ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



ΜIA ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Κώστας Μιχαηλίδης
Θεολόγος 14ου Γυμνασίου Λάρισας

ΣΤΙΣ  ΠΑΡΥΦΕΣ  ΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ

        (Οδοιπορικό  στο  «Περιβόλι  της  Παναγίας») 


Τη βασική μου αρχή να μην επισκέπτομαι για δεύτερη φορά το ίδιο μέρος στα ταξίδια μου, την αποκήρυξα με ευκολία πέρσι στο Αγιώνυμο. Ένα χρόνο μετά, αφήνοντας με το πλοίο πίσω μας τον αρσανά της Γιοβάνιτσα, γύριζαν στο νου μου σκέψεις που αποδείχθηκαν ανούσιες. Τις συγκρίσεις ανάμεσα στην προσμονή της δεύτερης φοράς και τον εντυπωσιασμό του πρωτάρη τις έσβησα, όπως κλείνουμε το διακόπτη στο φως. Άλλος οδηγεί τα βήματά μας, πόσο μάλλον εδώ.

A – Προς την ανατολική πλευρά

Στη ζέστη του μεσημεριού, βαδίζοντας το μονοπάτι από τις Καρυές στη μονή Ιβήρων, κοντά στην Παναγούδα του αγίου Παϊσίου, βρεθήκαμε στη ρεματιά και μπροστά στην επιγραφή της ξύλινης πόρτας «Μην ενοχλείτε 1-4 μ.μ.». Άλλος είχε φροντίσει να βρεθώ εκεί ώστε μαζί με το λουκούμι και το νερό ν` αναπαυθώ και να πάρω μαζί μου πνευματική πυξίδα. Η παρέα, διευρυμένη σε σχέση με πέρσι και με πρόγραμμα αυξημένης δυσκολίας, έδειξε ευελιξία, από την πρώτη εκείνη στιγμή της παράκαμψης, ελευθερία, προσαρμοστικότητα και πνεύμα σύνθεσης, που φυλάχτηκε από τους εμπειρότερους ως το τέλος.

Ο ήλιος έμπαινε απ` τη μπαλκονόπορτα και μαζί κι η ενοχλητική μύγα στο δωμάτιο στην Ιβήρων. Κατάκοπος αφέθηκα στο τραγούδι των τζιτζικιών και με οδηγό το βόμβο της μύγας μεταφέρθηκα μέσα στο όνειρο. Ελευθερούπολη, ελληνικό καλοκαίρι στην αρχή της δεκαετίας του `70, πολύ πριν την εισβολή του Αττίλα και των κλιματιστικών. Αρκούσε και μόνο το δροσερό αεράκι που κατέβαινε απ` τη Μπουζίνα κι ανέμιζαν οι κουρτίνες. Η μύγα, αφού γύριζε προκλητικά πάνω απ` τη σκοτώστρα, κάθισε στο κοφτό σεμεδάκι που σκέπαζε την κανάτα με το νερό. Στο κομοδίνο δίπλα στο μεταλλικό κρεβάτι, μικρά αφρικάνικα ξυλόγλυπτα από έβενο θύμιζαν τα ταξίδια του θείου μου με το πλοίο σε μακρινές χώρες. Στη μεσημεριανή κάψα ο κόσμος κοιμόταν. Φτωχός μεν, τίμιος δε. Τι καημός για τη σημερινή Ελλάδα να `ναι και φτωχή και ατιμασμένη.

Απόγευμα σε παράκληση στην Πορταΐτισσα μετά τον εσπερινό και την προσκύνηση των λειψάνων. Και μετά σε μια πανέμορφη τράπεζα , που αν είχα ευλογία θα τη φωτογράφιζα, όπως και το δάπεδο του καθολικού. Αρκέστηκα στην κρήνη, κομψοτέχνημα κοντά στην είσοδο της μονής. Το βράδυ ήρθε και επεφύλασσε εκπλήξεις. Μια ομάδα μαθητών του κολλεγίου Αθηνών στάθηκε αφορμή για ν` ανοίξει το σκευοφυλάκιο, μια αποθήκη με πλούσιο λαογραφικό υλικό και το κελάρι στο δεύτερο υπόγειο με γιγάντια δρύινα βαρέλια για το κρασί. Από το σάκο του αυτοκράτορα Τσιμισκή και το μανδύα, το ευαγγέλιο και την ποιμαντική ράβδο του Γρηγορίου Ε΄, ο πατήρ Πρόδρομος πήρε τη σκυτάλη απ` τους καθηγητές τους και με τις παλιές λάμπες, τα μπακιρένια ταψιά και τα σίδερα με κάρβουνο, φρόντισε να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των παιδιών. Με σπινθηροβόλο βλέμμα, σαν παιδαγωγός που παίζει κι αυτός μαζί τους και το χαίρεται, κούνησε απότομα δύο ενωμένες μεταλλικές ράβδους με πάνω από εκατό κουδουνάκια και τροκάνια σε διάφορα μεγέθη και σχήματα κρεμασμένα και ω! τι ήχος ! Αργότερα, πίσω απ` τα βαρέλια του κρασιού, μια νυχτερίδα τρόμαξε απ` την παρουσία μας και πέταξε μακριά μας.

Άρχιζε να φωτίζει και στο λιγοστό φως του πρωινού η Ιβήρων φάνταζε εντυπωσιακή από τη θάλασσα. Αποχαιρετώντας την με το mini bus, πίσω στο βάθος ξεχώριζε η Σταυρονικήτα. Ανατολή στο Μυλοπόταμο και νίψη στο αγίασμα του Αγίου Αθανασίου. Λειτουργηθήκαμε στη Μεγίστη Λαύρα. Πήραμε πρωινό στη σταυροειδούς σχήματος τράπεζα με χτισμένα καθίσματα και τραπέζια και κίνησα με έναν απ` τους συνοδοιπόρους μου για τη ρουμάνικη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Οι υπόλοιποι της ομάδας πήγαν στην παγκοινιά, καθώς όσο κόντευε η γιορτή του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, η μονή ετοιμαζόταν για την πανήγυρη. Στην επιστροφή μας, θα είχαν να διηγηθούν μαζί με το γυάλισμα των ασημικών, τη γνωριμία και τη συζήτηση με τον ηγούμενο της μονής γέροντα Πρόδρομο.

Στο μεταξύ εμείς βρήκαμε τρία κλαδιά για ραβδιά και συνάμα για τρίτο μας πόδι στην ανάβαση της επόμενης μέρας και ύστερα από μιας ώρας δρόμο φτάσαμε στην όμορφη σκήτη. Εργοτάξιο με καλαισθησία και καθαριότητα. Η εικονογραφία στο καθολικό θύμιζε το ρώσικο, το τσίπουρο στο αρχονταρίκι δυνατό. Η μέρα ήταν ζεστή. Στη Λαύρα, προχωρημένο απόγευμα, μετά την τράπεζα, πήγαμε ως το ελικοδρόμιο για κουβέντα. Έχοντας μια προτίμηση στη μονή που ασκήτεψε για λίγο ο Γρηγόριος Παλαμάς, η εικόνα της ξεπεσμένης αριστοκράτισσας που έδινε η «πρώτη τη τάξει» με στενοχωρούσε. Εγκαταλειμμένα κτήρια στη φθορά του χρόνου, αργός ρυθμός εργασιών αποκατάστασης, μεγάλη αντίθεση με άλλες μονές, όπου η απορρόφηση κονδυλίων της ΕΕ άλλαξε πολλά, σε κάποιες χωρίς να αποφύγουν την υπερβολή. Ακόμη, παρά τον τεράστιο χώρο της μονής, τα κτίσματα δεν αναδεικνύονταν, στριμωγμένα πολλά μαζί και δεν ανέπνεαν.

Β – Πορεία για τη δυτική πλευρά

Στις πέντε το πρωί δεν είχε φέξει, όταν περάσαμε τις τρεις στη σειρά βαριές πόρτες της μονής, η μισή παρέα, ενώ οι υπόλοιποι θα έφευγαν για το Βατοπέδι και θα τους βρίσκαμε μετά στην Ξενοφώντος. Σε λίγο είχαμε μπει στο ανηφορικό μονοπάτι με τα αρκουδοπούρναρα και τα πυξάρια και αργότερα από μακριά φάνηκε η ρουμάνικη σκήτη με τη σπηλιά του αγίου Αθανασίου. Η ανάβαση μας οδήγησε πολύ πάνω απ` τον Άγιο Νείλο και κάτω απ` τον ανταριασμένο Άθω, μέσα σε δάσος με καστανιές, έλατα και άγριες φτέρες. Εδώ δε φαινόταν ο ήλιος και δε θύμιζε καλοκαίρι. Με διαλείμματα για νερό και πρόχειρο φαγητό φτάσαμε σε πάνω από τέσσερις ώρες στο Σταυρό. Εκεί, ένας δρόμος ανέβαινε προς τον Άθω κι άλλος κατέβαινε προς την «έρημο», Κατουνάκια, Άγιο Βασίλειο και Καρούλια. Προχωρήσαμε ευθεία και ξαφνικά βγήκαμε σε ξέφωτο. Μείναμε έκθαμβοι. Μια θέα απίστευτου κάλλους απλωνόταν μπροστά μας. Όλη η δυτική πλευρά του ποδιού μέχρι το Δοχειάριο, από κάτω μας η Σκήτη της Αγίας Άννας και από πάνω μας ο Άθως. Σαν αεροφωτογραφία που σου κόβει την ανάσα. Τα δύσκολα όμως ήταν μπροστά μας. Από τα 750μ. κατεβήκαμε στα 300, από μονοπάτι με έντονη κατωφέρεια. Παρασυρμένες πέτρες σε ακανόνιστο σχήμα κάλυπταν μέχρι και τα τσιμεντένια σκαλοπάτια που συναντήσαμε προς τη Σκήτη και κάθε μας βήμα ήταν δύσκολο. Δοκίμασαν τα όρια της αντοχής μας και νομίζαμε πως δε θα φτάσουμε. Το τέλος μας αποζημίωσε.

Αγία Άννα, η ομορφιά της απλότητας. Λειτουργία στο παρεκκλήσι, σα μια οικογένεια. Χρειαζόμασταν οπωσδήποτε ξεκούραση. Στο δειλινό, που θα ζήλευε ως κι η πολυδιαφημισμένη Οία, παρέες κουβέντιαζαν. Κάποιοι κύπριοι μιλούσαν για την πολιτική κατάσταση στο νησί, άλλοι παραπέρα πλοηγούνταν στο διαδίκτυο μήπως και τους ξεφύγει η επικαιρότητα. «Ήρθα πρώτη φορά πριν εννέα χρόνια, στα είκοσί μου» τον άκουσα να λέει. «Πέρασα κρυφά πεζός και σταμάτησα σ` ένα σπίτι μέσα στη νύχτα να ζητήσω νερό. Φώναξαν τους χωροφύλακες και με απείλησαν πως αν το ξανακάνω δε θα μου δώσουν ποτέ διαμονητήριο. Έμεινα τρία χρόνια στη Διονυσίου, ήθελα να γίνω μοναχός, τηλεφώνησαν όμως οι γονείς μου και τους είπαν να με διώξουν». Βλέμμα απλανές και άκακο, στριφτό τσιγάρο, τρύπα στο αυτί που θα `χε κλείσει. Πιο κάτω, μίλησα με ένα νεαρό που είχε φιλοξενηθεί στα Καυσοκαλύβια. Κάθε άνθρωπος και μια ιστορία.

Ήπιαμε τον πρωινό καφέ μετά τη λειτουργία και βαδίσαμε το μονοπάτι προς τη Νέα Σκήτη, όπου αφήσαμε τον ένα συνοδοιπόρο και συνεχίσαμε με τον άλλο προς την Αγίου Παύλου. Σα μια μικρή Σιμωνόπετρα, με προσεγμένη λιθοδομία, όμορφη και με κρύα νερά, μας δρόσισε και έθρεψε τη φαντασία μας για μια μελλοντική διαμονή.

Η παρέα έσμιξε στην Ξενοφώντος, όπου ανταλλάξαμε εντυπώσεις. Στην αγρυπνία, ξημερώνοντας το Γενέθλιον του Τιμίου Προδρόμου, η ατμόσφαιρα ήταν κατανυκτική. Στο μισοσκόταδο, οι ψαλμωδίες μπροστά στη νεκρική σιγή του εκκλησιάσματος, ο ήχος των θυμιατών και των κατζίων, το κούνημα του πολυελαίου υπό το βλέμμα της Οδηγήτριας, διακήρυτταν τη γιορτή. Η πρωινή τράπεζα είχε από ψάρι μέχρι κόλλυβα. Είδαμε όλοι τον πατέρα Σεραφείμ, βιαστικά οι δύο της ομάδας, για να φύγουμε στο Δοχειάριο, όπου προσκυνήσαμε τη Γοργοεπήκοο, πριν πάρουμε το πλοίο της επιστροφής.



Στο παγκάκι, λίγο πριν την αγρυπνία, κοντά στο κιόσκι, που ακόμη είχε ήλιο, ο αρχαιότερος προσκυνητής της παρέας μας συνέθετε το παζλ μιας ιστορίας. Επρόκειτο για μια ομάδα που ακολουθούσε πειθήνια έναν επιτήδειο αυτο-χρισμένο αρχηγό, που με την εμπειρία του την εκμεταλλευόταν ως χριστέμπορος. Άλλη μια ιστορία προστέθηκε στο κομπολόι. Κάποιοι έρχονται στο Όρος προσδοκώντας αναγνώριση ή υλικό κέρδος, άλλοι, ναυάγια της ζωής, έχουν εξοκείλει και ζητούν ρυμουλκό, άλλοι έρχονται για πεζοπορία, φωτογράφηση, άλλοι από περιέργεια ή για να δουν ένα ζωντανό μουσείο. Άλλοι γυρεύουν σκοπό στη ζωή τους κι άλλοι αρκούνται στην ησυχία. «Κι εσύ, τι απ` όλα αυτά γυρεύεις εδώ»; … ήταν σα να ρωτούσε. Έπρεπε να παραμερίσω το περιτύλιγμα για να βρω το περιεχόμενο του προσκυνήματος. «Τη νοερά προσευχή» θα απαντούσα, αφού όλα εδώ δοξάζουν το δημιουργό. Σηκωθήκαμε να προλάβουμε τη δύση στο κιόσκι καθώς έπεφτε ο ήλιος.
(Η φωτό είναι του Κώστα Μιχαηλίδη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου