλλά άλλην την οποίαν αποκαλούν Κρεμαστήν με αιφνιδιαστική έφοδο κατέλαβε, εκτός από την ακρόπολή της»[2].
Από το κείμενο κατανοούμε πως η Λάρισα Κρεμαστή την εποχή που διεξάγονταν οι επιχειρήσεις εναντίον του Φίλιππου του Ε΄ μάλλον θα έπρεπε να περιλαμβάνονταν μέσα στα σχέδια των Ρωμαίων. Στόχος τους ήταν να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις, με την ευρύτερη σημασία του όρου, για να μπορέσουν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή της ευρύτερης Θεσσαλίας. Παράλληλα θα διέθετε ισχυρή φρουρά, αφού ο Apustius κινήθηκε αιφνιδιαστικά για να την καταλάβει, και η ακρόπολή της θα ήταν δύσκολο να εκπορθηθεί. Πάντως ο Λίβιος δε δίνει συνέχεια στη σύντομη αναφορά του, οπότε μπορούμε να εικάσουμε πως δε δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα για τα ρωμαϊκά στρατεύματα από την πόλη.  Τέλος, την εποχή των μακεδονικών πολέμων δε θα μπορούσε να γίνει καμία σύγκριση της Λάρισας Κρεμαστής με τη γνωστή ομώνυμη πόλη της Θεσσαλίας, για την οποία, θεωρεί αυτονόητο ο Ρωμαίος ιστορικός πως  είχαν ακουστά οι αναγνώστες του έργου  του.
Στοιχεία για τη θέση της Λάρισας Κρεμαστής δίνει ο Στράβωνας. Όπως γράφει «pent»konta stadouj ¹ tîn [Lamišwn pÒli]j. eq' ˜xÁj parapleÚsanti stadoij ˜katÕn Ð 'Ecnoj Øpšrkeitai. tÁj d' ˜xÁj paralajn mesogavstˆn ¹ Kremast¾ L£risa ekosi stadouj aÙtÁj dišcousa, ¹ d' aÙt¾ kaˆ Pelasga legomšnh»[3]. Στηριζόμενος σε αυτή την πληροφορία, αναγνωρίστηκε από τους νεότερους ερευνητές και περιηγητές πως βρίσκονταν κοντά στο σημερινό χωριό Πελασγία, που ανήκει σήμερα στο νομό Φθιώτιδας (στα σύνορα με το νομό Μαγνησίας). Αυτή η θέση τεκμηριώνεται από το γνωστό ερευνητή της Θεσσαλίας Friedrich Stahlin που υπογραμμίζει: « Ο δρόμος από τον Πτελεό προς τη Λάρισα, οδηγεί πάνω από το διάσελο, κοντά στον Άγιο θεόδωρο (170 μ.) Αυτό το χωριό βρίσκεται στον σχιστολιθικό σχηματισμό με εύφορα χωράφια και λιβάδια…Στο νότιο άκρο των υψωμάτων, προς τη Σουβάλα, εισέρχεται κανείς στην εκτεινόμενη μέχρι τη θάλασσα ασβεστολιθική ζώνη. Μεταξύ Σουβάλας και Γαρδικίου (σημ. Πελασγία) εκτείνεται η και σήμερα καλά υδροδοτούμενη και φυτεμένη με αμπέλια λεκάνη της Λάρισας…Στο βορειοδυτικό άκρο πάνω από την πεδιάδα κείται, σε ένα απότομο ύψωμα, η Λάρισα, η λεγομένη Κρεμαστή, λόγω της καθώς φαίνεται από τη θάλασσα ψηλής μέχρι τον ουρανό θέσεώς της»[4].
Επομένως η τοποθεσία της Λάρισας Κρεμαστής βρίσκεται στο λόφο «Κάστρο», βόρεια της σημερινής κωμόπολης Πελασγίας Φθιώτιδας.  Αποτελεί μία χαρακτηριστική περίπτωση ελληνικής κατοικήσιμης περιοχής που εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο στους ελληνιστικούς χρόνους και στην Ύστερη Αρχαιότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ήταν αισθητή η ανθρώπινη παρουσία και παλαιότερα[5]. Έτσι ο Δημήτριος Καλλατιανός αναφερόμενος στο σεισμό που έπληξε την Κεντρική Ελλάδα το 426 π.Χ. υπογραμμίζει πως μεταξύ των πόλεων που γνώρισαν την καταστροφική του μανία ήταν και η Λάρισα Κρεμαστή. Όπως αναφέρει «…t¦ d' n Adhyù kaˆ kaq' ˜tšraj ¢narragÁnai phg£j· 'Wreoà d tÕ prÕj qal£ttV tecoj kaˆ tîn okiîn perˆ ˜ptakosaj sumpesen, 'Ecnou te kaˆ Fal£rwn kaˆ `Hrakleaj tÁj Tracnoj, tîn mn polÝ mšroj pesen, Fal£rwn d kaˆ ™xd£fouj ¢natrapÁnai tÕ ktsma. parapl»sia d sumbÁnai kaˆ Lamieàsi kaˆ Larisaoij· …»[6]. Οπότε, με βάση αυτή την πληροφορία φαίνεται πως η οικοδόμηση των τειχών, που σώζονται σήμερα,  έχει γίνει αργότερα.
Η Λάρισα Κρεμαστή ανήκε στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, που ήταν μέρος της ευρύτερης Θεσσαλίας, όπως άλλωστε μαρτυρείται και από τις αρχαίες πηγές[7]. Η ανασύνθεση της ιστορίας της μπορεί να στηριχτεί στις μαρτυρίες των επιγραφών, των γραπτών μαρτυριών που αναφέρονται στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, και των νομισμάτων που είχε κόψει. Αποτελεί μία χαρακτηριστική περίπτωση ελληνικής περιοχής που εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο σε μία περίοδο που τα μεγάλα κέντρα της κυρίως Ελλάδας γνώριζαν την παρακμή και την φθορά.
Από τις επιγραφές αποδεικνύεται πως ήταν μέλος της Δελφικής Αμφικτυονίας, όπως άλλωστε και όλη η περιοχή[8]. Οι διασυνδέσεις της με το μαντείο φαίνονται να είναι συνεχείς, αν κρίνει κανείς από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Στη συνέχεια παρατίθεται μία επιγραφή που αναφέρεται στην  απελευθέρωση δούλου[9]:
1.     ἄρχοντος Ἀρισταινέτου μηνὸς
Ἐνδυσποιτροπίου, ἀπέδοτο Ἀρχέ-
πολις Τιμοκλέος Λαρισαῖος τῶι
Ἀπόλλωνι τῶι Πυθίωι σῶμα ἀνδρεῖ-
      5.  ον ὧι ὄνομα Βίθυς τὸ γένος Θρᾶικα,
τιμᾶς ἀργυρίου μνᾶν δέκα, καθὼς
ἐπίστευσε Βίθυς τὰν ὠνὰν τῶι θεῶι.
βεβαιωτῆρες κατὰ τοὺς νόμους·
Μνάσων Δικαιάρχου Ἐχιναῖος,
10.        Κράτιππος Μεγώνδα Θηβαῖος· παρόν-
τος τοῦ ἄρχοντος Εὐκράτεος
[τ]οῦ Καλλίκωνος. μάρτυρες· οἱ ἱερεῖς
Ξένων, Ἄθαμβος· Μνάσων Ξένωνος,
Πεισίλαος, Χαρίξενος, Καλλίκων Δελ-
15.        φοί, Ἀριστομένης, Μίκκος Ἐριναῖοι.

Όπως γίνεται αντιληπτό ο Αρχέπολις Τιμοκλέους Λαρισαίος προσφέρει στον Πύθιο Απόλλωνα τον δούλο θράκα Βίθυ. Πρόκειται για μία πρακτική συνηθισμένη στον αρχαίο ελληνικό χώρο που σημαίνει στην ουσία την απελευθέρωση του δούλου[10]. Μάλιστα στο κείμενο παρουσιάζεται και η τιμή με την οποία «αγοράστηκε» από το θεό. Είναι δέκα αργυρές μνες, οι οποίες δόθηκαν στο όνομα του Απόλλωνα από τον Βίθυ στον Αρχέπολι (στ. 6-7). Οπότε έτσι απαλλάσσεται από οποιαδήποτε υποχρέωση θα μπορούσε να έχει απέναντι στον Λαρισαίο πολίτη, όπως για παράδειγμα  να αναγκαστεί να τον γηροκομήσει[11]. Γίνεται λοιπόν υπόλογος μόνο απέναντι στον Απόλλωνα, στον οποίο οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του. Φαίνεται λοιπόν να έχει πλουτίσει και μπορεί ο ίδιος να εξαγοράσει την ελευθερία του.
Πρόκειται για μία υπόθεση που αφορά κατοίκους της Αχαΐας Φθιώτιδας. Όπως τονίζεται στην επιγραφή αυτοί που πιστοποιούν την πώληση από τον Αρχέπολι ήταν ο Μνάσων Δικαιάρχου Εχιναίος και ο Κράτιππος Μεγώνδα Θηβαίος (:από τις Φθιώτιδες Θήβες). Στη διαδικασία ήταν μάρτυρες ιερείς, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της συναλλαγής ανάμεσα στον κάτοικο της Κρεμαστής Λάρισας και το ιερό. Ταυτόχρονα φανερώνει και δεσμούς της πόλης της Αχαΐας Φθιώτιδας με αυτό. Από την επιγραφή αποδεικνύεται πως αποτελεί σημείο αναφοράς για τους Αχαιούς Λαρισαίους, αφού για την επικύρωση μιας συνηθισμένης νομικής διαδικασίας απελευθέρωσης, στην οποία θα μπορούσε να υπάρξει μεσολάβηση κάποιου άλλου ιερού που θα ήταν ενδεχομένως πιο κοντά,  χρειάστηκε ο δελφικός θεός, που έτσι παρουσιάζεται να έχει και ένα ρόλο «προστάτη» της ευρύτερης περιοχής.
Αυτή η διαπίστωση τεκμηριώνεται και από το γεγονός πως πολίτες της Κρεμαστής Λάρισας αναλαμβάνουν, σχεδόν συνέχεια, το αξίωμα του ιερομνήμονα, εκπροσωπώντας την Αχαΐα Φθιώτιδα (Ἀχαιῶν Μεγαλλίας Μελιταιεύς, Εὔξ[εν]ος Λα[ρι]σ[αῖος] [12], [Ἀχ]αιῶν [Τ]ολμαίου [Λ]α[ρισαί]ο[υ][13], Ἀχαιῶν Δημο[κή]δου[ς], [Μελιτ]α[ιέος, Ξ]ενο[π]είθους Λαρισ[α]ίου[14], (Ἀχ[αι]ῶν Ὀ[νομάστ]ου [Λαρισαίο]υ[15],  Ἀχαι]ὸς ἐγ Μελιτέας Ἀ̣[γασσικράτης, Λα]ρισαῖος Ἱπποκρά̣[της[16]), καθώς και του προξένου (Λα]ρισιαῖος ἐκ Φθι[ώτιδος])[17].  
Τα παραπάνω αξιώματα που δίνονται σε πολίτες της εκτός από την ειδική σχέση ανάμεσα στο Δελφικό ιερό και στην Κρεμαστή Λάρισα προβάλλουν και έναν πρωταγωνιστικό της ρόλο στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας σε όλη την ελληνιστική εποχή. Τα χαρακτηριστικά της όμως κατανοούνται καλύτερα και από επιγραφή που βρέθηκε στα εδάφη της στην οποία αναγράφονται:
Γνωσίας Φιλοκράτους
Κλεόμαχος Δικαιοπόλεως
Ἐρασίτιμος Ξενομένους
ἀγορανομήσαντες
5. Ἑρμᾶι καὶ τᾶι Πόλει.[18].

Τρεις πολίτες δηλαδή της Λάρισας Κρεμαστής που έχουν ασκήσει το αξίωμα του αγορανόμου αφιερώνουν τιμητική επιγραφή στον Ερμή και στην πόλη. Προφανώς αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η θητεία τους ήταν ευδόκιμη και με αυτό τον τρόπο θέλουν να ευχαριστήσουν το θεό Ερμή αλλά και τους πολίτες που στάθηκαν αρωγοί στο έργο τους.
Έργο των αγορανόμων ήταν, στην ουσία η διευθέτηση συναλλαγών[19]. Αν αυτή η διαπίστωση συνδυαστεί με την πληροφορία του Στράβωνα πως η περιοχή της Λάρισας Κρεμαστής ήταν «αμπελόφυτος»[20], θα τους ταίριαζε, στην προκειμένη περίπτωση, ένας ρόλος «διαιτητή» που θα διευθετούσε κτηματικές διαφορές που σχετίζονταν με την αμπελοκαλλιέργεια[21].  Αυτή η υπόθεση μπορεί να ενισχυθεί και από το γεγονός πως οι αγορανόμοι επικαλούνται το θεό Ερμή, ο οποίος, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση ήταν θεότητα των ορίων[22]. Αυτό βέβαια δε μπορεί να αποκλείσει το γεγονός πως ανάμεσα στα καθήκοντά τους περιλαμβάνονταν και ο έλεγχος των τιμών της αγοράς[23].
Η ουσία είναι πως στη Λάρισα Κρεμαστή ο θεσμός του Αγορανόμου φανερώνει πολύπλοκες συναλλαγές που προϋποθέτουν έναν αστικό χαρακτήρα της. Σε μία κοινωνία, για την οποία εξακολουθούσε να ισχύει ο λόγος του Ξενοφώντα «¢kris…a d kaˆ tarac¾ œti ple…wn met¦ t¾n m£chn ™gšneto À prÒsqen ™n tÍ `Ell£di»[24] η ύπαρξη παρόμοιων θεσμών σε έναν περιφερειακό χώρο του ελληνισμού αναδεικνύει πρωταγωνιστικούς ρόλους που στηρίζονται σε ισχυρές παραδόσεις.
Μία άλλη επιγραφή, η οποία διαφωτίζει το ρόλο της Λάρισας Κρεμαστής στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο προέρχεται από τον 1ο αι. π.Χ. και αναφέρεται σε διαμάχη των κατοίκων της με τη γειτονική πόλη του Πτελεού[25]. Σε αυτή αναγράφονται και τα εξής:
 [— — —] Αἰζόσιος Ἀφθονήτου εἶπεν· ἐπειδὴ Νύσα[νδρος Δι(?)]-
οδότου Λαρισαῖος εὔνους ὢν διατελεῖ τῆι πόλει τῶν [Πτε]-
λεειῶν, διατηρῶν τὴν ὑπάρχουσαν πρὸς τὸν δῆμον ε[ὔνοι]-
5.          αν καὶ κοινῆι καὶ κατ’ ἰδίαν τοῖς χρείαν ἔχουσι τῶν πολ[ι]-
τ̣ῶν ἐκτενῶς ἐπιδίδωσιν αὑτὸν ἐπὶ πάντα τὰ παρακα̣-
[λο]ύμενα, βουλόμενος ἐπαύξειν καὶ κατὰ κοινὸν μὲν τὴν
[πό]λιν καὶ τοὺς κ[ατ’ ἰ]δία[ν] ἀξίους τῶν πολιτῶν ἀξίως μ[ὲν]
[αὑτ]οῦ, ἀξίως δὲ καὶ τῆς πόλεως, οὐ μόνον δὲ ἐν τούτοις
10.        [αὑτὸ]ν ἀπαράκλητος παρεσκεύακεν, ἀλλὰ καὶ Λαρισαίω[ν]
[τῶν] Φθιωτ[ῶν] ἐπισ[κη]ψ̣άντων ἐπὶ τὴν πόλιν ἀδίκως καὶ ἀ[νο]-
[σί]ως καὶ προκαλεσαμένων ἐπὶ κρίσιν εἰς Ῥώμην ἐπὶ τὴ[ν]
[σ]ύνκλητον ἐπέδωκεν αὑτὸν Νύσανδρος ἐπὶ τὸ
[π]ρεσβεῦσαι ὑπὲρ τῆς πόλεως μετὰ πάσης προθυμίας
15.          [μ]ετὰ τῶν συνεξαποσταλέντων αὐτῶι πρεσβευτῶν [οὐ]-
[θ]ένα κίνδυνον πρ[οορώμε]νος οὐδὲ [— — — — — — —]
[— — — — — — —] πάσας ․․․του[— — — — — — — — —][26]

Η επιγραφή αναφέρεται στη μεσιτεία που έκανε ο Νύσανδρος Διοδότου από τη θεσσαλική Λάρισα στη ρωμαϊκή σύγκλητο υπέρ της πόλης του Πτελεού. Σύμφωνα με τους στ. 10-12 της επιγραφής οι Φθιώτες Λαρισαίοι επιτέθηκαν άδικα εναντίον τους. Οπότε χρειάστηκε η επέμβαση της ρωμαϊκής συγκλήτου για να λυθεί το ζήτημα και να αποκατασταθούν τα θεωρούμενα δίκαια των κατοίκων του Πτελεού.
Η επιγραφή θέτει το ζήτημα της δυναμικής που είχε η Λάρισα Κρεμαστή στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. Οι πολίτες της παρουσιάζονται να εξορμούν μανιασμένα χωρίς να έχουν δίκαιο και χωρίς να σέβονται τίποτα[27]. Οι κάτοικοι του Πτελεού δείχνουν να είναι εντελώς ανίσχυροι και γι’ αυτό σώζονται μόνο με τη μεσολάβηση του Νύσανδρου. Οπότε του αφιερώνουν  τιμητική επιγραφή από την οποία αναδύεται μία υψηλή εκτίμηση για το πρόσωπό του.
Δυστυχώς στην επιγραφή δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία, ώστε να μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την κατάσταση της Κρεμαστής Λάρισας αυτή την εποχή, ενώ η υπερβολή του κειμένου είναι εμφανής. Πάντως οι Αχαιοί Λαρισαίοι είναι ισχυροί, αφού μπορούν να κάνουν επιδρομές και να προχωρούν σε οικειοποιήσεις (εκτάσεων γης;) που δεν τους ανήκουν. Βέβαια στην πραγματικότητα το επεισόδιο φαίνεται να είναι μία τοπική διαμάχη, που έληξε με την απόφαση της ρωμαϊκής σύγκλητο, το οποίο όμως αντανακλάει νοοτροπίες που έχουν αρχίσει και κάνουν τη εμφάνισή τους στον ελληνικό χώρο κατά την ύστερη αρχαιότητα. Για τη ρωμαϊκή δηλαδή εξουσία δε φαίνεται να υπάρχουν σημαντικά ελληνικά κέντρα τα οποία να μπορούν μόνα τους να υπερασπιστούν τις θέσεις τους και χρειάζεται ένας ισχυρός μεσολαβητής για να δικαιωθούν. Ασφαλώς η Λάρισα Κρεμαστή δε διέθετε τέτοιον, που να μπορεί να την υπερασπιστεί στη ρωμαϊκή σύγκλητο και να παρουσιάσει τα επιχειρήματα των κατοίκων της.

***

 Στις αρχές του καλοκαιριού του 302 π.Χ. ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, εκστρατεύοντας κατά του Κάσσανδρου (358 ή 350  297 π.Χ.),  καταλαμβάνει τη Λάρισα Κρεμαστή[28]. Σύμφωνα με την αφήγηση του Διόδωρου του Σικελιώτη[29] ξεκίνησε από την Αθήνα για τη Χαλκίδα. Παραπλέοντας με το στόλο του το λιμάνι της Λάρισας Κρεμαστής, αποβιβάζει τη δύναμή του, καταλαμβάνει με έφοδο την πόλη, και την ακρόπολή της με πολιορκία, τους φρουρούς τους αιχμαλώτισε και έδωσε αυτονομία στην πόλη.
Το επεισόδιο εντάσσεται μέσα στο γενικότερο κλίμα των συγκρούσεων ανάμεσα στους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου για τον έλεγχο της κληρονομιάς του. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος στέλνει το γιο του Δημήτριο στον ελληνικό χώρο για να καταλύσει το καθεστώς που είχε επιβάλλει ο Κάσσανδρος[30] .
Η περιοχή της Λάρισας Κρεμαστής παρουσιάζεται στην εποχή των διαδόχων να αποτελείται από το λιμάνι, την κυρίως πόλη και την ακρόπολη. Προφανώς, εξαιτίας της γεωφυσικής της θέσης η ακρόπολη φαίνεται να αποτελεί έναν ξεχωριστό χώρο, ο οποίος ήταν και το έσχατο σημείο αντίστασης της μακεδονικής φρουράς που βρίσκονταν μέσα σε αυτή. Ενώ η πόλη καταλήφθηκε εύκολα με έφοδο, επειδή δεν υπήρχε καθόλου ή ήταν ελάχιστη η στρατιωτική δύναμη, η οποία δεν πρόβαλλε και ισχυρή αντίσταση, για την ακρόπολη χρειάστηκε πολιορκία. Αυτή αποτελούσε και το βασικό συστατικό της στρατηγικής θέσης που είχε η Λάρισα Κρεμαστή για την περιοχή. Οι άνδρες του Κάσσανδρου παρουσιάζονται να προβάλλουν εδώ την  αντίστασή τους, στηριζόμενοι ίσως στο γεγονός πως θεωρούσαν τη θέση απόρθητη. Αυτό όμως ήταν η αιτία για να οδηγηθούν στην αιχμαλωσία. Φαίνεται πως ο Δημήτριος αντιλήφθηκε ή του ανακοινώθηκε από τους κατοίκους της περιοχής πως ο εύκολος τρόπος για την κατάληψη της οχυρής θέσης ήταν να οδηγήσει τα στρατεύματά του στη ΒΑ πλευρά της, που είναι και η πλέον βατή για την εύκολη πρόσβαση σε αυτή.
Ο Δημήτριος αποκαθιστά την αυτονομία της πόλης. Προφανώς αυτό σημαίνει, σε σχέση με την αναφορά που γίνεται προηγουμένως για την Αθήνα, πως επιτρέπει να επανέλθει στην Λάρισα Κρεμαστή το «p£trion œqoj», δηλαδή να ακολουθήσει τις παραδόσεις της και τον τρόπο διακυβέρνησης που είχε πριν την κατάληψή της από τους άνδρες του Κάσσανδρου.
Στη συνέχεια οι πόλεμοι του Φίλιππου Ε΄ εναντίον των Ρωμαίων αποτελούν αφορμή να γίνουν αναφορές στην ιστορική πορεία της Λάρισας Κρεμαστής[31]. Φαίνεται να αποτελεί πάντα μακεδονικό θύλακα, και γι’ αυτό δέχεται ρωμαϊκές επιθέσεις που αποβλέπουν στην κατάληψή της ενώ αποτελεί σημείο διεκδίκησης από τους  συμμάχους των Ρωμαίων. Πιο αναλυτικά μετά την πολιορκία της από τον L. Apustius για την οποία έγινε λόγος στην αρχή του άρθρου, στη διάσκεψη των Τεμπών (197/6 π.Χ.) που ακολούθησε τη συντριπτική ήττα του Φιλίππου Ε΄ από τον Φλαμινίνο στη μάχη των Κυνός Κεφαλών (Ιούνιος 197 π.Χ.), υπήρχε έντονη απαίτηση του Αιτωλού Φαινέα να παραχωρηθούν στη σύμμαχο της Ρώμης Αιτωλική συμπολιτεία η Λάρισα Κρεμαστή, η Φάρσαλος, οι Φθιώτιδες Θήβες και ο Εχίνος. Αν και ο βασιλιάς της Μακεδονίας δεν έφερε αντίρρηση, τελικά οι Ρωμαίοι έδωσαν μόνο τις Φθιώτιδες Θήβες[32].
Η ένταση των διαπραγματεύσεων παρουσιάζεται ανάγλυφα από τον Πολύβιο. Όπως σημειώνει, ενώ όλοι σιωπούσαν πήρε το λόγο ο Φαινέας και ρώτησε «Λοιπόν δε θα αποδώσεις  σε εμάς Φίλιππε την Κρεμαστή Λάρισα, τη Φάρσαλο, τις Θήβες τις Φθιωτικές και τον Εχίνο;»[33]. Προφανώς αυτές οι πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας αποτελούσαν στρατηγικές θέσεις για την Αιτωλική συμπολιτεία που ήθελε να εδραιώσει έτσι την κυριαρχία της στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας και να γίνει με αυτό τον τρόπο υπολογίσιμη δύναμη.
Η σειρά που παρουσιάζονται από τον Πολύβιο οι πόλεις, στο λόγο του Φαινέα, φαίνεται να αντανακλάει και τη στρατηγική σημασία που είχαν για τους Αιτωλούς. Πράγματι η Λάρισα Κρεμαστή με το λιμάνι και την οχυρή θέση της αποτελούσε μία σημαντική είσοδο γι’ αυτόν που ήθελε να εισέλθει από το νότο στη Θεσσαλία. Όποιος την έλεγχε μπορούσε να ρυθμίζει τη διάβαση στα ενδότερα της περιοχής.. Ο Φίλιππος βέβαια παρουσιάζεται υποχωρητικός στις αιτωλικές απαιτήσεις επειδή μάλλον καταλαβαίνει πως έχει αρχίσει να διαφαίνεται η αντιπαλότητα μεταξύ των Ρωμαίων και της Συμπολιτείας, εξαιτίας της οποίας η τελευταία καρπώνεται τελικά πολύ λιγότερα από αυτά που ζητούσε, όπως τονίστηκε[34].
Κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών επεμβάσεων στον ελληνικό χώρο (186-184 π.Χ.) τίθεται, μαζί με τη Δημητριάδα, υπό τον έλεγχο της Θεσσαλικής Συμπολιτείας, ενώ στη συνέχεια την κατέχει και πάλι ο Φίλιππος[35].
Μετά το θάνατο του Φίλιππου Ε΄ (179 π.Χ.)  η εξουσία περνάει στα χέρια του γιου του Περσέα (179-168 π.Χ.). Το  172 π.Χ. η Ρώμη εκστρατεύει εναντίον του. Ο Q. Marcius φτάνει στην Ελλάδα και αφού έρχεται στη Χαλκίδα με δύο πεντήρεις στη συνέχεια καταλαμβάνει την Αλόπη, ενώ πολιόρκησε τη Λάρισα Κρεμαστή[36]. Προφανώς, οι στρατιώτες του αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της, και προχώρησαν προς την πόλη. Δε μπόρεσε όμως να γίνει ολοκληρωτικά κύριος της περιοχής εξαιτίας της οχυρής θέσης της ακρόπολής της, στην οποία θα παρέμεινε η μακεδονική φρουρά.
Αυτό έγινε εφικτό το Σεπτέμβριο του 171 π.Χ. Όπως και πάλι πληροφορεί ο Livius ο αρχηγός των ρωμαϊκών δυνάμεων P. Licinius εκστρατεύει στην Αχαΐα Φθιώτιδα και καταστρέφει την Πτελεό που είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του, δέχεται την παράδοση της Ανδρώνας και, στη συνέχεια βαδίζει εναντίον της Λάρισας Κρεμαστής. Η πόλη ήταν έρημη γιατί οι πολίτες την είχαν εγκαταλείψει και είχαν κλειστεί στην ακρόπολη. Επειδή όμως η φρουρά του Περσέα έφυγε οι κάτοικοι παραδόθηκαν στα ρωμαϊκά στρατεύματα[37].
Δε χωράει αμφιβολία πως τους Ρωμαίους τους ενδιέφερε η καταστροφή των στρατηγικών οχυρών που ανήκαν στους Μακεδόνες. Η Λάρισα Κρεμαστή ανήκοντας σε αυτά αποτελούσε ρωμαϊκό στόχο. Η προσπάθεια για υπεράσπιση της πόλης θεωρήθηκε μάταιη υπόθεση, γι’ αυτό και οι κάτοικοι κλείστηκαν στην ακρόπολη ελπίζοντας και στη βοήθεια της μακεδονικής φρουράς. Εντούτοις, αφού αυτή έφυγε, οι Λαρισαίοι παραδίδονται και έτσι μάλλον δεν επαναλαμβάνεται η καταστροφή που είχε πάθει ο Πτελεός.
Δεν υπάρχει στη συνέχεια άλλη πληροφορία για την τύχη της Κρεμαστής Λάρισας. Είναι πιθανό όμως μία αναφορά του Τίτου Λίβιου, όταν αναφέρεται στον καθορισμό της τύχης των ελληνικών πόλεων από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο στην Αμφίπολη την άνοιξη του 167 π.Χ., να υπονοεί πως η Κρεμαστή Λάρισα, όπως και άλλες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας, να πέρασε  στην επιρροή των Θεσσαλών ή των Ευβοέων[38] και να μην της αποδόθηκε αυτονομία.

***

Ένα άρθρο για την ιστορική πορεία της Λάρισας Κρεμαστής κατά την ελληνιστική περίοδο και την ύστερη αρχαιότητα δε μπορεί να είναι πλήρες αν δε γίνει αναφορά στις ελληνορωμαϊκές αντιλήψεις για τη σχέση της πόλης με το μυθικό ήρωα Αχιλλέα[39]. Το αποκορύφωμά τους είναι οι αναφορές του Βιργίλιου στην «Αινειάδα» που αναφέρονται στον «Λαρισαίο Αχιλλέα»[40]. Δε χωράει αμφιβολία πως ο Ρωμαίος ποιητής τον συνδέει με τη Λάρισα Κρεμαστή η οποία ανήκε στην περιοχή της Όθρυος που θεωρούνταν πως εξουσίαζε ο αρχηγός των Μυρμιδόνων και όχι στην κεντρική πόλη της Θεσσαλίας[41].
Αυτή η ειδική σχέση της Λάρισας Κρεμαστής με τον Αχιλλέα παρουσιάζεται και στο νόμισμα που έχει κόψει η πόλη μετά την αυτονομία που της παραχώρησε ο Δημήτριος Πολιορκητής, το οποίο κυκλοφορούσε παράλληλα με τα νομίσματα των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου[42]. Στη μία όψη του εικονίζεται κεφαλή του Αχιλλέα με πλούσια μαλλιά και στην άλλη η Θέτιδα να ιππεύει ιππόκαμπο και να κρατάει ασπίδα (του Αχιλλέα;) πάνω στην  οποία υπάρχει το μονόγραμμα ΑΧ (Αχιλλέας ή Αχαιοί;)[43].
Τα παραπάνω νομίζω πως αντανακλούν παγιωμένες αντιλήψεις για αλληλεξάρτηση του Αχιλλέα και της μητέρας του με την Κρεμαστή Λάρισα αλλά και όλη την Αχαΐα Φθιώτιδα γενικότερα. Εννοείται πως σε αυτές τις πεποιθήσεις αναδύεται βασικά ένα θρησκευτικό στοιχείο που αφορά δυνάμεις που συνδέονταν με την περιοχή.
Προϋπόθεση αυτής της θέσης είναι η πληροφορία του Ησίοδου πως η Όθρυς αποτελούσε θεϊκό βουνό στο οποίο ήταν εγκατεστημένο το συμβούλιο των Τιτάνων. Όπως γράφει στη «Θεογονία» ««TitÁnšj te qeoˆ kaˆ Ósoi KrÒnou ™xegšnonto, oƒ mέn ¢f' ØyhlÁj ”Oqruoj TitÁnej ¢gauo…, oƒ d' ¥r' ¢p' OÙlÚmpoio qeoˆ dwtÁrej ™£wn»[44].
Η περιοχή δηλαδή της Αχαΐας Φθιώτιδας προσφέρονταν για τη λατρεία δυνάμεων που δεν ανήκουν στο στενό κύκλο των ολύμπιων θεών. Αυτές βέβαια μετά τον 8ο αι. π.Χ., - περίοδος κατά την οποία η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά που περιγράφουν τα ομηρικά έπη-, είχαν γίνει μέρος του θρησκευτικού  πανθέου  αλλά και της πρωταγωνιστικής ομάδας που περιέγραφαν τα ομηρικά έργα, αποκτώντας έτσι την  απαραίτητη «νομιμοποίηση» για να μπορέσουν να παραμείνουν ως μέρος μιας συλλογικής ελληνικής θρησκευτικής συνείδησης. Τους αποδίδονται λοιπόν καινούριες ιδιότητες που θα βοηθήσουν στη δημιουργία ενός ελληνικού παρελθόντος, το οποίο ήταν πυλώνας για μία εθνική και θρησκευτική συνείδηση.
Όμως, στην Αχαΐα Φθιώτιδα δεν ήταν δυνατό, εξαιτίας της ειδικής σχέσης που είχε με τον Αχιλλέα, αφού θεωρούνταν βασίλειό του, να ξεχαστούν τα υπερφυσικά στοιχεία του ήρωα και της μητέρας του[45]. Στην πραγματικότητα στην περιοχή, μαζί με την «επίσημη» θρησκεία των Ολύμπιων θεοτήτων συνυπάρχει και η αφοσίωση στα πρόσωπα του Αχιλλέα και της Θέτιδας, ενώ η λατρεία τους δε φαντάζει καθόλου απίθανη[46].  Τα χαρακτηριστικά της είναι ζήλος για δυνάμεις που δεν ανήκουν στο στενό κύκλο του πανθέου των θεοτήτων του Ολύμπου.
Το τελευταίο συμπέρασμα μπορεί να τεκμηριωθεί ειδικά για την Κρεμαστή Λάρισα και με βάση αρχαιολογικά ευρήματα. Έτσι, στην περιοχή της βρέθηκε χάλκινη σφραγίδα με το μυθικό τέρας Σκύλλα[47], το οποίο θεωρήθηκε πως αποτελεί την επίσημη σφραγίδα της πόλης[48]. Αυτό σημαίνει πως, κατά πάσα πιθανότητα, υπήρχε δεκτικότητα για πρακτικές που δε συμβάδιζαν απαραίτητα με καθιερωμένες θρησκευτικότητες.
Ταυτόχρονα η σύγκριση που κάνει ο Στράβωνας ανάμεσα στη Λάρισα Κρεμαστή και στην ομώνυμη πόλη που βρίσκονταν κοντά στις Τράλλεις της Μ. Ασίας μπορεί να φανεί χρήσιμη για τη διερεύνηση του θέματος. Δίνοντας την πληροφορία πως η δεύτερη βρίσκονταν κοντά σε ιερό της Ίσιδας, συνεχίζει λέγοντας πως έχει ίδια χαρακτηριστικά με τη Λάρισα Κρεμαστή. Στη συνέχεια βέβαια διευκρινίζει πως κάποια από αυτά ήταν τα πολλά νερά και τα αμπέλια[49]. Εντούτοις η γραφή του αφήνει ανοιχτό το θέμα να τελούνταν και στην πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας παρόμοιες τελετές με αυτές που γίνονταν προς τιμήν της Ίσιδας[50].

***

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, τα συμπεράσματα είναι τα εξής:
Η Λάρισα Κρεμαστή που βρίσκεται στη θεσσαλική περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο την ελληνιστική εποχή και την ύστερη αρχαιότητα. Υπάρχουν ενδείξεις και για  ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους, οι οποίες όμως πρέπει να διερευνηθούν.
Η πόλη γνωρίζει περιόδους αυτονομίας, ενώ αποτελεί μακεδονικό θύλακα στους πολέμους εναντίον των Ρωμαίων. Πλεονέκτημά της είναι η δύσβατη ακρόπολή της, η κατοχή της οποίας βοηθούσε στον έλεγχο της νότιας εισόδου στη Θεσσαλία. Οι κάτοικοί της φαίνεται να μένουν γύρω από αυτή, μέσα σε τείχη, ενώ κάποιοι ήταν εγκατεστημένοι στην πεδιάδα και το λιμάνι.  Καταφεύγουν στην ακρόπολη όποτε παρίσταται ανάγκη. Μέσα σε αυτή στρατωνίζονταν η εκάστοτε φρουρά που έλεγχε την περιοχή. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή διαθέτει δύναμη, αφού μπορεί να έρχεται σε συγκρούσεις με γειτονικές περιοχές
Σημαντική φαίνεται να είναι η επαφή της Κρεμαστής Λάρισας με το δελφικό ιερό. Πέρα από την παρουσία ιερομνημόνων που προέρχονται από αυτή, υπάρχουν και προσωπικές σχέσεις των κατοίκων της με το μαντείο των Δελφών και το προστάτη του θεό Απόλλωνα. Ταυτόχρονα στην περιοχή αναβιώνει μία λατρεία του μυθικού ήρωα Αχιλλέα και της μητέρας του Θέτιδας, που πιθανόν να προέρχεται από μία πανάρχαια λατρευτική παράδοση για τους , που συνδέoνταν  με το ιερό βουνό Όθρυς.
Φαίνεται να έχει εξελιγμένους θεσμούς, που φανερώνουν μία περιοχή που ευημερεί. Οι μαρτυρίες την παρουσιάζουν να έχει πολλά νερά, αμπέλια και χώρους επεξεργασίας χαλκού, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα χάλκινα νομίσματα και τις σφραγίδες που εκδίδει.
Όλα τα παραπάνω λοιπόν θα πρέπει να οδηγήσουν σε έναν αναστοχασμό των αντιλήψεων που επικρατούν για πόλεις και περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η Λάρισα Κρεμαστή είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα πόλης που αποτελούσε τουλάχιστο σημαντικό στρατηγικό κέντρο σε κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Δυστυχώς σήμερα βρίσκεται στην αφάνεια και την εγκατάλειψη. Θα πρέπει λοιπόν η αρχαιολογική σκαπάνη και οι ιστορικοί να φροντίσουν να φέρουν στην επιφάνεια περισσότερα ίχνη της, που θα οδηγήσουν στην διαλεύκανση και την κατανόηση της ευρύτερης θεσσαλικής περιοχής και της προσφοράς της.


[1] Βλ. Ward Allen M., Heichelheim Fritz M., Yeo Cedric A., Οι Ρωμαίοι, μετ. Ντίνα Σαμπεθάι, Αθήνα 2008, σ. 164-167. Για ειδικά θέματα βλ. Grainger John D., The league of the Aitolians, Leiden 1999, ιδίως το 4ο μέρος, The Makedonian Wars, σ. 217 κ.ε.
[2] Titi Livi, Ab Urbe cognita, liber XXXI 46, Το πρωτότυπο κείμενο έχει ως εξής: «itaque cum praeter spem tempus ibi traheretur plusque in obsidione et in operibus quam in oppugnatione celeri spei esset, interim et aliud agi posse ratus legatus ~ relictis, quod satis uidebatur ad opera perficienda, traicit in proxima continentis Larisamque—non illam in Thessalia nobilem urbem, sed alteram quam Cremasten uocant—subito aduentu praeter arcem cepit». (Για το κείμενο βλ. Αrn. Drakenborch (ed.), T. Livii Patavini, Historiarum Libri Superstites, t. IV, Londini 1819, σ. 47). Η μετάφραση που παρατέθηκε είναι του Γ. Στ. Καραγιάννη, στο Καραγιάννης Γ.Στ., Titus Livius, Ιστορία, Βιβλίο 31, Θεσσαλικό Ημερολόγιο (στο εξής ΘΗΜ), 15/1989, σ. 149.
[3] Στράβωνος Γεωγραφικά 9,5,13 (ed. A. Meineke, Leipzig 1877 repr. Graz: Akademische Druck- und Verlagsanstalt, 1969)
[4]  Βλ. Stahlin Friedrich, Η Αρχαία Θεσσαλία. Τοπογραφική και ιστορική περιγραφή της Θεσσαλίας κατά τους αρχαίους ελληνικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, μετ. Γ. Παπασωτηρίου-Αν. Θανοπούλου, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 314-315
[5] Βλ. Papadimitriou G., Vardavoulias M., Marini  R.,  «Metallurgical Study of Ancient Slags Coming From Copper Production in Pelasghia--Ancient Larisa Kremaste--in Greece», Metalleiologika Metallourgika Chronika (Greece) ,  76/1990-91,  σ. 31-46. Στο άρθρο αναφέρεται πως αρκετούς αιώνες πριν την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο υπήρχαν στην περιοχή μεταλλουργικές δραστηριότητες. Αυτό το γεγονός συνεπάγεται ανθρώπινη παρουσία. Πάντως είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση του Stahlin: «Στα τωρινά ερείπια της πόλεως δεν έχει σωθεί τίποτα που να ανάγεται σε εποχή παλαιότερη της ελληνιστικής». (ό.π. σ. 326)
[6] FGR Hist 85, στον Στράβωνα, Γεωγραφικά 1,3,20
[7] Βλ. τα αποσπάσματα του Δικαιάρχου και του Αθήναιου στον Ηρακλείδη (3,2). Όπως τονίζεται για την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και τους κατοίκους της: «MurmidÒnej d kaleànto kaˆ “Ellhnej kaˆ 'Acaio, MurmidÒnaj mn lšgwn enai toÝj perˆ t¾n Qettalaj Fqan katoikoàntaj, Ellhnaj d toÝj mikrù prÒteron ·hqšntaj, 'AcaioÝj d toÝj kaˆ nàn œti katoikoàntaj Meltai£n te kaˆ L£rissan t¾n Kremast¾n kaloumšnhn kaˆ Q»baj t¦j 'Acadaj prÒteron Ful£khn kaloumšnhn, Óqen Ãn kaˆ Prwteslaoj Ð strateÚsaj ejIlion. Estin oân ¹ `Ell¦j Øf' Ellhnoj okisqesa pÒlij te kaˆ cèra». (Müller K. (ed.)., Geographi Graeci minores, vol. 1. Paris 1855 ,repr. Hildesheim 1965). Για μία  παρουσίαση της Αχαΐας Φθιώτιδας βλ. Decourt Jean-Claude-Heine Nielsen Thomas-Helly Bruno, «Thesssalia and adjacent regions», στο Hansen Herman Mogens and Heine Nielsen Thomas, An Inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford/New York 2004, ειδικά το κεφ. 2.5 Achaia, σ. 713-718.
[8] Η Δελφική Αμφικτυονία αποτελούνταν από φυλές της σημερινής Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Οι εκπρόσωποί τους είχαν θρησκευτικές και αργότερα πολιτικές αρμοδιότητες. Ηγετικές μορφές ήταν οι «Ιερομνήμονες» που ήταν το διοικητικό συμβούλιο της Αμφικτυονίας και διαχειρίζονταν το χώρο των Δελφών και τα Πύθια. (Για το θέμα βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2, Αθήναι 1972, σ. 42κ.ε.  Πρβλ. και Sanchez P., L’ Amphictionie des Pyles et de Delphes. Recherches sur son role historique des origins au IIe siècle de notre ere. Stuttgart 2001).
[10] Να ευχαριστήσω τον καθηγητή  Δημήτρη Κυρτάτα για τις υποδείξεις του. Για το θέμα βλ. Νιγδέλης Π.Μ. –Σουρής Γ.Α., «Απελευθερωτική επιγραφή από ιερό της Ενοδίας (Εξοχή Κοζάνης)», Τεκμήρια 2/1996, 69-82, Ζάχου-Κοντογιάννη Μ.Η., «Παρατηρήσεις σε απελευθερωτικές επιγραφές του Εχίνου», Εγνατία 1/1989, 211-212
[11] Νιγδέλης Π.Μ. –Σουρής Γ.Α, ό.π.
[12] CID 2,32,47
[13] CID 2,76,23
[14] CID 2,86,16
[15] CID 2,74,38
[16] CID 2,118,5
[17] IG XIII,5, 542,32
[18] IG IX 2,94 (Για την προέλευση της επιγραφής από την Κρεμαστή Λάρισα και τις δημοσιεύσεις της βλ. Otto Kern, F. Hiller von Gaertringen, Inscriptiones Thessaliae,. Berlin 1908, σ. 33. Δυστυχώς δεν προσδιορίζεται ο χρόνος συγγραφής της) Για σύγκριση της επιγραφής με άλλες παρόμοιες βλ. Cook Arthur Bernard, Zeus: a study in ancient religion, v. 2,1, Cambridge 1925, σ. 1155 (ειδικά υπ. 5), όπου παρουσιάζονται ίδιες διατυπώσεις με επιγραφές της Θεσσαλικής Λάρισας και της Υπάτης (: τάς πόλε[ι]).
[19] Για τις αρμοδιότητες των αγορανόμων στον αρχαίο κόσμο βλ. ενδεικτικά Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 51,1Klhroàntai d kaˆ ¢goranÒmoi <i>, pšnte mn ej Peiraiša, e d' ej ¥stu. toÚtoij d ØpÕ tîn nÒmwn prostštaktai tîn çnwnpimelesqai p£ntwn, Ópwj kaqar¦ kaˆ ¢kbdhla pwl»setai» , Στράβων, Γεωγραφικά: «Tîn d' ¢rcÒntwn oƒ mšn esin ¢goranÒmoi oƒ d' ¢stunÒmoi oƒ d' pˆ tîn stratiwtîn· ïn oƒ mn potamoÝjxerg£zontai kaˆ ¢nametroàsi t¾n gÁn æjn AgÚptJ, kaˆ t¦j kleist¦j dièrugaj, ¢f' ïn ej t¦j Ñceteaj tamieÚetai tÕ Ûdwr, piskopoàsin Ópwjxshj p©sin ¹ tîn Ød£twn pareh crÁsij. oƒ d' aÙtoˆ kaˆ tîn qhreutînpimeloàntai kaˆ timÁj kaˆ kol£seèj esi kÚrioi tojpaxoij· kaˆ forologoàsi d kaˆ t¦j tšcnaj t¦j perˆ t¾n gÁnpiblšpousin ØlotÒmwn tektÒnwn calkšwn metalleutîn· Ðdopoioàsi d kaˆ kat¦ dška st£dia st»lhn tiqšasi t¦jktrop¦j kaˆ t¦ diast»mata dhloàsan».  Αν και τα παραπάνω κείμενα αφορούν συγκεκριμένες περιοχές, εντούτοις το  γενικό συμπέρασμα είναι πως οι αγορανόμοι ασχολούνταν με αστικές υποθέσεις.
[20]Στράβωνος Γεωγραφικά 5,19,50
[21] Πρβλ. και την πληροφορία του Στράβωνα για την Αίγυπτο που παρατέθηκε στην υπ. 18. Για παπυρολογικές μαρτυρίες από την Αίγυπτο σχετικά με τα καθήκοντα του Αγορανόμου βλ.
[22] Βλ. Burkert Walter, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή και Κλασσική εποχή, μετ. Νικ. Π. Μπεζαντάκος, Αφρ. Αβαγιανού, Αθήνα 1993, σ. 332-337. Ο γνωστός θρησκειολόγος τονίζει εδώ πως η λατρεία του Ερμή άρχισε από τους σωρούς λίθων (έρμια) που δήλωναν το διαχωρισμό περιοχών. Ο Ερμής θεωρείται την αρχαϊκή και κλασική εποχή προστάτιδα θεότητα των ορίων και της υπέρβασής τους, των βοσκών, των κλεφτών, των τάφων και των κηρύκων. Αργότερα και με την επίδραση της ρωμαϊκής θρησκευτικής παράδοσης θεωρήθηκε και θεός του εμπορίου (Mercurius).
[23] Τα καθήκοντα των Αγορανόμων φαίνεται να είναι πολλαπλά στον μεσογειακό κόσμο. Βλ. ενδεικτικά Safrai Zeev, The economy of Roman Palestine, London 1994, σ. 34. Στη ρωμαϊκή Παλαιστίνη ο αγορανόμος θεωρούνταν ελεγκτής τιμών.
[24] Ξενοφώντος Ελληνικά, 7,5,27
[25] Ανάλυση της επιγραφής βλ. στο Ager Sheila L. , Interstate arbitrations in the Greek world, 337-90 B.C., σ. 218-219. Στο βιβλίο η επιγραφή τοποθετείται μετά το 196π.Χ. (;).

[26] IG 2,520. Πρβλ. και Ager Sheila L., ό.π. σ. 218
[27] Αυτό φανερώνει η έκφραση «ἐπισ[κη]ψ̣άντων ἐπὶ τὴν πόλιν ἀδίκως καὶ [νο][σί]ως». Η λέξη απαντάται ελάχιστα στην αρχαία ελληνική και βυζαντινή γραμματεία. Βλ. για παράδειγμα Ανώνυμου, Εις Ερμογένην Ρήτορα, Υπόμνημα εις το βιβλίον Περί  Ευρέσεως «pollîn polem…wn tÍ tîn 'Aqhna…wn pÒlei ™piskhy£ntwn kaˆ sumforîn prokeimšnwn oÙ mikrîn, œgrafen `Uper…dhj, toÝj ¢t…mouj ™pit…mouj enai», (7,781,21)
[28] Βλ. Habicht Christian, Athen. Die Geschichte der Stadt in hellenistischer Zeit, Munich 1995, σ. 80
[29] Διόδωρος, Βιβλιοθήκη Ιστορική 20,110

[30] Για τους πολέμους των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου βλ. το αναλυτικό έργο των Bennett Bob & Roberts Mike, The Wars of Alexander's Successors 323-281 BC: Battles and Tactics (v. 2) ,  Barnsley UK

[31] Αναλυτική παρουσίαση των γεγονότων βλ. στο Warrior Valerie M. The initiation of the second Macedonian war: an explication of Livy, Book 31, Stuttgart 1996. Πολύ καλή και περιεκτική παρουσίαση βλ. και στο Ward Allen M., Heichelheim Fritz M., Yeo Cedric A., Οι Ρωμαίοι…σ. 162-167
[32] Πολύβιου Ιστοριών 18,38
[33] Ό.π.
[34] Για μία ολική θεώρηση της αναφοράς του Πολύβιου βλ. Walsh Joseph J., «Bones of Contention: Pharsalus, Phthiotic Thebes, Larisa Cremaste, Echinus», Classical Philology, 88(1)/1993, σ. 35-45
[35] Μαζί με τη Δημητριάδα και το μεγαλύτερο μέρος της Μαγνησίας καθώς και άλλες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπως την Αλόπη, τον Πτελεό και την Αντρώνα. Βλ. για τα παραπάνω Λαζάρου Αχιλλεύς, «Η κατάλυση του βασιλείου των Μακεδόνων (189-167 π.Χ.)», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ε΄(Ελληνιστικοί χρόνοι), Αθήναι 1974, σ. 92-93.
[36] Τ. Livius 46,56. H αναφορά του Ρωμαίου ιστορικού έχει ως εξής: «Εt Q. Marcius Chal-
cidem navibus venit, Alope tica capta, Larisa, quae Cremaste dicitur, oppugnata» H a
[37] T. Livius 42,67. H αναφορά έχει ως εξής: «Αd Larisam deinde exercitum admovit. urbs deserta erat; in arcem omnis multitudo concesserat; eam oppugnare adgreditur. primi omnium Macedones, regium praesidium, metu excesserant: a quibus relicti oppidani in deditionem extemplo ueniunt».
[38] Βλ. T. Livius 45,30. Ο ιστορικός τονίζει πως «alii insulamque Euboeam». Η αναφορά του βέβαια δε μπορεί να θεωρηθεί επαρκής. Βλ. και Λαζάρου Αχιλλεύς, ό.π. σ. 127. Πάντως οι  αναφορές της πινακίδας IG 2,520 για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, δεν αφήνουν περιθώρια για να υποστηριχτεί πως η Λάρισα Κρεμαστή και η πόλη του Πτελεού είχαν την ίδια κηδεμονία.
[39] Οι διαπιστώσεις που ακολουθούν αποτελούν μέρος μιας γενικότερης έρευνάς μου για θρησκευτικές πρακτικές που σχετίζονται με την Αχαΐα Φθιώτιδα και τον Αχιλλέα και οι οποίες πρόκειται να δημοσιευτούν.
[40] Οι αναφορές στην «Αινειάδα» έχουν ως εξής: «Quos neque Tydides, nec Larissaeus Achilles» 2,197  και «et Tydides et Larissaeus Achilles» 11,404.
[41] Βλ. τα επιχειρήματα στο kennedy Benjamin Hall, P. Vergili Maronis Bucolica, georgika, Aeneis. The wοrk of Virgil with commentary and appendix, London 1876, σ. 414 και Anthon Charles (Ed.), Classical Dictionary, New York 1869, λ. Larissa, σ. 723
[42] Βλ. Heyman C., «Achille–Alexandre, sur les monnaies de Larissa Cremaste en Thessalie»,  Studia Hellenistica 16, (Antidorum W. Peremans) Louvain–La Neuve 1968, 115–125,
[43]  Βλ. περιγραφή του  νομίσματος στο Forrer L. , The Weber Collection, V. II Greek Coins, London 1924, σ. 220.
[44] Θεογονία 631-633
[45] Η λατρεία της Θέτιδας ήταν γνωστή στην περιοχή γύρω από την Όθρυ. Βλ. και Burkert Walter, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή και Κλασσική εποχή…σ. 363, στο οποίο γίνεται λόγος για το σημαντικό ιερό της θαλάσσιας θεότητας στην περιοχή της Φαρσάλου. Επίσης η λατρεία του Αχιλλέα γίνεται σε περιοχές που άνθιζε το ελληνικό στοιχείο. Ένα σημαντικό κέντρο της ήταν το νησάκι της Λευκής, ενώ προς τιμήν του γίνονταν αγώνες. Επίσης του αποδίδεται ο τίτλος του «Ποντάρχη» ως κυρίου της Μαύρης θάλασσας. Βλ. περισσότερα για το θέμα στο  Hommel Hildebrecht, Der Gott Achilleus, Heilderberg 1980. Ως τεκμήριο για τη θεοποίηση του Αχιλλέα είναι και η παρακάτω  πληροφορία του Φιλόστρατου (Ηρωϊκός 741). Όπως τονίζει: « ™kšleuse g¦r d¾ tÕ mante‹on QettaloÝjj Troan plšontaj qÚein Ósa œth tù 'Acillekaˆ sf£ttein t¦ mn æj qeù, t¦ d æjn morv tîn keimšnwn. katarc¦j mn d¾ toi£deggneto· naàjk Qettalaj mšlana ƒsta ºrmšnhj Troan œplei qewroÝj mn dˆj ˜pt¦ ¢p£gousa, taÚrouj d leukÒn te kaˆ mšlana ceiro»qeij ¥mfw kaˆ Ûlhnk Phlou, æj mhdn tÁj pÒlewj dšointo kaˆ pàrk
Qettal…aj Ãgon kaˆ spond¦j kaˆ Ûdwr toà Sperceioà ¢rus£menoi…»
[46] Ειδικά για τη δυναμική της Θέτιδας βλ. και Slatkin Laura M., The power of Thetis: allusion and interpretation in the Iliad, Berkeley/Los Angeles 1991
[47] Για τις ιδιότητες της Σκύλλας βλ. Cox George W, The Mythology of the Aryan Nations, v.  2, Hawaii  2004, 260-262
[48] Βλ. Robinson D.M., «The Bronze State Seal of Larissa Kremaste», American Journal of Archaeology, 38/1934, 219-222. Πρβλ. και τη δακτυλογραφημένη διδακτορική διατριβή του  Deka Mark Stanley, Images of Scylla and riding Nereids in tondo reliefs of the Hellenistic period, Ann Arbor MI 1992 (ειδικά βλ. Appendix 1. The state seal of Larissa Kremaste, σ. 226-231). Επίσης βλ. Treister Michail Yu, Hargrave James, Hammering techniques in Greek and Roman jewellery and toreutics, Leiden 2001, σ. 230
[49] Στράβων Γεωγραφικά 5,19,50. Το κείμενο έχει ως εξής: «kaˆ tîn Tr£llewn dišcousa kèmh tri£konta stad…ouj Øpr tÁj pÒlewj ™pˆ Kaästrou ped…on di¦ tÁj Meswg…doj „Òntwn kat¦
tÕ tÁj 'IsodrÒmhj MhtrÕj ƒerÒn, Ðmo…an t¾n qšsin kaˆ t¾n ¢ret¾n œcousa tÍ KremastÍ Lar…sV»
[50] Είναι γνωστές οι λιτανείες και οι τελετές μύησης προς τιμήν  της θεάς Ίσιδας που είχαν οργιαστικό χαρακτήρα. Για το θέμα βλ. Kelly Heyob Sharon, The cult of Isis among women in the Graeco-Roman world, Leiden 1975 και Witt Reginald Eldred, Isis in the ancient world, Baltimore Maryland 1971 (r. 1997).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου