Νικόλαος Παύλου
Εκπαιδευτικές πολιτικές στο μάθημα των Θρησκευτικών. Μία προσέγγιση του θρησκευτικού γραμματισμού
Μία σύγχρονη εκπαιδευτική πολιτική θα πρέπει να
λαμβάνει υπόψη της τα διδακτικά αγαθά που παρέχει ένα θρησκευτικό μάθημα, και
να το περιλαμβάνει στο Αναλυτικό Πρόγραμμα των σχολείων. Αυτά, για να συμβάλλει
το μάθημα στη δημιουργία ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων και να ερμηνεύει τη
σημερινή πραγματικότητα, είναι η γνωριμία με τη Βίβλο, έναν βασικό πυλώνα του
ευρωπαϊκού πολιτισμού, η μελέτη της Ορθοδοξίας,
που, εκτός των άλλων, διαμόρφωσε την καθημερινότητα των Νεοελλήνων, αλλά
και την ταυτότητα του Ελληνισμού, και η γνώση
των εκφάνσεων της θρησκείας, που αποτελούν βασικά συστατικά πολλών εκδηλώσεων
της σημερινής πραγματικότητας.
Καμία εκπαιδευτική πολιτική[1] δε μπορεί να είναι ολοκληρωμένη αν δεν περιλαμβάνει ένα μάθημα γνωριμίας και μελέτης του θρησκευτικού φαινομένου[2]. Ειδικά στην παρούσα κατάσταση που η θρησκεία δείχνει να απασχολεί πολύ κόσμο, ο οποίος διαπιστώνει πως μόνο με την καλή γνώση της μπορεί να αναλύσει και να κατανοήσει τη σημερινή πραγματικότητα.
Είναι δηλαδή λανθασμένες οι αντιλήψεις που θεωρούν το θρησκευτικό μάθημα, στο επίκεντρο του οποίου είναι θέματα που έχουν θρησκευτική χροιά, «δευτερεύον» σε ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, ή ότι δε μπορεί να προσφέρει τρόπους ερμηνείας του κόσμου που ζουν οι μαθητές. Αρκεί να παρέχει ουσιαστικά εφόδια, που θα βοηθούν πραγματικά τους μαθητές να γίνουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες.
***
Όποιοι δημιουργούν εκπαιδευτικές πολιτικές, στις οποίες βεβαίως θα περιλαμβάνονται τα Θρησκευτικά, πρέπει να λάβουν οπωσδήποτε υπόψη τους
τα χαρακτηριστικά τα οποία διακρίνουν τη σύγχρονη κοινωνία, για να μπορέσουν να «βοηθήσουν» το μάθημα –και τους εκπαιδευτικούς που το διδάσκουν- και να αναδείξουν την αναγκαιότητα της ύπαρξής του σε ένα σύγχρονο σχολικό πρόγραμμα. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να κατανοηθεί ότι στοιχεία των σημερινών δυτικών κοινωνιών σαν την πολυπολιτισμικότητα[3] και την εκκοσμίκευση[4], το οδηγούν αναγκαστικά, εφόσον δεν παρέχει τρόπους ερμηνείας της πραγματικότητας[5], στο περιθώριο και στην απομόνωση, μιας και έτσι το περιεχόμενο του δε συμβαδίζει με σύγχρονα μεγέθη. Άρα μία γόνιμη συζήτηση θα πρέπει να αφορά την εκ νέου οριοθέτηση των σκοπών των Θρησκευτικών, για να μπορέσει να είναι σύστοιχο με το σήμερα και να θεωρηθεί έτσι απαραίτητο να διδάσκεται στη νεολαία, που ζει και κινείται στους ρυθμούς του. Κάτω λοιπόν από αυτή την προοπτική, είναι σημαντικό να κατανοήσουν όσοι ενδιαφέρονται για ένα σύγχρονο θρησκευτικό μάθημα πως δεν πρέπει να χρησιμοποιούν ακατάλληλα δεδομένα ερμηνείας του κόσμου, σαν την παραδοσιαρχία που δεν έχει σχέση με τη γνήσια παράδοση[6], ή γενικότητες που αποπροσανατολίζουν τους μαθητές και δε βοηθούν να γίνει η προσέγγιση των θρησκευτικών διδακτικών αγαθών.
Παρόλα αυτά ένα κυρίαρχο ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει, ανεξάρτητα από τα παραπάνω: γιατί ένα θρησκευτικό μάθημα να έχει θέση στο σημερινό σχολείο; Με άλλα λόγια, τι μπορεί να προσφέρει σήμερα η θρησκευτική παιδεία, ώστε να αξίζει να συνεχίζει να υπάρχει, τη στιγμή που πολλά στοιχεία της, όπως για παράδειγμα η ιστορία των θρησκευτικών ιδεών ή ο πολιτιστικός πλούτος ως συστατικό μιας θρησκείας μπορούν να καλυφτούν από άλλα μαθήματα, όπως για παράδειγμα την Ιστορία ή την Αισθητική Αγωγή[7].
Το ερώτημα είναι ενταγμένο στη γενικότερη συζήτηση που γίνεται πάντα με αφορμή τα Αναλυτικά Προγράμματα της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στο επίκεντρό του αναμφίβολα είναι τα μορφωτικά αγαθά που μπορεί να παρέχει στο νέο άνθρωπο το μάθημα των Θρησκευτικών, και ποια πρέπει να είναι αυτά. Ταυτόχρονα ο προβληματισμός που αναπτύσσεται, δε μπορεί να παραβλέψει το ζήτημα που αφορά και τη μορφή του μαθήματος, αν δηλαδή θα είναι υποχρεωτικό για όλους ή όχι.
Μία καλή αφετηρία για την ανταλλαγή απόψεων είναι η διαπίστωση πως στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο υπάρχει μία μεγάλη ποικιλία μαθημάτων και δραστηριοτήτων. Προφανώς όλα αυτά χρησιμεύουν για να μπορέσουν να διαμορφώσουν το χαρακτήρα του νέου ανθρώπου και να τον βοηθήσουν να γίνει ολοκληρωμένη προσωπικότητα, όπως άλλωστε τονίζεται και στο νόμο 1566/85 που καθορίζει τις αρχές της εκπαίδευσης στον τόπο μας. Για την πραγματοποίηση αυτών των στόχων ο μαθητής αποκτάει γνώσεις και καλλιεργεί δεξιότητες, που θα του φανούν χρήσιμες στη μετέπειτα ζωή του και θα τον βοηθήσουν να ερμηνεύσει τη σύγχρονη πραγματικότητα[8].
Σίγουρα κάποιος θα αναρωτιούνταν πως θα μπορούσε να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, τη στιγμή που ο νέος άνθρωπος θα στερούνταν εργαλείων γνώσης, όπως η Βίβλος, ένας βασικός πυλώνας του ευρωπαϊκού πολιτισμού[9], οι θρησκευτικές παραδόσεις όπως η Ορθοδοξία, οι οποίες διαμόρφωσαν την καθημερινότητα των Νεοελλήνων, αλλά και την ταυτότητα του Ελληνισμού[10], και το θρησκευτικό φαινόμενο, που αποτελεί βασικό συστατικό πολλών εκδηλώσεων της σημερινής πραγματικότητας[11].
Για να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα παραπάνω ας φανταστούμε ένα σχολείο στο οποίο δε θα υπήρχε το θρησκευτικό μάθημα. Σε αυτό λοιπόν ο μαθητής θα αγνοούσε, εκτός των άλλων, και σημαντικές πολιτισμικές παραμέτρους. Για παράδειγμα δε θα είχε την ευκαιρία να ακούσει την αφήγηση της Δημιουργίας, όπως την περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, που αποτελεί ένα από τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού, και είναι βασικό κείμενο αφετηρίας αφού έδωσε το έναυσμα για να μπορέσουν διανοητές να διατυπώσουν τις απόψεις τους για την αρχή της ζωής (θεωρία εξέλιξης, Bing Bang), ενώ βοήθησε τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει την ανάγκη του σεβασμού της ζωής και να ευαισθητοποιηθεί. Ακόμη και στις περιπτώσεις που αποτέλεσε επίκεντρο διαμάχης έγινε αιτία να γνωρίσει άνθιση η κριτική σκέψη. Η γνώση της λοιπόν είναι το ίδιο σημαντική με τη γνώση του πυθαγορείου θεωρήματος, της Magna Charta, των φιλοσοφικών αντιλήψεων του Πλάτωνα, της ρωμαϊκής νομικής συμβολής, των νόμων της Φυσικής, της Χημείας κοκ[12].
***
Σε αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να τεκμηριωθεί η θέση που τονίστηκε προηγουμένως για τα στοιχεία που χρειάζεται να περιέχει το μάθημα των Θρησκευτικών (μελέτη της Βίβλου, γνώση της Ορθόδοξης παράδοσης και ανάλυση του θρησκευτικού φαινομένου), ώστε να παρέχει θρησκευτικό γραμματισμό.
Είναι γνωστό λοιπόν ότι η ερμηνεία της Βίβλου αποτελεί μία σπουδαία προσπάθεια του πνεύματος, ενώ η πολυφωνικότητα της θα χρησιμεύσει ακόμη και ως εργαλείο για την κατανόηση τη σημερινής πραγματικότητας. Βεβαίως δεν παραβλέπεται το γεγονός πως η αντιπαράθεση επιστημόνων με την κατά γράμμα ερμηνεία κυρίως του παλαιοδιαθηκικού κειμένου, δημιούργησε παρεμβάσεις θρησκευτικών ηγετικών κύκλων που πίστευαν πως έτσι διακυβεύεται το κύρος της Βίβλου, ή πως, εξαιτίας των αντιλήψεών τους, που θεωρούνταν αντίθετες με αυτή, καταδιώχτηκαν πολλοί έντιμοι ερευνητές. Όμως, και αυτή ακόμη η διάσταση καθιστά υποχρεωτική τη διδασκαλία της Βίβλου, ώστε να γνωρίσουν οι μαθητές τις αφορμές που συνετέλεσαν στην προαγωγή της ανθρώπινης σκέψης[13].
Ακόμη, προς επίρρωση της θέσης ότι η Βίβλος πρέπει να αποτελεί βασικό συστατικό ενός σύγχρονου θρησκευτικού μαθήματος είναι η επίδραση που έχει ασκήσει σε όλες τις εκδηλώσεις του ευρωπαϊκού πνεύματος. Η τέχνη, η μουσική, ο γραπτός λόγος, οι επιστήμες την έχουν, σε πολλές περιπτώσεις, πηγή δημιουργίας και αφετηριακό σημείο. Αποτελεί και έτσι βασικό εργαλείο για όποιον θέλει να κατανοήσει τις αξίες του πολιτισμού μας, του οποίου, όπως έχει τονιστεί, αποτελεί μία από τις βάσεις του[14].
Η γνωριμία με την Ορθοδοξία και τις εκφάνσεις της πρέπει να είναι ο δεύτερος πόλος ενός σύγχρονου θρησκευτικού μαθήματος. Ο μαθητής πληροφορούμενος γι’ αυτή θα μπορέσει να κατανοήσει βασικά συστατικά της ελληνικής κοινωνίας, ενώ, ταυτόχρονα, θα έχει την ευκαιρία να διδαχτεί υπεύθυνα μία αρχαία χριστιανική ομολογία που δίνει ένα κεφαλαιώδες μήνυμα σωτηρίας[15].
Πιο αναλυτικά πολλές πτυχές της ελληνικής καθημερινότητας συνδέονται με την ορθόδοξη παράδοση. Αρχίζοντας από το φαγητό, και τις πρακτικές που συνδέονται με αυτό, και φτάνοντας σε στάσεις ζωής, σαν το μοναχισμό , έχει άμεση σχέση με το νεοελληνικό πολιτισμό και έχει επηρεάσει βασικά χαρακτηριστικά των Νεοελλήνων. Είναι λοιπόν ανεπίτρεπτο όποιος αποκτάει τα μορφωτικά αγαθά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να μην έχει πληροφορηθεί στοιχεία της παράδοσης που έχει άμεση σχέση με την ελληνική κοινωνία.
Η διδασκαλία εκδηλώσεων της Ορθοδοξίας θα μπορούσε να αρχίσει από τις τάξεις του Δημοτικού. Οι μικροί μαθητές είναι ήδη εξοικειωμένοι με αυτές (γιορτές, έθιμα, τροφή κ.α.) και θα μπορούσαν να τις κατανοήσουν με ευκολία, χωρίς να απαιτούνται προηγούμενες γνώσεις. Η διδασκαλία άλλωστε θα είναι ευχάριστη, αφού θα γίνεται λόγος για διδακτικά αντικείμενα που τα έχουν ήδη βιώσει οι μαθητές στο οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον.
Η διάθεση ικανού χρόνου και αντικειμενικότητας είναι βασικές προϋποθέσεις για την παρουσίαση των άλλων θρησκειών. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί -και αυτό θα είναι το αποτέλεσμα της παρουσίασης των διαφορετικών θρησκευτικών πιστεύω- ότι ο Άλλος δεν είναι ο αντίπαλος, αλλά ο συνάνθρωπος που έχει τις ίδιες αδυναμίες, τις ίδιες αγωνίες και τις ίδιες αναζητήσεις με τους μαθητές. Αυτό όμως σήμερα δύσκολα ευοδώνεται αφού ο μαθητής έχει πληροφορηθεί ελάχιστα για τη σημασία και τη σπουδαιότητα που έχει η θρησκεία στη ζωή των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζει ή υπερεκτιμά πρακτικές που αποτελούν απόρροια μιας θρησκευτικής ταυτότητας. Έτσι όμως δεν ερμηνεύει ορθά την πραγματικότητα μέσα στην οποία θα ζήσει, αφού δεν έχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα τον βοηθούσαν σε αυτό.[16].
Άλλωστε το θρησκευτικό φαινόμενο αποτελεί το κέντρο και είναι η κινητήρια δύναμη πολλών εκδηλώσεων (θετικών ή αρνητικών) του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι δηλαδή βασικό συστατικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του πολιτισμού, και απαιτείται η διερεύνησή του, καθώς και η κατανόησή του για να ερμηνευθεί ορθά η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν (και θα ζήσουν) οι μαθητές . Μία εκπαίδευση λοιπόν που δε θα δώσει σημασία στην παρουσίασή του θα είναι ελλιπής ή στρεβλή, και θα έχει στερήσει απαραίτητες γνώσεις από τους νέους ανθρώπους .
Επομένως η παρουσίαση των άλλων θρησκειών είναι απαραίτητη σε ένα θρησκευτικό μάθημα. Ζώντας σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία στην οποία συνυπάρχουν πλέον άνθρωποι που έχουν διαφορετική πολιτισμική αφετηρία είναι απαραίτητο να υπάρχει μία ορθή πληροφόρηση για θρησκευτικά πιστεύω και παραδόσεις που συνδέονται με αυτά. Χρειάζεται λοιπόν ο μαθητής να μάθει με υπεύθυνο τρόπο για τα στοιχεία που περιέχουν, τη διδασκαλία τους και τους τρόπους ζωής που αυτά έχουν δημιουργήσει[17].
Το μεγάλο στοίχημα είναι πως θα γίνει η παρουσίαση θρησκευτικών παραδόσεων που δεν είναι οικείες στη μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών μας. Να τονιστεί εδώ πως μία «ξερή» επίδειξη που θα στηρίζεται στην παρουσίαση και ανάλυση δυσνόητων όρων δεν είναι το καλύτερο, και δε βοηθάει στην αφομοίωση των συγκεκριμένων διδακτικών αγαθών. Ταυτόχρονα μπορεί να οδηγήσει σε μία σύγχυση που θα αποπροσανατολίσει το μαθησιακό έργο. Χρειάζεται λοιπόν να γίνουν καινούριες διδακτικές προτάσεις, ώστε οι μαθητές να κατανοήσουν το αντικείμενο και να γνωρίσουν βασικές θρησκευτικές αντιλήψεις.
Σημαντική βοήθεια στην παρουσίαση των Θρησκευμάτων μπορεί να δώσει η χρήση των ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορίας Επικοινωνίας) αφού έτσι οι μαθητές θα γνωρίσουν άμεσα τη διδασκαλία τους, τον τρόπο ζωής των πιστών κάθε θρησκείας, τις νοοτροπίες που συνδέονται με αυτές, λατρευτικές πρακτικές κοκ. Η προσοχή του διδάσκοντα εδώ πρέπει να είναι πολύ μεγάλη, αφού πρέπει να επιλέξει, εκτός των άλλων, κατάλληλους διαδικτυακούς τόπους που να έχουν αξιόλογο και ουσιαστικό περιεχόμενο, και θα είναι αυστηρά αντικειμενικοί, αφού σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος του προσηλυτισμού και η παραπληροφόρηση.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν τα παραπάνω να τονιστεί ότι μία σύγχρονη εκπαιδευτική πολιτική για τα Θρησκευτικά θα πρέπει να επικεντρωθεί στη μελέτη της Βίβλου, στη διδασκαλία των πτυχών της Ορθόδοξης παράδοσης που είναι η έκφραση του Χριστιανισμού στον τόπο μας και στη γνώση του θρησκευτικού φαινομένου. Βέβαια είναι απαραίτητο να ξεκαθαριστεί ότι τα Θρησκευτικά ως μάθημα που προσφέρει γραμματισμό στους νέους ανθρώπους είναι απαραίτητο να είναι υποχρεωτικό για όλους, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα απαλλαγής από την παρακολούθησή του, αφού αυτό θα στερήσει από μερίδα μαθητών βασικά στοιχεία της αγωγής τους.
Ταυτόχρονα δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα Θρησκευτικά, όπως άλλωστε και όλα τα μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος συνδέονται άμεσα με τον εκπαιδευτικό που τα διδάσκει. Οι μόνοι που έχουν ουσιαστικά επιστημονικά εφόδια για να διδάξουν ένα σύγχρονο θρησκευτικό μάθημα είναι οι θεολόγοι καθηγητές. Η ουσιαστική επιμόρφωσή τους, που εκτός των άλλων πρέπει να περιλαμβάνει και την επιμόρφωση στις ΤΠΕ δευτέρου επιπέδου, θα αποτελέσει σημαντικό εφόδιο και θα τους βοηθήσει στο δύσκολο έργο τους.
Με βάση αυτά που ειπώθηκαν διαφάνηκε η αναγκαιότητα ενός μαθήματος θρησκευτικού γραμματισμού, αφού θα αποτελέσει βασικό εφόδιο του νέου ανθρώπου στην προσπάθεια που κάνει για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα που θα ζήσει. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να παραμείνουν τουλάχιστο οι ώρες διδασκαλίας του όπως ισχύουν σήμερα. Με αυτό τον τρόπο οι μαθητές θα μετασχηματίζουν σε μάθηση βασικά διδακτικά αγαθά και θα μπορέσουν να ερμηνεύσουν τον κόσμο στον οποίο καλούνται να ζήσουν, να δημιουργήσουν και να τον κάνουν καλύτερο.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσιος (1992). «Θρησκεία», στο Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια: τ. 21 Οι θρησκείες, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, , σελ.172-175
Βερνίκος Νικόλαος & Δασκαλοπούλου Σοφία (2002). Πολυπολιτισμικότητα. ΟΙ διαστάσεις της πολιτισμικής ταυτότητας. Αθήνα: Κριτική
Braun Willi - Mc Cutcheon Russel (2003). Εγχειρίδιο Θρησκειολογίας, μτφρ. Δημήτρης Ξυγαλατάς, Θεσσαλονίκη: Βάνιας
Georgiadou, V. (1995). “Greek Orthodoxy and the Politics of Nationalism” στο :
International Journal of Politics, Culture and Society . Vol. 9(2), σελ . 295-315
Γιαγκάζογλου Στ. & Νευροκοπλής Αθ. & Στριλιγκάς Γ. επ. (2013). Tα θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο. Ο διάλογος και η κριτική για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου. Αθήνα: Αρμός
Γράβαρης, Δ. & Παπαδάκης, Ν. (επιμ.) (2005). Εκπαίδευση και Εκπαιδευτική Πολιτική. Αθήνα: Σαββάλας
Γρόλλιος, Γ. (1999). Ιδεολογία, παιδαγωγική και εκπαιδευτική πολιτική: λόγος και πράξη των ευρωπαικών προγραμμάτων για την εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg
Δεµερτζής, Ν. (1994).”Η επιλεκτική παράδοση της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας” στο: Δεµερτζής, Ν.(επιµ.) Η Ελληνική πολιτική κουλτούρα σήµερα . Αθήνα: Οδυσσέας, σελ. 41-74
Θεοδώρου Ανδρέας(1998), Η ουσία της Ορθοδοξίας, Αθήνα: Παρουσία
Κωνσταντίνου Μ. (1997) «Το πρόβλημα της αλλαγής παραδείγματος στη βιβλική ερμηνευτική σε σχέση με τις πολιτικές αλλαγές σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο». Στο Ι. Μ. Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας (επ.) Ο απόστολος Παύλος και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου. Βέροια , σελ. 197-214
Κωνσταντίνου Μιλτιάδης (1999). «Παλαιά Διαθήκη: “Ιστορία της Θείας Οικονομίας” ή “Μυθολογία των Εβραίων”» στο Σύναξη, Τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία, 69 /Ιανουάριος - Μάρτιος 1999, Αθήνα, σελ. 66-71
Μανιτάκης, Α. (2000). Οι Σχέσεις της Εκκλησίας µε το Κράτος-Έθνος. Αθήνα: Νεφέλη
Μartin, D. (1978). A General Theory of Secularization . New York : Harper and Row Μπέγζος Μάριος (2000), «Θρησκεία», στο: Θρησκειολογικό Λεξικό, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα ,σελ.242-247
Παπαρίζος, Α. (1994). «Διαφωτισµός, Θρησκεία και Παράδοση στη Σύγχρονη Ελληνική Κοινωνία» στο: Δεµερτζής, Ν. (επιµ.) Η Ελληνική πολιτική κουλτούρα σήµερα . Αθήνα: Οδυσσέας, σελ. 75-113.
Παύλου Νικόλαος (2014). «Αναστοχασμοί σε μία θρησκευτική διδασκαλία για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου». Στην ιστοσελίδα www.academia.edu
Sharpe, E. J. (2008). Συγκριτική θρησκειολογία. Ιστορική εισαγωγή, μετ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος. Αθήνα: Άρτος Ζωής
[1] Για τις εκπαιδευτικές πολιτικές βλ. Γρόλλιος, Γ. (1999). Ιδεολογία, παιδαγωγική και εκπαιδευτική πολιτική: λόγος και πράξη των ευρωπαϊκών προγραμμάτων για την εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg. Πρβλ και Γράβαρης, Δ. - Παπαδάκης, Ν. (επιμ.) (2005). Εκπαίδευση και Εκπαιδευτική Πολιτική. Αθήνα: Σαββάλας
[2] Για το θρησκευτικό φαινόμενο βλ Sharpe, E. J. (2008). Συγκριτική θρησκειολογία. Ιστορική εισαγωγή, μετ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος. Αθήνα: Άρτος Ζωής
[3] Για την πολυπολιτισμικότητα και ως πολιτισμικό μέγεθος βλ. Βερνίκος Νικόλαος & Δασκαλοπούλου Σοφία (2002). Πολυπολιτισμικότητα. ΟΙ διαστάσεις της πολιτισμικής ταυτότητας. Αθήνα: Κριτική
[4] Μartin, D. (1978). A General Theory of Secularization . New York : Harper and Row και Δεµερτζής, Ν. (1994).”Η επιλεκτική παράδοση της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας” στο: Δεµερτζής, Ν.(επιµ.) Η Ελληνική πολιτική κουλτούρα σήµερα . Αθήνα: Οδυσσέας, σελ. 41-74.
[5] Για τη μορφή που οφείλει να έχει ένα θρησκευτικό μάθημα βλ Γιαγκάζογλου Στ. & Αθανασίου Νευροκοπλή Αθ. & Στριλιγκά Γ. επ. (2013). Tα θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο
Ο διάλογος και η κριτική για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου. Αθήνα: Αρμός
[6] Για μία θεώρηση της παράδοσης βλ Παπαρίζος, Α. (1994). «Διαφωτισµός, Θρησκεία και Παράδοση στη Σύγχρονη Ελληνική Κοινωνία» στο: Δεµερτζής, Ν. (επιµ.) Η Ελληνική πολιτική κουλτούρα σήµερα . Αθήνα: Οδυσσέας, σελ. 75-113.
[7] Βλ και Μανιτάκης, Α. (2000). Οι Σχέσεις της Εκκλησίας µε το Κράτος-Έθνος. Αθήνα: Νεφέλη
[8] Ν. 1566/85. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρο 1 Σκοπός – Γλώσσα
1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες
προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά.
[9] Βλ. Κωνσταντίνου Μ. (1997) «Το πρόβλημα της αλλαγής παραδείγματος στη βιβλική ερμηνευτική σε σχέση με τις πολιτικές αλλαγές σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο». Στο Ι. Μ. Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας (επ.) Ο απόστολος Παύλος και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου. Βέροια , σελ. 197-214
[10] Βλ και Georgiadou, V. (1995). “Greek Orthodoxy and the Politics of Nationalism” στο :
International Journal of Politics, Culture and Society . Vol. 9(2), σελ . 295-315
[11] Βλ Braun Willi - Mc Cutcheon Russel (2003). Εγχειρίδιο Θρησκειολογίας, μτφρ. Δημήτρης Ξυγαλατάς, Θεσσαλονίκη: Βάνιας
[12] Βλ Παύλου Νικόλαος (2014). «Αναστοχασμοί σε μία θρησκευτική διδασκαλία για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου». Στην ιστοσελίδα www.academia.edu (προσπελάστηκε 14/1/2015)
[13] Να τονιστεί εδώ, προς άρση παρεξηγήσεων ότι η Βίβλος είναι ένα «ανοιχτό έργο». Αυτό σημαίνει ότι οι στίχοι της μπορούν να δεχτούν πάμπολλες ερμηνείες. Όμως δε συμφωνούν απαραίτητα όλες με το πνεύμα των καταγραφέων της, και με τα μηνύματα που θα ήθελαν αυτοί να δώσουν. Στην πραγματικότητα πολλές από αυτές «καταπιέζουν» το κείμενο και το αναγκάζουν να μιλήσει με τον τρόπο που επιθυμούν.
[14] Βλ. Κωνσταντίνου Μιλτιάδης (1999). «Παλαιά Διαθήκη: “Ιστορία της Θείας Οικονομίας” ή “Μυθολογία των Εβραίων”» στο Σύναξη, Τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία, 69 /Ιανουάριος - Μάρτιος 1999, Αθήνα, σελ. 66-71
[15] Βλ. Θεοδώρου Ανδρέας(1998), Η ουσία της Ορθοδοξίας, Αθήνα: Παρουσία
[16] Βλ Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσιος (1992). «Θρησκεία», στο Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια: τ. 21 Οι θρησκείες, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, , σελ.172-175
[17] Μπέγζος Μάριος (2000), «Θρησκεία», στο: Θρησκειολογικό Λεξικό, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα ,σελ.242-247
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου