Του Κώστα Μιχαηλίδη
Θεολόγου
14ο Γυμνάσιο Λάρισας
Η Κυρία Θεοτόκος, Έφορος, Δέσποινα, Μάνα και Προστάτιδα του Αγίου Όρους, σε καλεί και σε δέχεται όποτε θέλει αυτή στον κλήρο της, το Περιβόλι της. Η Παναγία σε κατευθύνει στο προσκύνημά σου, αλλάζει τα σχέδιά σου προς ωφέλεια της ψυχής σου, σε οικονομεί, σε φροντίζει, σε διακονεί, σε εκπλήσσει με τις επιλογές που φέρνει στο δρόμο σου και κάποιες φορές σε αφήνει άφωνο με τη γενναιόδωρη χάρη της, που μοιράζει απλόχερα.
Με τη
μεσιτεία της Παναγίας βρισκόμασταν
εκεί. Καθώς το διαπεραστικό
του βλέμμα συναντούσε
το δικό μου, γαλήνευε
την ψυχή μου
και , αν τα λόγια
του δεν ήταν
σοφά επιλεγμένα για
να απαντούν τάχα
σε γενικά θέματα
αλλά ταυτόχρονα σε
εξατομικευμένες απορίες των
ακροατών του, που δεν
είχαν καν διατυπώσει, θα μου
αρκούσε να τον κοιτάζω.
Να πλέκει το
εργόχειρό του, ένα μεγάλο
κομποσκοίνι κι ας
έλεγε συνταγές μαγειρικής. Το βλέμμα
του ενστάλαζε κάθε
στιγμή στην καρδιά
μου σιγουριά και
ασφάλεια, που νοιώθεις μόνο κοντά στο
Θεό. Είχα μείνει αποσβολωμένος . Πάμε όμως
να δούμε την
αρχή.
Χάσαμε για λίγο
το καράβι στην
Ουρανούπολη βλέποντάς το να φεύγει
αλλά κι αυτό
στο σχέδιο της
ήταν. Το ταχύπλοο μας
έφερε γρηγορότερα στη
Δάφνη και ο
συνοδοιπόρος μου αναγνώρισε
στο πρόσωπο του
οδηγού από το
μικρό λεωφορείο της
Μονής έναν από
τους μοναχούς σε
παλιό ντοκιμαντέρ του CBS. Η συζήτηση
ήταν διασκεδαστική με
ευφυείς ατάκες αλλά
τελείωσε, όταν αποβιβαστήκαμε μπροστά
στο εντυπωσιακό και
τολμηρό οικοδόμημα της
Σιμωνόπετρας. Η αγωνία του
συνοδοιπόρου μου να
διαπιστώσει, αν το χέρι από το
λείψανο της Μαρίας
της Μαγδαληνής θα
το νοιώσει καυτό στο στόμα, έκλεισε έναν
κύκλο από μνήμες, που
είχαν ξεκινήσει από
εδώ με τον
ίδιο τρόπο για
μένα . Τότε ήμουν ο
Βενιαμίν της παρέας
σε ηλικία και εμπειρίες. Τώρα μια
πατρική στοργή με
κατέκλυζε γι` αυτόν και όσες
φορές αφέθηκα στην
ψευδαίσθηση πως ήμουν
το στερνοπούλι , έμοιαζα με
ανεύθυνο πατέρα.
Τα έργα έχουν
ομορφύνει τη Νέα
Βηθλεέμ, όπως ονομαζόταν κάποτε, έχουν
όμως στερήσει κάτι
από αυτήν την
τόσο όμορφη πρωτόγονη
εικόνα, που σιγά – σιγά χάθηκε
με τον εκσυγχρονισμό. Μια μηχανή του
καφέ έφτιαχνε νες
και ζεστό νερό
για τσάι, αδιανόητο για
τα δεδομένα της Μονής πριν
λίγα χρόνια. Η χορωδία, παρόλη τη
δύσκολη και άνιση
σύγκριση με την
Κυριακάτικη Βατοπαιδινή, αν και
ολιγομελής , μου άρεσε περισσότερο. Η πέστροφα
στην τράπεζα ήταν
αναμενόμενη, λόγω της γιορτής
της Ανάληψης. Στο τέλος
της ημέρας, στους
νοσταλγούς του Αγιώνυμου
την εποχή πριν
τη χρηματοδότηση της ΕΕ, θα
απαντούσα πως οι άγιοι στο
Περιβόλι ήταν σε
κάθε εποχή λίγοι, πάντα όμως σταθερή
αξία, όπως και η
αιτία της προσκύνησης, η κυρία
Θεοτόκος. Όλα τα άλλα
έρχονται και παρέρχονται , μαζί κι
εμείς.
Το άλλο πρωί
στεκόμασταν μπροστά στον
ξύλινο σταυρό του
αμαρτωλού δούλου Εφραίμ
του Σεραγιώτη, δικαίου της
Σκήτης Αγ. Ανδρέα
και Αντωνίου, το γνωστό
Σεράι. Τον είχε προλάβει
ο προπομπός των
ψυχών Μιχαήλ. Εμείς φτάσαμε
αργοπορημένοι και ανάψαμε
κερί στη μνήμη
του. Το τεράστιο καθολικό
ήταν ανοιχτό και
προσκυνήσαμε την κάρα
του αποστόλου Ανδρέα
του πρωτόκλητου με
φόντο το ψαροκόκαλο
παρκέ και το
επίχρυσο τέμπλο. Από το
Πρωτάτο πήραμε λαδάκι
από το καντήλι
της Παναγίας «Άξιον
εστί» και στο
Κουτλουμούσι ο συνοδοιπόρος
μου βρήκε τον
αρχοντάρη, που τον είχε
περιμαζέψει, πριν ένα χρόνο
στη Μονή. Ο
γέροντας Γαβριήλ είχε
πολύ κόσμο και
η Παναγούδα ήταν
κλειστή καταμεσήμερο.
Ξαποστάσαμε στο κελί
του Ιωάννη του
Θεολόγου και εγκαταλείψαμε
κάθε προσπάθεια να
βρεθούμε στη Σταυρονικήτα
πεζοί. Είχαμε βγει εκτός
προγραμματισμού και θα
χάναμε τον εσπερινό. Έτσι με
όχημα βρεθήκαμε στην
ώρα μας εκεί και τακτοποιηθήκαμε σε
δωμάτιο μαζί με
έναν Αμερικανό, Ορθόδοξο, όπου η
συνεννόηση μαζί του
ήταν αστεία. Μετά τον
εσπερινό στο μικρό
καθολικό , που μοιάζει με
έκθεση έργων του
Θεοφάνη του Κρητικού
και τη συνήθη
προσκύνηση των λειψάνων περιηγηθήκαμε
στον περιβάλλοντα χώρο. Όταν
η λάμπα πετρελαίου
έσβησε, ήταν νωρίς αλλά
εμείς κατάκοποι και
με φορτωμένο πρόγραμμα
την επομένη.
Στο πρωινό φως του ήλιου,
που ανέτειλε από
τη θάλασσα, βαδίζαμε ανηφορικά
για την Καψάλα. Μια
σκυλίτσα μας οδηγούσε, όπου αργότερα
για ανταμοιβή έφαγε
κράκερς, ώσπου την έδιωξαν
από το χώρο
του κελιού οι
μοναχοί. Στο καθολικό του
κελιού προσκυνήσαμε και
περιμένοντας ακούσαμε προσωπικές
ιστορίες, απίστευτες, ώσπου κάποια
στιγμή βρεθήκαμε μπροστά
στην αλήθεια. Τα μάτια
του είχαν Χριστό, πώς
ξεχνιέται τέτοιο βλέμμα; Αναγνώριζα
ομοιότητες με τον πνευματικό του
πατέρα , τον Παΐσιο, αλλά
μπροστά του δεν
ήμουν ούτε θεολόγος
ούτε ένας ταξιδιώτης
γεμάτος περιέργεια. Ήμουν σαν
ένα άγριο θηρίο
της ζούγκλας αυτής
που ζούμε, που υποκλινόταν
στην Αγιοπνευματική ανωτερότητα
κάποιου, που άλλοι τον
αντιμετώπιζαν σαν καφετζού
και άλλοι ως
αστέρα σε συνέντευξη. Ένοιωσα ένα
σκουπίδι, που δεν ήθελε
να δείξει καθόλου
την αναξιότητά του. Μας
μίλησε μιάμιση ώρα, προσωπικά μισό
λεπτό αλλά έχασα
κάθε αίσθηση του
χρόνου. Είχα αλλοιωθεί.
Η προσγείωση στο
Βατοπαίδι θα ήταν
ανώμαλη, αν δεν φρόντιζε
ο οδηγός με
τα ράσα, πνευματικό παιδί
του γέροντα Ευθυμίου
να μας μιλήσει
τη ρηξικέλευθη για
μοναχό, αιχμηρή και
σαρκαστική γλώσσα, που ξεγυμνώνει
το πρωτότυπο από
την απομίμηση και
το διαμάντι από
τα κόπρανα. Η συζήτηση
ήταν χωρίς πρωτόκολλο , από την
πολιτική μέχρι τον
πνευματικό βίο των
μοναχών. Ο φύλακας στη
μπάρα ελέγχου οχημάτων
στα όρια της
Μονής Βατοπαιδίου ανταπέδωσε
σχολιάζοντας πως γνωρίζει
επτά θαυματουργές εικόνες
στη Μονή και
όχι επτά αστέρια
στο Khalifa Palace,
δηλαδή τη Μονή. Εκτός
από τη Βηματάρισσα, που βρίσκεται
στο Ιερό Βήμα
και δεν επιτρεπόταν
η είσοδος στους
πολυάριθμους επισκέπτες, αναζητήσαμε
την Ελαιοβρύτισσα, την Αντιφωνήτρια, την Παντάνασσα, την Εσφαγμένη, την Πυροβοληθείσα
και την Παραμυθία. Η
τελευταία ήταν και
η αγαπημένη του
συνοδοιπόρου μου. Αρνηθήκαμε επιμελώς
να διολισθήσουμε στην
κατάκριση για όσα σκανδαλίζουν και μπορούσαν να
μας στερήσουν τη
θεία κοινωνία της
επόμενης μέρας και
θαυμάσαμε μόνο τα
άξια θαυμασμού. Η Μονή
είχε κατακλυστεί από
Κύπριους προσκυνητές, που ταίριαζαν
στο κοσμοπολίτικο προφίλ
της. Συζήτησα με έναν
από αυτούς στο
τέλος της τράπεζας, η
οποία είχε τσιπούρα, μαρούλι, τυρί, κόλλυβα και
κρασί, όλα τους εξαιρετικά
ετοιμασμένα και προσφερόμενα.
Για πρώτη φορά φύγαμε
από
το Άγιον Όρος
με ταχύπλοο για
την Ιερισσό και
όχι για την
Ουρανούπολη. Το κύμα έκανε
περιπετειώδη την επιστροφή
κι η δυνατή
μπόρα στην οδήγηση
ακόμη περισσότερο. Στο τέλος
μια άλλη πραγματικότητα ξεπρόβαλε
μέσα από τα
σύννεφα. Η ευγνωμοσύνη για
όσα είχα μάθει
για το Όρος
από τους έμπειρους
συνοδοιπόρους μου με
οδήγησε στην πιο
όμορφη συνειδητοποίηση: Θα άλλαζα όλες
αυτές τις όμορφες εμπειρίες
τόσων χρόνων, μόνο για τη χάρη
αυτή, που έζησα
δίπλα σε έναν
άγιο !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου