ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ


ΓΙΑΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



ΜIA ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

ΕΚΣΤΑΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ



To βιβλίο του L.M.Danforth
 "Τα αναστενάρια της Αγίας Ελένης, Πυροβασία και Θρησκευτική Εμπειρία"




Το βιβλίο του L.M.Danforth «Τα αναστενάρια της Αγίας Ελένης, Πυροβασία και Θρησκευτική Εμπειρία» εκδόθηκε στα ελληνικά το 1995 από τις εκδόσεις Πλέθρον σε μετάφραση Μανώλη Πολέντα.
Πρόκειται, όπως τονίζει και ο συγγραφέας του, για ένα βιβλίο που αφορά μία διαδικασία πολιτισμικής ερμηνείας. Από την εισαγωγή ακόμη θέτει τις βασικές αρχές, πάνω στις οποίες θα κινηθεί, καθώς και τη μέθοδο που πρόκειται να ακολουθήσει. Επικεντρώνει λοιπόν το ενδιαφέρον του στον ιεροτελεστικό κύκλο των αναστεναριών, όπως αυτός βιώνεται από μία ομάδα προσφύγων, τους Κωστιλίδες από την ανατολική Θράκη, που είναι εγκατεστημένοι στη Μακεδονία. Αυτοί, όπως και οι υπόλοιπες αναστενάρηδες, πιστεύουν ότι ο Άγιος Κωνσταντίνος θα τους προστατεύσει κατά τη διάρκεια της κύριας τελετουργίας τους που είναι η πυροβασία.

Ο Danforth (στο εξής D.) παρουσιάζοντας μία ερμηνευτική προσέγγιση της θρησκευτικής θεραπείας υποστηρίζει πως οι ασθένειες είναι σωματικά σύμβολα που εκφράζουν κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα των ανθρώπων. Η πνευματοληψία έτσι, βοηθάει να γίνεται δυνατή η απόκτηση μιας δύναμης υπερφυσικής που βοηθάει τη διαδικασία της θεραπείας. Παράλληλα, μέσω της διαδικασίας των αναστεναριών διαφαίνεται και μία ενισχυμένη δύναμη των γυναικών, που ελέγχουν τη ζωή τους, χωρίς όμως να θέτουν σε αμφισβήτηση την ανδρική εξουσία. Τέλος, μέσα από την τελετουργική  διαδικασία πιστεύει ότι αναδύεται συμβολικά η συλλογική ταυτότητα των Κωστιλήδων.
Η μέθοδος του D. υιοθετεί την ερμηνευτική ανθρωπολογία, αλλά και τη λογοτεχνική περιγραφή. Παράλληλα ενσωματώνει, όπως τονίζει και τον εαυτό του στη διαδικασία, με τρόπο όμως που θα έκανε να μιλήσουν οι Αναστενάρηδες, κρατώντας τη δική του φωνή «απόμακρη και βουβή».
Το δρώμενο των αναστεναριών περιστρέφεται γύρω από το πανηγύρι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Κύρια στοιχεία του, όπως προκύπτει από τις περιγραφές, είναι τα εκστατικά φαινόμενα και  οι τελετουργίες, που έχουν σαν χαρακτηριστικό τους την κίνηση, είναι χορός ή μοιάζουν με χορό. Σε αυτές συμμετέχουν άνθρωποι από όλες τις περιοχές της χώρας, σαν την καλλιτέχνιδα Καίτη από την Αθήνα, και όχι μόνο Κωστιλήδες. Κορύφωσή τους είναι η πυροβασία: ο χορός πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, που φανερώνει την επαφή με τη φωτιά και την συμφιλίωση με το φόβο που απορρέει από την επαφή με αυτό το στοιχείο. Αυτή μπορεί να υποκατασταθεί και από άλλες κινήσεις του αναστενάρη, όπως για παράδειγμα το πιάσιμο και το παίξιμο με τα αναμμένα κάρβουνα.
 Επίσης στην περιφέρεια της κεντρικής εκδήλωσης του δρώμενου, της επαφής δηλ. με τη φωτιά, εκδηλώνονται και άλλες τελετουργίες, απαραίτητες για να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα: το σφάξιμο του μαύρου πρόβατου, για παράδειγμα, ή το ξενύχτι στο κονάκι του αρχιαναστενάρη, του Γιαβάση.
Όλα στο δρώμενο πρέπει να τηρούνται με τάξη και σχολαστικότητα. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από αναστενάρη ή ακόμη και από τον παρατηρητή, μπορεί να θυμώσει τον Άγιο και να δημιουργήσει προβλήματα σε αυτόν που θα το έκανε.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εθνολογικές παρεμβάσεις στο κείμενο, που είναι στην ουσία αφηγήσεις που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την έλξη της επαφής με τη φωτιά και να αιτιολογήσουν την πνευματοληψία που αισθάνονται οι αναστενάρηδες.
Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των αναστενάρηδων, κυρίως γυναικών, - γιατί αυτές θεωρείται ότι πρέπει να ασχολούνται με «γυναικεία» ζητήματα, όπως η θρησκεία (άσχετα αν οι ηγετικές μορφές είναι άντρες) - που παρεμβάλλονται στην καταγραφή των δρώμενων, φανερώνεται η προσωπική σχέση του κάθε αναστενάρη με τον Άγιο. Τονίζεται ακόμη και η προσωπική του ευθύνη για το αν αυτή η σχέση είναι σωστή ή το αντίθετο.  Εκφράζεται επίσης η βαθιά πίστη τους για την παρέμβασή του στη λύση των προσωπικών τους δραμάτων, είτε  αυτά προέρχονται από ασθένεια ή από την οικογενειακή ή κοινωνική κατάσταση τους. Βεβαίως αυτή η βεβαιότητα δείχνει να κλονίζεται όταν δεν επιτυγχάνεται ο στόχος τους. Εντούτοις, δε δείχνουν να χάνουν το κουράγιο τους και την προσήλωσή τους στο δρώμενο, ακόμη και όταν οι υπόλοιποι αναστενάρηδες δείχνουν να τους περιφρονούν και θέλουν την απομάκρυνσή τους από αυτό «απλά και μόνο επειδή δεν ήταν Κωστιλού», όπως αναφέρεται σε μία περίπτωση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στάση του εθνολόγου. Ο D. δεν παρουσιάζει, όπως λέει ο ίδιος, την εικόνα του ψυχρού ερευνητή που καταγράφει το γεγονός. Γίνεται ένα με τους παρατηρούμενους. Τρέμει στην ιδέα ότι θα κάνει κάτι που θα δυσαρεστήσει τον Άγιο και φοβάται και αυτός το κακό. Το ερώτημα που μπαίνει από αυτή τη στάση του είναι γνωστό: Πόσο ανεξάρτητος και ξένος μπορεί να είναι ο εθνολόγος από την ομάδα που παρατηρεί; Μέχρι ποιο σημείο πρέπει να προχωρήσει η σχέση του με αυτή, ώστε και αντικειμενική να είναι η ματιά του και να μπορέσει να εισχωρήσει στο πνεύμα της κοινότητας;
Το ΙΙ κεφ. του βιβλίου του D. επιγράφεται «Η ερμηνεία της θρησκευτικής θεραπείας». Σε ένα πρώτο μέρος, που είναι μία ερμηνευτική προσέγγιση της ιατρικής ανθρωπολογίας, τονίζεται ότι είναι σημαντικό κάτω από τον όρο ασθένεια να τοποθετηθεί η διάκριση μεταξύ αρρώστιας και νόσου. Η πρώτη είναι μία ερμηνεία που δίνουν τα μέλη ενός πολιτισμού σε  μία σειρά ανεπιθύμητων καταστάσεων. Στην πραγματικότητα η αρρώστια είναι μία πολιτισμικά κατασκευασμένη απάντηση σε οποιαδήποτε αρνητική κατάσταση (νόσος, ατυχία κοκ),  και η ερμηνευτική της προσέγγιση φανερώνει ότι τα συμπτώματά  είναι σωματικά σύμβολα που κάτι σημαίνουν για τον ασθενή. Η νόσος, από την άλλη, εμπεριέχοντας την ψυχολογική παθολογία, είναι ανεξάρτητη από την πολιτισμική της αναγνώριση.
Τα συμπτώματα λοιπόν που σχετίζονται με την αρρώστια εκφράζουν ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα, και συνδέονται μεταξύ τους.
Με αυτήν τη σύνδεση σώματος και κοινωνίας, μέσω της συμβολικής γέφυρας της αρρώστιας, δημιουργείται και η διαδικασία σωματοποίησης, που φαίνεται να είναι η εκδήλωση προσωπικής και κοινωνικής δεινοπάθειας, που παρουσιάζεται με σωματικές παθήσεις και επιζητεί ιατρική βοήθεια. Στην πραγματικότητα είναι ένας νόμιμος μηχανισμός για να εκφραστούν ανώδυνα ψυχικές αρρώστιες, σε κοινωνίες που αυτές είναι στιγματισμένες.
Το ζήτημα είναι πως θα κινηθεί η θεραπευτική διαδικασία για να απαλλάξει από την αρρώστια. Βασικά, αυτή είναι μεταφορική, με την έννοια ότι τα δεινά της αρρώστιας  μετατοπίζονται και εκφράζονται σε άλλους χώρους.
Ένας από αυτούς, που εκφράζει μεταφορικά πολλά δεινά, είναι ο ιερός. Αυτά αντιμετωπίζονται εδώ με ένα θρησκευτικό ιδίωμα. Τα θρησκευτικά σύμβολα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία είναι μοντέλα της και για την ψυχολογική, κοινωνική κοκ κατάσταση του ασθενούς. Εμπειρίες αρρώστιας αναδιατυπώνονται και εκφράζονται στη γλώσσα του ιερού. Στην πραγματικότητα εδώ, όπως και στη σωματοποίηση, κατανοείται η δυστυχία και αντιμετωπίζεται με τρόπο που ελαχιστοποιεί την ενοχή και το (κοινωνικό ή ψυχολογικό)  στίγμα που τη συνοδεύει.
Η θρησκευτική θεραπεία συνίσταται στη μετατροπή των συμπεριφορών «παρέκκλισης» σε κοινωνικά αποδεκτές. Αυτό γίνεται, γιατί λύνονται οι ψυχολογικές και κοινωνικές συγκρούσεις και οι ασθενείς αισθάνονται δικαιωμένοι, ενώ απολαμβάνουν ανθρώπινη συμπεριφορά –και δικαίωση-(σε σχέση με το πρόβλημά τους) από την κοινότητα.
Υπνωτική καταληψία και πνευματοληψία χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή της αρρώστιας σε υγεία. Η πρώτη είναι μία συγκεκριμένη φυσιολογική ή ψυχολογική κατάσταση και η δεύτερη αναφέρεται σ’ ένα σύστημα πίστης. Το κατέχον πνεύμα είναι υπεύθυνο και για την  αρρώστια και για την ανάρρωση του ατόμου.
Στην πνευματοληψία τα πνεύματα είναι τα κυρίαρχα σύμβολα, μέσω των οποίων οι άνθρωποι ερμηνεύουν τον κόσμο τους. Σε κανονικό επίπεδο μπορεί να αντιπροσωπεύουν άλλους ανθρώπους, ενώ σε ψυχολογικό συμβολίζουν συναισθήματα ή συμπεριφορές. Στην πραγματικότητα είναι σύμβολα που συνθέτουν εμπειρίες και σε ένα θρησκευτικό ιδίωμα γίνονται «συμβολικές γέφυρες» που ενώνουν διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας.
Τα πνεύματα θεωρούνται αυτοδύναμες υπάρξεις, έξω από το χώρο του πιστού. Επομένως η πνευματοληψία δεν είναι από μόνη της απόκλιση ή πάθηση. Απλά είναι μέσον επίλυσης κοινωνικών η ψυχολογικών προβλημάτων.
Οι σχέσεις με τα πνεύματα δημιουργούνται στις ιεροτελεστίες. Αφού αυτά είναι μέρος της πολιτισμικά δημιουργημένης πραγματικότητας, επιδρούν στη ζωή του συμμετέχοντος σε αυτές, και εδώ χρησιμοποιείται το πνευματικό ιδίωμα για ερμηνεία της αρνητικής κατάστασης.
Βεβαίως από μόνος του ο καθορισμός της μεταφορικής σχέσης του δεσμού του ανθρώπου με ένα κατέχον πνεύμα δεν αποτελεί και θεραπεία. Χρειάζεται και εξορκισμός, αν το πνεύμα είναι κακοποιό ή εξευμενισμός, αν είναι αγαθό για να πραγματοποιηθεί η θεραπευτική διαδικασία.
Η σχέση με το πνεύμα είναι καθοριστική στην πνευματοληψία. Μπορεί να δημιουργήσει αλλαγές στην κοινωνική, επαγγελματική κοκ. ζωή του κατεχόμενου από αυτό.  Πάντως η καθιέρωση μιας μόνιμης σχέσης μ’ ένα πνεύμα, που είναι ο στόχος συστηματικής θρησκευτικής θεραπείας, φέρνει μεγάλες αλλαγές και ταυτίζει τον κατεχόμενο με σημαντικές πολιτισμικές αξίες και ιδεώδη. Έτσι το πνεύμα βοηθάει τον κατεχόμενο από αυτό να οδηγηθεί σε ένα θετικό μετασχηματισμό της προσωπικότητάς του.
Το ΙΙΙ κεφ. του βιβλίου επιγράφεται «Τα’ Αναστενάρια». Εδώ, σε ένα πρώτο μέρος ο D. δίνει τις απαραίτητες εθνολογικές πληροφορίες για την περιοχή της Μακεδονίας που γίνονται τα Αναστενάρια, καθώς και για τον εορταστικό κύκλο του δρώμενου που αρχίζει στις 26 Οκτωβρίου, κορυφώνεται στις 21 Μαΐου, γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, και τελειώνει στις 15 Αυγούστου, τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Στο δεύτερο μέρος του ΙΙΙ κεφ. παρουσιάζεται, μέσα από τη ματιά του εθνογράφου, η θρησκευτική πίστη των Ελλήνων και ειδικότερα των Αναστενάρηδων. Τονίζεται ειδικά η σχέση με τις εικόνες, οι οποίες, όπως οι άνθρωποι, έχουν αισθήματα, αδυναμίες κλπ, καθώς και η πολύπλοκη συναλλαγή των αναστενάρηδων με τον Άγιο Κωνσταντίνο, που τους δίνει τη χάρη να τον εκπροσωπούν και να βαδίζουν πάνω στη φωτιά ξυπόλυτοι.
Η ανάλυση της ασθένειας σε μία «αγροτική» Ελλάδα ακολουθεί στη συνέχεια του βιβλίου. Οι γιατροί και οι θεραπευτές-που μπορεί να είναι «ξεματιαστές», πρακτικοί κλπ  - έχουν την ίδια αξία. Παράλληλα ο D. συνδέει τη νευρασθένεια ή «νευρικά», όπως αυτή ονομάζεται στις «αγροτικές» ελληνικές κοινωνίες με τ’ Αναστενάρια. Η διαταραχή αποδίδεται στον Άγιο, όπως και η θεραπεία. Τέλος, τονίζει ότι η ιδιότητα του Αναστενάρη δεν προσδίδει κύρος. Αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις αυτός θεωρείται στιγματισμένος, αλαφροΐσκιωτος, προβληματικός.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος οδηγεί τον Αναστενάρη από την αρρώστια και τη δυστυχία στην θεραπεία και την ευτυχία. Γύρω από το πρόσωπό του έχουν δημιουργηθεί αρκετοί θρύλοι, που προσπαθούν, εκτός των άλλων, να ερμηνεύσουν την πυροβασία και να τονίσουν την καταγωγή των Κωστιλήδων από τον Άγιο. Οι αναστενάρηδες μιλούν γι’ αυτόν με απέραντο σεβασμό. Είναι ο «παππούς», δηλ. ο πατέρας τους, ενώ, ειδικά  για τις γυναίκες, παίζει και το ρόλο του συζύγου.
Μέσω του χορού οι Αναστενάρηδες εκφράζουν την απόκτηση από μέρους τους, της υπερφυσικής δύναμης του Αγίου. Η εκστατική τους εμπειρία αναδύεται μέσω αυτού. Είναι μία ανεπιθύμητη και ταυτόχρονα αναγκαστική πράξη. Ο οδυνηρός, στην αρχή, χορός του αναστενάρη, μεταλλάσσεται σε χορό ανακούφισης, αφού του δοθεί η εικόνα του Αγίου. Σε αυτόν παρουσιάζεται το αντίστοιχο της μετατροπής της λύπης και του αρνητικού σε χαρά και θετικού.
Ο ρόλος των γυναικών στα Αναστενάρια χρειάζεται ειδική διερεύνηση. Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες στις αγροτικές κοινωνίες έχουν ρόλο περιορισμένο και είναι υποταγμένες στους άνδρες τους. Στο δρώμενο έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν εξουσία. Στην πραγματικότητα σε αυτό οι ρόλοι του άνδρα και της γυναίκας αντιστρέφονται. Οι γυναίκες απολαμβάνουν το σεβασμό που αρμόζει σε άνδρες. Το ίδιο ισχύει στ’ αναστενάρια και για τα άτομα των οποίων η κοινωνική τους θέση και το προσωπικό status δεν είναι υψηλά, όπως για παράδειγμα οι σώγαμπροι στις κλειστές αγροτικές κοινωνίες. Η συμμετοχή στ’ αναστενάρια τους ανεβάζει κοινωνικά. Σε αυτά το σημείο αναφοράς είναι η υποταγή στον Άγιο. Όσο περισσότερο κάποιος υποτάσσεται σε αυτόν, (πράγμα που αποδεικνύεται στα δρώμενα), τόσο ανεβαίνει στα μάτια των υπόλοιπων αναστενάρηδων, αλλά και της τοπικής κοινωνίας
Τα τραγούδια των Αναστενάρηδων μιλάνε για χωρισμό, απώλεια, προσφυγιά κοκ. Σε αυτά ο Κωνσταντίνος αναδεικνύεται σε ένα πολύπλοκο αρσενικό σύμβολο πολλαπλών ρόλων, ενώ αναδεικνύεται και η αποτυχία των γυναικών να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν σχέσεις, κυρίως με το οικογενειακό περίγυρο του συζύγου της και ειδικά με την πεθερά της (η νύφη πάντα θεωρείται ξένη και «μουσαφίρισσα»).
Η πυροβασία παρουσιάζει πολλαπλές ερμηνείες. Η φωτιά, και για την ελληνική παράδοση, είναι κάτι κακό. Το πέρασμά της όμως από τους αναστενάρηδες δείχνει ότι αυτοί κατέχουν συμβολικά τη δύναμη του Αγίου και μπορούν να την τιθασεύσουν. Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να αντιπαραταχθούν σε οποιοδήποτε κακό.
Τo V κεφ. Του βιβλίου του D. επιγράφεται «Ιστορία, Λαογραφία, Πολιτική και Επιστήμη». Αρχικά, σε μία ιστορική αναδρομή, παρουσιάζεται η μετάβαση από το Κωστί στα χωριά της Μακεδονίας, μέσα από τις βαλκανικές τραγωδίες του πρώτου μισού του 20ου αι., οι δύσκολες σχέσεις των αναστενάρηδων με την επίσημη Εκκλησία και η επέμβαση του Άγγελου Τανάγρα που  έπεισε τους αναστενάρηδες για τη δημόσια παρουσίαση του δρώμενου.
Όμως στις τελευταίες δεκαετίες γίνεται προσπάθεια να αποκτήσει η τελετή επίσημο χαρακτήρα. Το θεσμικό πλαίσιο γι’ αυτό είναι η «Λαογραφική Εταιρία». Αρχίζουν όμως στο χώρο των αναστενάρηδων να παρουσιάζονται συγκρούσεις μεταξύ αυτών που ήθελαν να ποδηγετήσουν το δρώμενο. Αυτές δημιουργούν συγχύσεις. «Μιλάνε οι άνθρωποι και όχι οι εικόνες», τονίζεται χαρακτηριστικά γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα οι συγκρούσεις φανερώνουν τις απόπειρες να γίνει η μυσταγωγία «έθιμο».
Στη δεκαετία του ’80 έγιναν προσπάθειες και από τους ίδιους τους αναστενάρηδες να προσαρμόσουν την τελετουργία τους στη σημερινή πραγματικότητα, ενώ δεν έλειψαν οι συγκρίσεις του δρώμενου με ανάλογες περιπτώσεις από τις ανατολικές θρησκείες.
Το τελευταίο κεφ. VI του βιβλίου επιγράφεται «Γιορτάζοντας την κοινότητα σ’ έναν κόσμο που αλλάζει». Τα αναστενάρια , σύμφωνα με τον D., είναι δυναμικό σύμβολο της ενότητας της κοινότητας. Αποτελούν μοντέλο της κοινότητας και μοντέλο για την κοινότητα στους Κωστιλήδες. Αυτό φαίνεται στις σχέσεις των εικόνων των Κωστιλήδων, που αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές σχέσεις της ομάδας. Αυτές τους βοήθησαν, μέσα στο ζοφερό κλίμα της προσφυγιάς, να διατηρήσουν την ταυτότητά τους.
Ο Κωνσταντίνος είναι ο πρόγονος, ο ιδρυτής, η ενοποιός αρχή και το σύμβολο των Κωστιλήδων. Τα πάντα κινούνται γύρω από αυτόν, ακόμη και ο χορός, που είναι έκφραση της κοινωνικής ενότητας των Κωστιλήδων.
Αυτή η ενότητα δύσκολα μπορεί να διαρραγεί. Αυτό εξηγεί και το δισταγμό που έχουν όταν πρόκειται να δεχτούν ξένους ως αναστενάρηδες. Πάντως, όταν κάποιος γίνει αποδεκτός από τον Άγιο, που του «ανοίγει δρόμο» να χορέψει, αυτό δηλώνει και ένταξη στην ομάδα των Κωστιλήδων.
Τ’ αναστενάρια λοιπόν έχουν τον κεντρικό ρόλο στη διαπραγμάτευση των συνόρων της κοινότητας. Ακόμη και το κάψιμο ή μη είναι πολιτισμική κατασκευή που δηλώνει περιχαράκωση των ορίων. Αυτός που δε καίγεται ανήκει στην κοινότητα. Φαίνεται ακόμη και στους γάμους και τους αρραβώνες. Όποιοι δεν είναι Κωστιλήδες και θέλουν να γίνουν ζευγάρι με αυτούς, πρέπει να έχουν την έγκριση του Άγιου.
Τελειώνοντας τη μελέτη του ο D. μιλάει για τη σημερινή (δεκαετία του ’80) κατάσταση του δρώμενου. Τονίζει ότι αντιπαλεύουν δύο αρχές σε αυτό: η χαρισματική και η πολιτική-θεσμική. Κάποια στιγμή όμως, γύρω στα 1986, το χάσμα φάνηκε να γεφυρώνεται.
Παράλληλα, χαρακτηριστική είναι η λανθασμένη, όπως τονίζει, ερμηνεία των αναστεναριών, από την πλευρά της θρησκείας και της επιστήμης. Μάλιστα, μέσω αυτού του δρώμενου αναδεικνύεται η δύναμη των ταπεινών, που μπροστά τους ακόμη και η επιστήμη δε μπορεί να αρθρώσει λόγο.
Η βασική θέση του D. , όπως διατυπώνεται στο τέλος του βιβλίου, είναι πως με τ’ αναστενάρια  αναπαράγεται η κοινότητα με τρόπο συμβολικό, προσδιορίζεται η ύπαρξη των Κωστιλήδων και κρατιέται ζωντανό το παρελθόν τους. Τέλος με την προσωποποίηση της κοινότητας, στο πρόσωπο του Αγίου Κωνσταντίνου, προσδιορίζονται και φυλάσσονται τα κοινωνικά σύνορα και επαναπροσδιορίζονται μέσα στις κοινωνικές αλλαγές.
……………………………………………………………………………..
Πρόκειται πράγματι για ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. O D.  με επιτόπια έρευνα προσεγγίζει το φαινόμενο των αναστεναριών. Ο ίδιος μετέχει στα δρώμενα, και, όπως τονίζει, δεν ήταν λίγες οι φορές που δέθηκε με το δρώμενο και αισθάνθηκε και αυτός να τον αγγίζει. Παρόλα αυτά, δείχνει να προσπάθησε να το ερμηνεύσει με το μάτι του αντικειμενικού παρατηρητή.
Οι πληροφορητές του είναι αναστενάρηδες. Άνθρωποι που έχουν βιώσει την τελετουργία και έχουν αισθανθεί τον Άγιο να τους «ανοίγει το δρόμο» στην πυροβασία και να τους θέλει δικούς του. Ο D. έχει δεθεί με αυτούς. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουν γίνει και φίλοι του. Μάλιστα, τη δεύτερη φορά που επισκέπτεται την περιοχή στη δεκαετία του ’80, τον θυμούνται και τον πλησιάζουν σαν παλιό αγαπημένο γνωστό. Δεν είναι όμως σίγουροι ότι τους έχει καταλάβει. Όπως του λέει ένας γέρος αναστενάρης «αυτά που γίνονται, δε θα τα καταλάβεις ποτέ».
Βεβαίως θα ήταν πιο αντικειμενικός αν πλησίαζε και άλλους, μη αναστενάρηδες, που συμμετέχουν με τον τρόπο τους στο θέμα που καταγράφει, και προσπαθούσε να προσεγγίσει τη θέση τους για την τελετουργία. Για παράδειγμα, θα ήταν ενδιαφέρων λοιπόν να ζητήσει να μάθει από πρώτο χέρι –και να πληροφορηθούν και οι αναγνώστες του- τη φωνή της επίσημης εκκλησίας ή και του παπά της Αγίας Ελένης για τ’ αναστενάρια, .
Ένα άλλο ζήτημα είναι κατά πόσο είδε τ’ αναστενάρια σαν «εξωτικό» φαινόμενο. Σίγουρα, κάποιες παρατηρήσεις  του για την «αγροτική» ελληνική κοινωνία θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν προσέγγιση «εξωτικού τόπου» από «πολιτισμένο» Αυτό μοιάζει να είναι φυσικό, αν και αυτή η αντίληψη ελοχεύει κινδύνους. Είναι αλήθεια όμως ότι η αγροτική Ελλάδα της δεκαετίας του ’70 δεν είχε σχέση με τον κόσμο του συγγραφέα. Το σημαντικό πάντως, που πρέπει να τονιστεί οπωσδήποτε, είναι ο σεβασμός του D. γι’ αυτούς τους ανθρώπους, κάτι που παρατηρείται σε όλο το βιβλίο του
Ο D. παίρνει αρκετές πληροφορίες, που τον βοηθούν να σχηματίζει άποψη για τ’ αναστενάρια και να μπορέσει να τα γνωρίσει. Πλησιάζει λοιπόν όλους τους συμμετέχοντες, και κυρίως τις γυναίκες, που έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο και τους γεροντότερους. Από τους τελευταίους αισθάνεται να έχει τη βοήθεια που θα τον οδηγήσει  σε βαθύτερη προσέγγιση του φαινομένου.
Από την άλλη, για τη θεωρητική ανάπτυξη και τεκμηρίωση των θέσεών του χρησιμοποιεί τη σχετική βιβλιογραφία. Είναι η πλέον ενδεδειγμένη και τον βοηθάει πολύ, ειδικά στην ερμηνεία της πνευματοληψίας. Πιστεύουμε όμως ότι θα είχε περισσότερη βοήθεια στο έργο του, αν χρησιμοποιούσε σχετικές εργασίες του Mircea Eliade, ιδίως το «Σαμανισμό» και τις «Εμπειρίες της Έκστασης» (στο τελευταίο ο μεγάλος θρησκειολόγος είχε την επιμέλεια).
Όμως και οι πληροφορητές του και η βιβλιογραφία, βοηθούν τον D. να τεκμηριώσει τα ερωτήματά του και να αναδείξει έτσι τις προτάσεις του. Μέσα από αυτές τονίζει βασικά θέματα της εθνολογίας, όπως την κοινωνικοποίηση  ομάδων μέσω θρησκευτικών και «θρησκευτικών» πρακτικών, καθώς και την κοινωνική διάσταση «σωματικών φαινομένων», σαν την  αρρώστια. Με αυτό τον τρόπο το βιβλίο του συμβάλλει στις σχετικές εθνογραφικές συζητήσεις.
Θα μπορούσε η μελέτη του D. για τ’ αναστενάρια να θεωρηθεί κλασική ή καινοτόμος; Η απάντηση είναι δύσκολη. Σίγουρα εξετάζει μία σπουδαία περίπτωση πνευματοληψίας,  μέσω της οποίας, όπως τονίζει, αναπαράγεται η κοινότητα με συμβολικό τρόπο, και την προσεγγίζει –θα έλεγε κανείς- με ιδανικό τρόπο. Το βέβαιο λοιπόν είναι πως θα χρησιμοποιείται το βιβλίο του σαν υπόδειγμα για την κατασκευή παρόμοιων έργων και η προσπάθειά του θα βρίσκει πολλούς μιμητές, που θέλουν να κάνουν μία καλή εθνογραφική μελέτη.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου