Β' Μέρος
2. Τὰ ταξίδια – Ἡ
κινητικότητα
Ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου
Πορφύριου καλύπτεται ἀπὸ τὶς μετακινήσεις ποὺ κάνει ὁ ἴδιος ἢ ὁ συγγραφέας τοῦ
Βίου του, ὁ Μάρκος ὁ Διάκονος. Αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἂν σκεφτεῖ κάποιος ὅτι ὁ Ἅγιος
καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ ἔπρεπε νὰ μεταβοῦν, γιὰ παράδειγμα, στὴν πρωτεύουσα τοῦ
κράτους, τὸ Βυζάντιον, ὅπως ὀνομάζεται στὸ κείμενο ἡ Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ
ζητήσουν τὴ μεσολάβηση τοῦ ἐπισκόπου του, τοῦ Ἰωάννη Χρυσόστομου καὶ τῆς αὐτοκράτειρας
Εὐδοξίας, ὥστε νὰ κατατροπωθοῦν οἱ πολλοὶ εἰδωλολάτρες τῆς Γάζας καὶ νὰ ἀνεγερθεῖ μεγαλοπρεπὴς χριστιανικὸς ναὸς στὴν
περιοχή τους.
Οἱ περισσότερες
μετακινήσεις γίνονταν μέσω τῆς θάλασσας. Ὁ θαλάσσιος δρόμος ἦταν αὐτὸς ποὺ ἕνωνε
τὶς πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας καὶ ὁ πιὸ σύντομος, ἀφοῦ μὲ εἴκοσι μέρες ἀδιάκοπου
πλοῦ μποροῦσε ὁ ταξιδιώτης νὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο τῆς Μεσογείου στὸ ἄλλο[1].
Τὸν προτιμοῦν λοιπὸν οἱ πρωταγωνιστὲς τοῦ Βίου γιὰ ἀσφάλεια καὶ γιὰ ταχύτητα στὸ
ταξίδι τους.
Πιὸ ἀναλυτικὰ στὸ Βίο τοῦ Ἁγίου
Πορφύριου ἀναφέρονται οἱ παρακάτω μετακινήσεις
:
Μετακίνηση Πορφύριου:
Θεσσαλονίκη – Αἴγυπτος – Ἱερουσαλήμ-περιοχὴ Ἰορδάνη[2].
Μετακίνηση Μάρκου: Ἀσία-Ἱερουσαλήμ[3].
Μετακίνηση Μάρκου: Ἀσκάλων
(λιμάνι τῆς Παλαιστίνης) - Θεσσαλονίκη. Τὸ ταξίδι κρατάει δεκατρεῖς ἡμέρες καὶ
γίνεται μὲ καλὸ καιρό[4].
Μετακίνηση Μάρκου:
Θεσσαλονίκη-Ἀσκάλων (μὲ πλοῖο). Κατόπιν Ἀσκάλων –Ἱερουσαλὴμ (μὲ ζῶα ποὺ εἶχαν φορτωθεῖ)[5].
Μετακίνηση Πορφύριου καὶ ἀκολουθίας
του: Ἱερουσαλήμ-Καισάρεια (παραλιακὴ πόλη τῆς Παλαιστίνης). Γιὰ τὴ μεταφορὰ
χρησιμοποιοῦνται τρία ἐνοικιασμένα ζῶα, ἐνῶ ἔχουν ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὸ
δρόμο[6].
Στὴν Καισάρεια διανυκτερεύουν σὲ ξενώνα. Περνοῦν κατόπιν μία νύχτα στὴ Διόσπολη
καὶ τέλος φτάνουν στὴ Γάζα, «πολλά
κοπωθέντες», ὅπως ὑπογραμμίζει τὸ κείμενο [7]
.
Μετακίνηση Μάρκου:
Γάζα-Βυζάντιο. Μὲ πλοῖο σὲ 20 ἡμέρες[8].
Ἐπιστροφὴ σὲ 10 ἡμέρες[9].
Ἀντίθετα ὁ Ἰλάριος καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ κάνουν τὴν ἴδια διαδρομὴ σὲ 17 ἡμέρες[10].
Μετακίνηση Πορφύριου καὶ ἀκολουθίας
του: Καισάρεια-Ρόδος. Μὲ πλοῖο σὲ δέκα ἡμέρες. Στὴ Ρόδο μὲ μικρὸ πλοιάριο
διαπλέουν τὸ νησὶ γιὰ νὰ βροῦν τὸν ἀσκητὴ Προκόπιο[11].
Αὐτὸ συνέβη, γιατί τὸ πλοῖο ποὺ ἐπέβαιναν ἦταν μεγάλο καὶ δὲν μποροῦσε νὰ
πλησιάσει πολὺ κοντὰ στὴν ἀκτὴ γιὰ νὰ ἀποβιβάσει ἐπιβάτες. Μετὰ ἀπὸ δέκα ἡμέρες
φτάνουν στὸ Βυζάντιο[12].
Μετακίνηση Πορφύριου καὶ ἀκολουθίας
του: Βυζάντιο-Ρόδος σὲ πέντε ἡμέρες[13].
Ἴσως ἡ συντόμευση νὰ ὀφείλονταν στὸν καλὸ
καιρό. Ἄλλωστε ἡ ἀναχώρηση ἔγινε τὸν Ἀπρίλιο, ποὺ ὁ ἄνεμος εἶναι οὔριος[14].
Στὴ συνέχεια τὸ καράβι ἀναχωρεῖ
ἀπὸ τὴ Ρόδο. Μετὰ ἀπὸ δυὸ ἡμέρες μὲ καλὸ καιρὸ ἀρχίζει καταιγίδα, ποὺ τὰ
χαρακτηριστικά της εἶναι ἄνεμοι, βροντὲς καὶ ψηλὰ κύματα ποὺ ἔκαναν τὸ πλοῖο νὰ
σηκώνεται. Σὰν μόνο μέσο σωτηρίας οἱ ἐπιβάτες χρησιμοποιοῦν τὴν προσευχή[15].
Κατόπιν ὅμως γυρίζει ὁ ἄνεμος,
καὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερις ἡμέρες τὸ καράβι φτάνει στὸ ἐπίνειο τῆς Γάζας Μαϊουμά[16].
Τὰ ταξίδια λοιπὸν γίνονταν,
στὴν περιοχὴ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, κατὰ κανόνα, ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἐντούτοις,
παρὰ τὴ σχετικὴ σιγουριὰ ποὺ παρεῖχαν οἱ θαλάσσιες διαδρομές, ὁ ἐπιβάτης ποτὲ δὲν
ἦταν σίγουρος γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἡμερῶν ποὺ θὰ ἔκανε πάνω στὸ πλοῖο καὶ γιὰ τὴν
ἀσφάλεια ποὺ θὰ εἶχε. Ὅλα ἐξαρτώνταν ἀπὸ τὸν καιρό: ἂν ἦταν καλὸς μποροῦσε νὰ
φτάσει στὸν προορισμὸ τοῦ γρήγορα καὶ χωρὶς προβλήματα. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση ἐναπέθετε
τὶς ἐλπίδες του στὸ Θεό, μιᾶς καὶ δὲν μποροῦσε πουθενὰ ἀλλοῦ νὰ προσβλέπει γιὰ
βοήθεια.
Ὅταν ἡ μετακινήσεις
γίνονταν ἀπὸ τὴν ξηρά, οἱ ταξιδιῶτες χρησιμοποιοῦσαν ζῶα, τὰ ὁποία κάποιες φορὲς
ἐνοικίαζαν. Διανυκτέρευαν σὲ ξενῶνες, ὅταν ἔφταναν σὲ πόλεις. Φαίνεται πὼς ἐπιζητοῦσαν
νὰ φτάσουν σὲ ἕνα ἀσφαλὲς μέρος γιὰ νὰ περάσουν τὴ νύχτα τους, ὥστε νὰ μὴν ἀντιμετωπίσουν
κινδύνους ἀπὸ ληστές, ἄγρια ζῶα κόκ. Τὸ ταξίδι ὅμως εἶχε περισσότερες δυσκολίες
ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο ποὺ γίνονταν ἀπὸ τὴ θάλασσα.
3. Ἡ ζωὴ στὸ παλάτι
Στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου
Πορφύριου οἱ «φίλοι του Θεοῦ» ἦταν σπουδαία πρόσωπα. Μάλιστα οἱ ἀρχὲς τοῦ
κράτους τοὺς εἶχαν περισσότερο ἀνάγκη καὶ χρειάζονταν τὴ βοήθειά τους, ὅπως ἄλλωστε
φαίνεται καὶ στὰ ἐπεισόδια τοῦ Βίου ποὺ παρουσιάζουν τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία νὰ
ζητάει ἀπὸ τὸν Πορφύριο καὶ τὸν ἐπίσκοπο Καισάρειας Ἰωάννη νὰ προσευχηθοῦν γιὰ
νὰ γεννήσει χωρὶς προβλήματα[17] .
Αὐτὸ γίνεται σὲ μία ἐνδιαφέρουσα
στιγμὴ τῆς ἀφήγησης, ὅπου ὁ Μάρκος Διάκονος παρουσιάζει τοὺς δυὸ ἐπισκόπους νὰ
συναντοῦν τὸ αὐτοκρατορικὸ ζεῦγος- σὲ διαφορετικὲς στιγμές-προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν
τὴν ἐξόντωση τῶν εἰδωλολατρῶν τῆς Γάζας, τὸ γκρέμισμα τοῦ Μαρνείου καὶ τὴν ἀνέγερση
χριστιανικοῦ ναοῦ στὴν πόλη[18].
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸ
κείμενο, τὸ τυπικὸ μιᾶς συνάντησης μὲ μέλη τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας ἀκολουθοῦσε
τὴν ἑξῆς διαδικασία:
Πρῶτα γίνονταν συνάντηση μὲ
ἕναν ἀξιωματοῦχο (στὴν προκειμένη περίπτωση μὲ τὸν κουβικουλάριο[19]
Ἄμαντο), ποὺ κανόνιζε ἀπ’ ὅτι φαίνεται καὶ τὶς λεπτομέρειες[20].
Δυὸ δεκανείς[21]
κατόπιν καλοῦσαν αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν ἀκρόαση στὸ παλάτι[22].
Ἂν ἦταν ἱερεῖς, ποὺ ἐπισκέπτονταν τὴν αὐτοκράτειρα, αὐτὴ τοὺς προσφωνοῦσε μὲ τὴν ἐπίκληση «εὐλογήσατε
πατέρες» καὶ ἐκεῖνοι προσκυνοῦσαν. Μᾶλλον ἔπρεπε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὴ θέση της,
κάτι ποὺ δὲ συνέβαινε ἂν ἦταν ἄρρωστη ἢ ἐγκυμονούσα[23].
Ὅταν ἔφευγαν τοὺς ἔδινε
νομίσματα, σημάδι ὅτι οἱ ἀκροώμενοι εἶχαν ἀποκτήσει τὴν εὔνοια ποὺ ἤθελαν. Ὁ αὐτοκράτορας
ὅμως δὲ συμφωνοῦσε ἀπαραίτητα μὲ τὴν εἰσήγηση τῆς συζύγου του[24].
Οἱ ἐπισκέπτες βγαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὸ βασιλικὸ κοιτώνα ἔδιναν φιλοδωρήματα στοὺς
φρουρούς, κάτι ποὺ δείχνει νὰ ἦταν συνηθισμένη πρακτική[25].
Χαρακτηριστικὲς εἶναι καὶ οἱ
περιγραφὲς ποὺ ἀναφέρονται στὴ γέννηση καὶ στὴ βάπτιση τοῦ διαδόχου. Ὅταν
γεννιοῦνταν στὴν πορφύρα, ἀμέσως ἀναγορεύονταν βασιλιάς[26].
Κατόπιν ἀνακοινώνονταν τὸ νέο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὰ ὑπόλοιπα κέντρα τῆς
αὐτοκρατορίας, στὰ ὁποῖα στέλνονταν δωρεὲς καὶ χαρίσματα[27].
Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ μέρες εὐλογοῦσαν τὸ παιδὶ οἱ ἱερεῖς στὴν πόρτα τοῦ κουβουκλίου[28].
Κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ
διαδόχου ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη στολίζονταν μὲ στεφάνια, μετάξινα ὑφάσματα καὶ ἄλλα
πολύτιμα ὑλικά. Οἱ πολίτες συμμετεῖχαν στὴ γιορτὴ κατὰ ὁμάδες[29],
φορώντας ἡ κάθε μία διαφορετικὰ ἰμάτια[30].
Μετὰ τὴν τελετὴ
σχηματίζονταν πομπὴ στὴν ὁποία ὅλοι φοροῦσαν ἀπαστράπτοντες λευκοὺς ἐσθῆτες.
Προπορεύονταν οἱ πατρίκιοι καὶ ἀκολουθοῦσαν οἱ ἰλλούστριοι καὶ οἱ στρατιωτικοὶ ἡγέτες
(«ἀξίες») μὲ τὰ στρατιωτικὰ τάγματα. Ὅλοι κρατοῦσαν ἀναμμένες λαμπάδες. Κοντὰ
στὸ βαπτισμένο βρέφος, ποὺ τὸ εἶχε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἕνας λαμπροφορεμένος
μεγιστάνας, βρίσκονταν ὁ πατέρας τοῦ
φορώντας πορφύρα[31].
Φαίνεται ὅτι κάποιοι ποὺ εἶχαν αἰτήματα, ἐπωφελοῦνταν ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς γιορτῆς
γιὰ νὰ τὰ ἐπιδώσουν στοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονταν κοντὰ στὸν αὐτοκράτορα[32].
Ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Βίου τοῦ
Ἁγίου Πορφύριου βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ βασίλισσα δὲν συμμετεῖχε στὴν τελετὴ
ἀλλὰ περίμενε στὸ παλάτι. Ὑποδέχεται λοιπὸν τὸ παιδί, τὸ παίρνει στὴν ἀγκαλιά
της, τὸ φιλάει, ἐνῶ ἀσπάζεται καὶ τὸ σύζυγο της[33].
Ὅλες οἱ παραπάνω
πληροφορίες δίνουν μὲ ἐνάργεια στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωὴ στὸ βασιλικὸ παλάτι τῆς
Κωνσταντινούπολης στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αι. Ὅλα παρουσιάζονται νὰ γίνονται μὲ λαμπρότητα
καὶ νὰ ἀκολουθοῦν ἕνα καθορισμένο τυπικό. Ταυτόχρονα ἀναδεικνύουν τὸ δημόσιο
χαρακτήρα τῶν οἰκογενειακῶν στιγμῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας, καὶ τὴ
λειτουργία τοὺς ὡς θεαμάτων ποὺ ἀποσκοποῦσαν στὴν ἀνάδειξη τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς
δύναμης τοῦ αὐτοκράτορα.
4. Ἡ τροφὴ
Στὸ «Βίο τοῦ Ἁγίου
Πορφύριου» οἱ ἀναφορὲς στὴν τροφὴ εἶναι συνδεδεμένες μὲ τὸν προσωπικὸ τρόπο ζωῆς
τῶν πρωταγωνιστῶν του καὶ μὲ σημαντικὰ γεγονότα, ὅπως τὰ ἐγκαίνια ναοῦ. Ὁ
Μάρκος Διάκονος, τονίζοντας κυρίως τὴ λιτότητα
τοῦ τραπεζιοῦ τοῦ Ἁγίου Πορφύριου καὶ τῆς Σαλαφθᾶς, ἀναδεικνύει τὴν ἐγκράτεια
τοῦ βίου τους καὶ τὸν ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς τους. Ἐντούτοις προκαλεῖ ἐντύπωση τὸ
γεγονός, ὅτι ἐδῶ δὲν παρατηροῦνται συνεχῶς διατροφικὲς πρακτικές ποὺ συναντιοῦνται
σὲ ἄλλους βίους Ἁγίων. Ἴσως αὐτὸ νὰ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς πὼς ἡ ἱστορία
διαδραματίζεται σὲ ἀστικοὺς χώρους καὶ ὄχι στὴν ἔρημο, ποὺ ἀποτελοῦσε καὶ τὸ
πεδίο τῆς τέλειας ἀπάρνησης τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Οἱ περιγραφὲς λοιπὸν κάνουν
λόγο γιὰ ἁπλὲς διατροφικὲς συνήθειες ποὺ δὲ μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν πὼς ἀφοροῦν τὸ
σύνολο τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας τοῦ 4ου καὶ τοῦ 5ου αἵ. Ἐντούτοις, ἂν ληφθεῖ ὑπόψη
ἡ ἔνδεια ἐνὸς σημαντικοῦ μέρους τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου, θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἀρκετοὶ
αὐτοὶ ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ γευτοῦν περισσότερα ἀγαθά. Μάλιστα σὲ κάποιες τροφὲς
ποὺ ἀναφέρονται στὸ Βίο τοῦ Ἁγίου Πορφύριου σίγουρα δὲ θὰ ἦταν εὔκολη ἀπὸ ὅλους
ἡ καθημερινὴ πρόσβαση[34].
Κατὰ τὴ νηστεία[35]
λοιπόν, ποὺ συνδυάζονταν μὲ τὴν ἀσκητικὴ κακοπάθεια καὶ τὴν ἀγρυπνία, ἡ τροφή,
σύμφωνα μὲ τὸ Βίο τοῦ Ἁγίου Πορφύριου, ἦταν ξερὸ ψωμὶ («ἄρτος ρυπαρός») καὶ
λάχανα μετὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὅμως ἡ τροφὴ λαμβάνονταν μετὰ
τὴν ἕκτη ὥρα (γύρω στὶς 12 τὸ μεσημέρι) καὶ ἦταν λάδι, τυρὶ καὶ βρεγμένα ὄσπρια.
Ταυτόχρονα συνοδεύονταν ἀπὸ ἕνα ποτήρι κρασὶ ποὺ θεωροῦνταν φάρμακο[36]
.
Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ πιὸ ἀκραῖες
μορφὲς νηστείας ποὺ ἐφαρμόζονταν ἀπὸ ζηλωτές. Αὐτὲς τηροῦνταν κάθε ἡμέρα καὶ μόνο τὸ βράδυ στρώνονταν τραπέζι ποὺ
περιλάμβανε λίγο ψωμὶ μὲ ἁλάτι, βρεγμένα ὄσπρια ἢ λεπτολάχανα (ὠμὰ λάχανα) καὶ
νερό. Κρασὶ δὲ χρησιμοποιοῦνταν. Μάλιστα τὴν Τεσσαρακοστὴ τῶν νηστειῶν (Μεγάλη
Τεσσαρακοστή) ἡ νηστεία γίνονταν ἀκόμη αὐστηρότερη. Φαγητὸ λαμβάνονταν κάθε δυὸ
ἡμέρες καὶ ἦταν βρεγμένα ὄσπρια ἢ ὠμὰ λάχανα χωρὶς ψωμί. Εἰδικὰ τὴν μεγάλη Ἑβδομάδα
τὸ φαγητὸ καταργοῦνταν καὶ μόνο τὴν Μεγάλη Πέμπτη, μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία, πίνονταν ζεστὸ νερό[37].
Ἡ τροφὴ φαίνεται πὼς
συνδυάζονταν καὶ μὲ τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ ποὺ κατεῖχε κάποιος. Ἡ ὑψηλότερη θέση
σήμαινε καὶ πιὸ λιτὴ τροφή, γεγονὸς ποὺ φανέρωνε, κατὰ πάσα πιθανότητα, καὶ τὴ
δύναμη τῆς χαλιναγώγησης τῶν παθῶν ποὺ διέθετε. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ Μάρκος τρώει ψωμὶ μὲ
τυρὶ καὶ πίνει κρασὶ ὁ Πορφύριος τὴν ἴδια στιγμὴ γευματίζει μὲ ψωμί, βρεγμένα ὄσπρια
καὶ πίνει νερό, τροφὲς ποὺ ταιριάζουν περισσότερο στὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου[38].
Ὅλα αὐτὰ ὅμως θεωροῦνταν
«πρόχειρος» τροφὴ ποὺ μποροῦσε κάποιος νὰ βρεῖ στὴν ἀγορὰ τῆς πόλης. Σὲ αὐτὴ
πωλοῦνταν ψωμί, ἐλιές, τυρὶ καὶ βρεγμένα ὄσπρια[39]
.
Ἡ τροφὴ εἶχε καὶ κοινωνικὴ ἀξία[40].
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ δείπνου γίνονταν συζητήσεις γιὰ πνευματικὰ θέματα[41],
ἐνῶ τὰ ἐγκαίνια χριστιανικοῦ ναοῦ γιορτάζονταν μὲ συμπόσιο ποὺ συνοδεύονταν μὲ
ποτὸ καὶ ψαλμούς[42].
Ἡ τροφὴ λοιπὸν καὶ στὸ Βίο
τοῦ Ἁγίου Πορφύριου ἀποκτοῦσε μία εὐρύτερη σημασία καὶ δὲ συνδέονταν μόνο μὲ τὴν
ἱκανοποίηση τῆς πείνας. Τὸ εἶδος ποὺ λαμβάνονταν ἦταν ἐνδεικτικὸ θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων
καὶ ἀποτελοῦσε τεκμήριο ταυτότητας κάποιου. Ἔτσι θεωροῦνταν ἀδιανόητο ὁ ἄνθρωπος
ποὺ εἶχε ταχθεῖ στὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ
νὰ μὴν νηστεύει, καὶ μάλιστα, κάποιες φορές, μὲ τρόπο ποὺ γιὰ ἄλλους θεωροῦνταν
ἀκραῖος. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅμως κατοχύρωνε τὴν ἁγιότητα καὶ θεωροῦνταν «φίλος
του Θεοῦ», ποὺ ἔπρεπε οἱ ὑπόλοιποι νὰ τὸν σέβονται.
[1] Βλ. Peter
Brown, Ὁ κόσμος τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας 150-750 μ.Χ.
μετάφραση Ἑλένη Σταμπόγλη, Ἀθήνα 1998, σ. 17-18, ὅπου τονίζεται πώς: «Ἕως τὸ
700 μ.Χ. οἱ μεγάλες παραθαλάσσιες πόλεις δὲν ἀπεῖχαν πολὺ μεταξύ τους: εἴκοσι
μέρες ἀδιάκοπου πλοῦ ἀρκοῦσαν γιὰ νὰ μεταφέρουν τὸν ταξιδιώτη ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τῆς
Μεσογείου, τὸν πυρήνα τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου στὴν ἄλλη». Ὅσον ἀφορᾶ τὴ σημασία τοῦ νεροῦ στὶς μεταφορὲς
κατὰ τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ ἑξῆς παρατηρήσεις(ὄπ.
πάρ. σ. 16-17): « Σὲ ὅλα τὰ πρωτόγονα συστήματα μεταφορῶν τὸ νερὸ παίζει τὸ
ρόλο ποὺ ἔπαιξαν οἱ σιδηρόδρομοι στὴ νεότερη ἐποχή: εἶναι ἡ μόνη, ἀναντικατάστατη
ἀρτηρία γιὰ τὴ μεταφορὰ μεγάλων φορτίων. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἕνα φορτίο ἐγκατέλειπε
τὰ νερὰ τῆς Μεσογείου ἢ κάποιου μεγάλου ποταμοῦ, ἡ ὡς τότε γρήγορη καὶ ἀνέξοδη
πορεία τοῦ ἔπαιρνε καταστροφικὰ ἀργὸ ρυθμὸ».
[2] Δὲν δίνονται στὸ κείμενο
περισσότερα στοιχεῖα γι’ αὐτὴ τὴ μετακίνηση τοῦ Ἁγίου Πορφύριου. Βλ. Βίος 4
[3] Βίος 5
[4] Βίος 6
[5] Βίος 6
[6] Βίος 14
[7] Βίος 17
[8] Βίος 26
[9] Βίος 27
[10] Βίος 27
[11] Βίος 34
[12] Βίος 37
[13] Βίος 55
[14] Βίος 55
[15] Βίος 56
[16] Βίος 57
[17] Βίος 39. Οἱ ἀντιλήψεις τῶν
βυζαντινῶν γιὰ τὴ στενὴ σχέση τοῦ θείου μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία φαίνονται καὶ ἀπὸ
τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχαν σχηματίσει γιὰ τὴν οὐράνια ἱεραρχία. Ὅπως τονίζει ὁ Cyril Mango
(στο Cyril
Mango,
Βυζάντιο. Ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, μέτ. Δήμ. Τσουγκαράκης, Ἀθήνα 1988, σ.
181) «οἱ Βυζαντινοὶ φαντάζονταν τὸν Θεὸ καὶ τὴν Οὐράνια Βασιλεία σὰν ἕνα
μεγεθυσμένο ἀντίγραφο τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς τῆς Κωνσταντινούπολης»
[18] Τὰ ἐπεισόδια τῆς
συνάντησης τοῦ Πορφύριου μὲ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία καὶ τὸ σύζυγό της
περιγράφονται στὰ κέφ. 37-54 τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καὶ λαμβάνουν χώρα
γύρω στὸ 401 ποὺ τοποθετεῖται ἡ γέννηση τοῦ Θεοδόσιου Β΄τοῦ Μικροῦ.
[19] Ο κουβικουλάριος ήταν ο
καμαριέρης του αυτοκράτορα και της συζύγου του. Ανήκε στους ευνούχους (βλ. Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, Βίος Αγίου
Πορφυρίου...σ. 312-313)
[20] Βίος 39
[21] Κατώτερο στρατιωτικό
προσωπικό (βλ. Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, όπ.παρ. σ. 322)
[22] Βίος 39, 52
[23] Βίος 39
[24] Βίος 41. Εντούτοις,
όταν τον επισκέπτεται ο Πορφύριος και ο
Ιωάννης, συμφωνεί μαζί τους και τους δίνει δώρο μία χούφτα νομίσματα (Βίος 54).
[25] Βίος 40
[26] Βίος 40
[27] Βίος 44
[28] Βίος 45.
Το «κουβούκλιον» ήταν ο ιδιαίτερος χώρος (και της) βασιλικής οικογένειας. Βλ.
Πασχάλιον Χρονικόν 578, όπου αυτό υπονοείται: «ᾔτησε τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ ὡς ἐπ' ἄλλῳ
τινὶ εἰσαγαγεῖν τὴν αὐτὴν ᾿Αθηναΐδα ἐν τῷ αὐτῆς κουβουκλίῳ, ἵνα διὰ τοῦ βήλου
θεωρήσῃ αὐτὴν ἅμα Παυλίνῳ.»
[29] Πρόκειται,
κατά πάσα πιθανότητα, για τους γνωστούς Δήμους της Κωνσταντινούπολης, που είχαν
πάρει την ονομασία τους από τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν στον ιππόδρομο. Η
προέλευση των Δήμων ήταν από τη Ρώμη. Βλ. και Ιωάννης Λυδός, De
mensibus, 4,30: «διὰ τῶν ὀβελῶν
οὖν δηλοῦται, ὡς πρὸς τιμὴν τῶν ὑπὲρ πατρίδος ἀποθνησκόντων τὴν ἀγωνίαν ἐπετέλουν,
τριῶν ἁρμάτων καὶ οὐ τεττάρων ἁμιλλωμένων ἐπὶ τῆς ἱπποδρομίας· οἱ μὲν ῥουσσάτοι
οἱονεὶ ἐρυθροί, οἱ δὲ ἀλβᾶτοι οἱονεὶ λευκοί, οἱ δὲ βίριδες οἱονεὶ ἀνθηροί, πρασίνους
δὲ αὐτοὺς νῦν προσαγορεύουσι. καὶ οἱ μὲν ῥουσσάτοι ἠξίουν τοῦ ῎Αρεως εἶναι, οἱ
δὲ λευκοὶ τοῦ Διός, οἱ δὲ ἀνθηροὶ τῆς ᾿Αφροδίτης. ὕστερον δὲ καὶ τὸ βένετον·
βενέτους δὲ αὐτοὺς ἐπιχωρίως καλοῦσι σιδηροβάφους ἀπὸ τῶν περὶ τὴν ᾿Αδρίαν ῾Ενετῶν
τοιαύταις ἐσθῆσι χρωμένων· βένετον δὲ οἱ ῾Ρωμαῖοι τὸ παρ' ἡμῖν καλλάϊνον χρῶμα
προσαγορεύουσιν».
[30] Βίος 47
[31] Βίος 47
[32] Βίος 48
[33] Βίος 49
[34] Η ένδεια της τροφής
μεγάλου μέρους του βυζαντινού πληθυσμού διαφαίνεται έντονα σε άλλους βίους
αγίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Βίος του Αγίου Φιλάρετου του
Ελεήμονος. Αν και αναφέρεται σε μεταγενέστερη εποχή (8ος αι.),
εντούτοις αντανακλά διαχρονικές παθογένειες της βυζαντινής κοινωνίας (Για το
Βίο του Αγίου Φιλάρετου βλ. την έκδοση του κειμένου από τον M. Fourmy-Leroy,
Byzantion 9 (1934), 113-167)
[35] Η νηστεία θεωρούνταν
απαραίτητη για να εισακουστεί κάποιος από το Θεό και να αντιμετωπίσει τον
πονηρό. Μαζί με την αγρυπνία και την άκρα ακτημοσύνη θεωρούνταν τα
χαρακτηριστικά του άμεμπτου βίου (Βίος 34).
[36] Βίος 10
[37] Βίος 102
[38] Βίος 98
[39] Βίος 98
[40] Για την κοινωνική διάσταση
της τροφής στον πρώιμο χριστιανισμό βλ. Πασσάκου Δημ. “ Μετά των εθνών
συνήσθιεν” (Γαλ. 2,12). Ο συμβολισμός της τροφής στην ιουδαϊκή και στην
πρωτοχριστιανική παράδοση. Η συνδρομή της πολιτιστικής ανθρωπολογίας. Στο
Εισηγήσεις Η΄Συνάξεως Βιβλικών Θεολόγων,
Η προς Γαλάτας επιστολή του Αποστόλου Παύλου, Θεσσαλονίκη 1997, σ.
285-305
[41] Βίος 15
[42] Βίος 92
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου